Η συμφωνία Ελλάδας-Γαλλίας για την επιχειρησιακή αναβάθμιση του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού μέσω της προμήθειας 3+1 φρεγατών Belharra και της διαφαινόμενης ναυπήγησης στην Ελλάδα 3+1 κορβετών GoWind, καλωσορίστηκε από το σύνολο σχεδόν των μελετητών των εν λόγω ζητημάτων. Και δικαίως.
Ωστόσο, θα ήταν εξαιρετικά παρήγορο αν αυτή η ομοθυμία και η σύμπνοια διαπιστώνονταν εγκαίρως και όταν η «μπάλα έκαιγε», για να χρησιμοποιήσουμε έναν αθλητικό όρο…
Όταν το Oruç Reis έπλεε στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, με την Τουρκία να υπερηφανεύεται μέσω προπαγανδιστικού βίντεο: «45 χιλιάδες ώρες πλεύσης σε 82 ημέρες». Όταν οι ΗΠΑ ασκούσαν ασφυκτικές πιέσεις στη χώρα μας για την αποδοχή της δικής τους πρότασης και αυτή προβαλλόταν σε εγχώρια ΜΜΕ ως «κοσμογονία με λογικό κόστος».
Ή ακόμη και πρόσφατα, όταν η Γαλλία φαινόταν «απομονωμένη» λόγω της συμφωνίας AUKUS, η οποία κατέδειξε για ορισμένους αναλυτές ότι «οποτεδήποτε κάποιος δυτικός σύμμαχος είχε να επιλέξει μεταξύ Παρισιού και Ουάσινγκτον, πάντοτε διάλεγε και πάντοτε θα διαλέγει [sic] την Ουάσινγκτον».
Τώρα που η Γαλλία συναλλάσσεται με τις ΗΠΑ και «ξεπερνά το μεγάλο πλήγμα για το κύρος και την αξιοπιστία της διεθνώς» [sic], ποιοι άραγε έχουν το δικαίωμα να πανηγυρίζουν; Εφόσον η Ουάσινγκτον χαιρέτισε άμεσα τη συμφωνία αμέσως μετά την υπογραφή της, τότε άπαντες μπορούν να αισθάνονται λυτρωμένοι και ελεύθεροι να πουν και εκείνοι πόσο… «αγαπούσαν πάντοτε τη Γαλλία». Είναι όμως έτσι;
Μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο καταδεικνύει ότι η εν λόγω συμφωνία, περιλαμβάνουσα ρήτρα αμυντικής συνδρομής, είχε προβλεφθεί και προταθεί από τον αφυπηρετήσαντα πλέον καθηγητή του ΕΚΠΑ Γιάννη Μάζη, με την πρότασή του να έγκειτο στα ορθολογικώς αναγιγνωσκόμενα γεωπολιτικά δεδομένα της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής και πέραν αυτής. Όταν η «μπάλα έκαιγε» και η μοναξιά ήταν εκκωφαντική…
Κατά την τελευταία τριακονταετία ο Μάζης έχει εισηγηθεί το μεθοδολογικό εργαλείο της Συστημικής Γεωπολιτικής Ανάλυσης, με την επίκληση του οποίου αποκωδικοποιούνται τα δεδομένα της κατανομής ισχύος, οι προκλήσεις, τα διακυβεύματα και οι ευκαιρίες των εκάστοτε εμπλεκόμενων δρώντων. Το απαύγασμα του εν λόγω επιστημονικού –και κατ’ επέκταση αμερόληπτου εργαλείου– συνίσταται στη γεωστρατηγική σύνθεση, η οποία εκπονείται για λογαριασμό κάποιου και συνεπώς είναι στρατευμένη.
Εντούτοις, για να είναι σοβαρή και επιτυχημένη οφείλει να στηρίζεται στο επιστημονικό κεκτημένο της προηγηθείσας Συστημικής Γεωπολιτικής Ανάλυσης.
Αυτή η ορθοτομημένη πορεία σκέψης ενδεχομένως να είναι ακατανόητη για όσους έχουν μάθει να προβαίνουν σε αφορισμούς του επιπέδου «γαλλόφιλος» (όσον αφορά τον Γιάννη Μάζη… γαλλομαθής ναι, γαλλόφιλος όχι απαραίτητα όσον αφορά τουλάχιστον τη γεωπολιτική, και ποτέ με παρωπίδες), ή να αναζητούν κάποιου είδους «σκοπιμότητα» σε ένα συμπέρασμα πέραν των συνηθισμένων.
