Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού αφιερωμένο σε όλους τους μάρτυρες που μαρτύρησαν για του Χριστού την πίστη την Αγία. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας. Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’.
Το παρόν αφιερώνεται στη μνήμη του μακαριστού Πατριάρχη και Πάπα Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής Πέτρου του Ζ’ και τους δεκαέξι συν αυτώ απολεσθέντες, ιερωμένους και λαϊκούς, εξαιτίας της πτώσης του ελικοπτέρου στο οποίο επέβαιναν την 11η Σεπτεμβρίου του 2004, στα ανοιχτά της θάλασσας του Αγίου Όρους.
η’. Ήτανε βασιλιάδες που από θεριά ανήμερα πιο άγριοι υπήρξαν, καθώς ‘πά στους Αγίους Σου
χιμήξαν Κύριέ μου∙ με απειλές κι όλο θυμό, μ’ οργή και με μανία βάναυσα τους βασάνιζαν.
Και μοιάζανε με λύκους που πέφτουν πάνω στα αρνιά και τα κατασπαράζουν. Αλλά Εσύ, που είσαι του Θεού Αμνός και για εμάς Ποιμένας, τους έδινες βοήθεια,
αφού τα τόσα βάσανα τα υπόμειναν για Σένα Χριστέ μου
πολυέλεε.
θ’. Ο λόγος σου ήταν αρκετός να θέλξει τους Αγίους, για να ακολουθήσουνε Κύριε τα βήματά Σου.
Το λόγο που μας είπες: «Όποιος το θέλει αληθινά να με ακολουθήσει και συγγενείς μα και γονείς ν’ απαρνηθεί θα πρέπει»,
αυτοί τον ενστερνιστήκαν κι όλα τα παρατήσαν, πρόθυμα Σ’ ακολούθησαν πετώντας από πάνω τους το ένδυμα του κόσμου∙
πήραν το δρόμο τον ευθύ τον της δικαιοσύνης που βγάζει ίσια στην πηγή που τη ζωή αναβλύζει.
Χωρίς κανέναν δισταγμό, χωρίς ν’ αλλάξουν γνώμη σε Σένα αυτοί πιστέψανε, Χριστέ μου
πολυέλεε.
ι’. Από ‘κείνα που θυσίαζαν στα είδωλα οι φαύλοι, θέλαν να τους ταΐσουνε, με το στανιό τους δίναν.
Μα με τα μάτια της ψυχής αυτοί μπροστά τους φέρναν το δείπνο το ουράνιο που θα τους ετοιμάσεις∙
κι έτσι ποτές δεν έστερξαν τα χείλη που Σ’ υμνούσανε κι ευλογητός Σου ψέλναν αυτοί να τα μολύνουνε με τα σφαχτά ειδώλων.
Των αγαθών Σου κοινωνοί να γίνουν προτιμούσαν και
ν’ αξιωθούνε εύχονταν κι αυτοί όσα θα δώσεις στους εκλεκτούς Σου μαθητές Χριστέ μου
πολυέλεε.
ια’. Κι οι θεατές που βλέπανε τους μάρτυρες να ρίχνουν σ’ αρένες μ’ άγρια θεριά, έκπληκτοι τα θωρούσαν το στόμα να σφαλίζουνε και να ‘ν’ ζαβλακωμένα.
Πλησίαζαν τους μάρτυρες και πέφτανε μπροστά τους, στα πόδια τους κυλιόντουσαν, τρίβονταν σαν γατάκια,
να τους υπηρετήσουνε διάλεγαν τα καημένα∙ να κάνουν κάτι το κακό σ’ Αγίους δεν τολμούσαν.
Τα ίδια κάναν κι οι φωτιές μπροστά στους μάρτυρες Σου∙ συστέλλονταν, μαζεύονταν μην και τους πλησιάσουν.
Ότι ακόμα κι η φωτιά ήταν δασκαλεμένη να σέβεται, να ντρέπεται ανθρώπους που ‘ν’ δικοί Σου Χριστέ μου
πολυέλεε.
ιβ’. Ο διάβολος χτυπήθηκε, πάει γκρεμοτσακίζεται μ’ όλες του τις δυνάμεις.
Τα βέλη τ’ όλα τόξευσε, άδειασε την φαρέτρα∙ μα τους στρατιώτες Σ’ τους πιστούς ούτε που τους αγγίξαν.
Κύματα, αντάρα σήκωσε∙ μ’ αυτούς που στέρια στέκονταν όρθιοι απάν’ στην Πέτρα,
να τους γκρεμίσ’ απέτυχε, ούτε που σαλευτήκαν.
Ότι είχανε θεμέλιο το πιο ασφαλές π’ υπάρχει∙ σε Σένα αυτοί βασίζονταν Χριστέ μου
πολυέλεε.
ιγ’. Μ’ υπομονή υπόμειναν στ’ αλήθεια οι γενναίοι∙ τους άθλους τους στο στάδιο τούς κάναν όπως πρέπει, σωστοί υπήρξαν αθλητές – παίξαν με τους κανόνες.
Έντιμα αγωνίστηκαν τον πιο καλόν αγώνα∙ τερμάτισαν στο στάδιο τον δρόμο μέχρι τέλους.
Αμόλευτη, αψεγάδιαστη την πίστη τους κρατήσαν∙ και γι’ όλα τους τα βάσανα και όλον τους τον πόνο,
τη δίκαια ανταπόδοση, τον στέφανο της νίκης από τα τίμια χέρια Σου τώρα τον περιμένουν.
Με τις ευχές όλων αυτών των Άγιων Μαρτύρων το έλεος Σου χάρισε και σε εμάς Θεέ μας, Χριστέ μας
πολυέλεε.
ιδ’. Στέλνεις πλουσιοπάροχα τη Χάρη Σου Θεέ μου, σ’ όσους με πίστη Σου ζητούν τα πρέποντα – Συ ξέρεις.
Γι’ αυτό και ‘γώ ο ανάξιος θερμά Σε ικετεύω, ω… σπλαγχνικέ μου Κύριε.
Στείλε μ’ από το Πνεύμα Σου κι ας είν’ και μια σταγόνα∙ να ‘ρθεί από πάνω και σε ‘μέ σαν τη γλυκιά βροχούλα∙ αυτό είναι που παρακαλώ,
για να μπορώ, λοιπόν, κι εγώ τους ύμνους Σου να ψέλνω κι όλα τα Σα να μελετώ∙ μ’ αυτά να καταγίνομαι, να γράφω και να λέω,
και όλ’ αυτά να μοιραστώ μ’ όσους μπορέσω πιο πολλούς, πλούσιοι να γίνουμ’ όλοι απ’ τις δικές Σου δωρεές- Συ όλα τα δωρίζεις Χριστέ μου
πολυέλεε.