Όμως, συνιστά εύλογη κατάληξη για έναν επιστήμονα, ο οποίος έχει βαθιά πίστη στα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιεί, διότι τα έχει δοκιμάσει και έχει επαληθεύσει τη δυναμική τους μέσω δεκάδων δημοσιεύσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Η προσήλωση στη γεωστρατηγική πρόταση ενίσχυσης της στενής συνεργασίας μας με τη Γαλλία έγκειται στην εκ των πραγμάτων στρατηγική ευθυγράμμιση Ελλάδας-Γαλλίας και αυτό ίσως απαντά και στο φόβο αν το Παρίσι θα τηρούσε τη συμφωνία αμυντικής συνδρομής σε περίπτωση ανάγκης. Προφανώς και οι συμμαχικές σχέσεις χαρακτηρίζονται –και αυτές– από αβεβαιότητα, με τους εταίρους να οφείλουν να επαναβεβαιώνουν διαρκώς τη στρατηγική δέσμευση του συμμάχου τους. Αναμφίβολα, μια αδιάφορη και αδρανής Ελλάδα θα αποτύχει να κινητοποιήσει τη Γαλλία σε περίπτωση ανάγκης.
Όμως, το σημείο εκκίνησης είναι ευδιάκριτο. Στην παρούσα ιστορική φάση της νεοοθωμανικής συμπεριφοράς της Τουρκίας και της επιζήτησης ηγεμονικού ρόλου στο Μαγκρέμπ, στη Μέση Ανατολή και πέραν αυτών, η Γαλλία επιθυμεί πάση θυσία την ανάσχεση της Άγκυρας και αναγνωρίζει ότι κεντρικό γεωστρατηγικό ανάχωμα προς την εν λόγω κατεύθυνση είναι η Ελλάδα και δη η ναυτική παρουσία της.
Κατά συνέπεια, η στρατηγική εξουθένωση της χώρας μας είναι ένα απορριπτέο σενάριο για το Παρίσι, όχι επειδή οι Γάλλοι θαυμάζουν τον Σωκράτη ή τους αρέσει το συρτάκι, αλλά επειδή τούτο θα σήμαινε γιγάντωση της Τουρκίας και περιστολή των γαλλικών συμφερόντων στο γεωπολιτικά κρισιμότερο σημείο του πλανήτη για τους ίδιους.
Θέτει αυτό σε κίνδυνο τις εξωτερικές σχέσεις της Ελλάδας; Η γεωστρατηγική της συμπόρευσης Ελλάδας-Γαλλίας καλύπτει και την εν λόγω προβληματική και τούτο επισημαινόταν από τον Μάζη πολύ πριν από τα παρεπόμενα της συμφωνίας AUKUS.
Η Ελλάδα λόγω της θέσης της στο χάρτη οφείλει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη την κυρίαρχη ναυτική δύναμη, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να περιφρονεί τις προτεραιότητες και τις ευαισθησίες του αγγλοσαξονικού παράγοντα. Και γι’ αυτό το λόγο, η σύσφιξη της στρατηγικής σχέσης με τη Γαλλία είναι και η ορθή επιλογή!
Όχι με κάποιον ευθέως ανταγωνιστικό προς τα ΝΑΤΟϊκά συμφέροντα δρώντα, αλλά με μια Μεγάλη Ευρωπαϊκή Πυρηνική Δύναμη ανήκουσα στο δυτικό σύστημα ασφαλείας, με σαφώς διακριτή όμως στρατηγική συμπεριφορά. Με έναν ισχυρό δρώντα, ο οποίος έχει κάθε συμφέρον να εξισορροπήσει την Τουρκία, δίχως να ενδιαφέρεται για την εύρεση τοποτηρητή των συμφερόντων του στην περιοχή, καθώς ο ίδιος έχει τη βούληση και την ικανότητα να προβάλει ισχύ δίχως μεσάζοντες.
Είναι η επιλογή των Belharra επιχειρησιακά η βέλτιστη; Τούτο έχει επιβεβαιωθεί από πολλούς απόστρατους αξιωματικούς, αλλά και από τον ίδιο τον Γιάννη Μάζη, όπως και από τον άριστο γνώστη των οπλικών συστημάτων Κώστα Γρίβα.
Παρά την προς ώρας απουσία του υποστρατηγικού όπλου Scalp Naval, τα εν λόγω πλοία φαίνεται ότι αποτελούν προστιθέμενη αξία για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, δεδομένης και της συμβατότητάς τους με τα 24 υπό απόκτηση πολεμικά αεροσκάφη Rafale.
Όμως, ας μου επιτραπεί να επιμείνω ότι η κρίσιμη παράμετρος της συμφωνίας συνίσταται στην πολιτική διάσταση, η οποία επαναλαμβάνω ότι απαιτείται να διαφυλαχθεί και διαρκώς να καλλιεργείται.
Το κρίσιμο διακύβευμα πλέον είναι η συγκρότηση θεσμών, ενός μηχανισμού εκπόνησης προτάσεων και εποπτείας των ζητημάτων εθνικής ασφαλείας, όπως θα συνέβαινε μέσω ενός Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, το οποίο επίσης έχει προταθεί από τον καθηγητή Μάζη. Τούτο θα συνεισέφερε αποφασιστικά στην έγκαιρη και ορθή εναρμόνισή μας με τη διαρκώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής, καθώς και στη χάραξη της εξοπλιστικής διπλωματίας μας βάσει των δικών μας χρονοδιαγραμμάτων και όχι ως απόρροια εξελίξεων στην άλλη άκρη του πλανήτη.