Την τακτική της… σιωπηρής εγκατάλειψης της αξιοποίησης κτηρίων του Πόντου με σημαντικό ενδιαφέρον –με εξαίρεση το ιερό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά και κάποια άλλα μεγάλα και γνωστά μνημεία–, φαίνεται ότι ακολουθούν οι γείτονες, αν και θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτήν πολλά οφέλη για τη χώρα τους, κυρίως στον τομέα της ανάπτυξης του τουρισμού.
Την αποκάλυψη αυτή έκανε στο pontosnews.gr η Σανταία Ελένη Γαβρά, καθηγήτρια Οικιστικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, σε προσπάθειες διεθνών επιστημονικών φορέων για αξιοποίηση τέτοιων μνημείων και κτηρίων, οι ίδιοι οι Τούρκοι επιστήμονες λένε σε συναδέλφους τους ότι είναι προτιμότερο να αφήσουν τον Πόντο απ’ έξω.
«Θα μπορούσε εν δυνάμει το σημαντικό κτηριακό και μνημειακό απόθεμα να αξιοποιηθεί και να διαχειριστεί με τρόπο επιστημονικό από τους Τούρκους. Έγιναν κάποιες προσπάθειες στο παρελθόν, αλλά ιδίως στον Πόντο αυτές δεν προχώρησαν, με εξαίρεση, βέβαια, το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Κατά τη διάρκεια προσπαθειών από διεθνείς επιστημονικούς φορείς, όταν φτάνουμε στο σημείο να επιλέξουμε μνημεία ή άλλα κτήρια σημαντικού ενδιαφέροντος, οι Τούρκοι επιστήμονες μας λένε ότι “θα προτιμούσαμε να αφήσουμε την περιοχή του Πόντου απ’ έξω”. Δεν αναφέρομαι μόνο στις εκκλησίες και τα άλλα μνημεία θρησκευτικού ενδιαφέροντος, αλλά και σε άλλα κτήρια σε οικισμούς που θεωρούνται σημαντικά για τους επιστήμονες και τα οποία θα μπορούσαν να προσελκύσουν και τουριστικό ενδιαφέρον μετά την αξιοποίησή τους. Θα μπορούσε να σκεφθεί η γειτονική χώρα ότι θα έχει σημαντικό τουριστικό όφελος, αν, για παράδειγμα, προχωρούσε στην αξιοποίηση κτηρίων στην περιοχή της Σάντας, στην Ίμερα και αλλού», τονίζει στο pontosnews.gr η Ελένη Γαβρά.
Το οικιστικό απόθεμα και η αρχιτεκτονική του ιστορικού Πόντου
Σημαντικά συμπεράσματα για την χωρική οργάνωση, την αρχιτεκτονική και το πολιτιστικό και οικιστικό απόθεμα του ιστορικού Πόντου προκύπτουν από έρευνα της Ελένης Γαβρά και της ομάδας της. Από τη συγκεκριμένη καταγραφή γίνονται κατανοητά και στοιχεία της καθημερινότητας αλλά και των συνηθειών των Ποντίων τόσο στις ηπειρωτικές όσο και στις παράλιες περιοχές.
Για παράδειγμα και όπως προκύπτει από την έρευνα, στις ηπειρωτικές και αγροτικές περιοχές, οι οποίες ως επί το πλείστον ήταν αμιγώς ελληνικές, κυρίως για λόγους αμυντικής οργάνωσης οι κάτοικοι είχαν στενότερη σχέση με τα μοναστήρια, τα οποία μετέτρεπαν σε τοπόσημα. «Και τα μοναστήρια επωφελούνταν από αυτήν τη σχέση, αλλά και οι πολίτες ένιωθαν μια μεγαλύτερη ασφάλεια, όταν βρίσκονταν κοντά σε ένα μεγάλο ίδρυμα», αναφέρει η Ελένη Γαβρά.
Επίσης, είναι αξιοσημείωτη η αρμονική συνύπαρξη Τούρκων, Ελλήνων και άλλων εθνοτικών ομάδων στις παράλιες περιοχές του Πόντου. Μια αρμονική συνύπαρξη, βέβαια, η οποία σταμάτησε, όταν οι Νεότουρκοι και οι κεμαλιστές ξεκίνησαν την πολιτική της Γενοκτονίας απέναντι στις άλλες εθνοτικές ομάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Υπήρχαν και οι περιοχές των οροπεδίων, τα γνωστά παρχάρια του Πόντου, όπου παρά το γεγονός ότι κατασκευάζονταν κυρίως εποχικές κατοικίες, τα κτήρια δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητα.
Σημαντικές επιρροές από τη Δύση στα αστικά κέντρα
Δύο κατηγορίες κτισμάτων, που χρησιμοποιούνταν ως κατοικίες, υπήρχαν στις αστικές περιοχές του Πόντου, όπως προκύπτει από την έρευνα της Ελένης Γαβρά. Ήταν η τυπική αστική κατοικία, η οποία είχε χαρακτηριστικά που προσομοίαζαν με τα σπίτια που διέμεναν στις αγροτικές περιοχές οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις και το μεγαλοαστικό μέγαρο.
«Στα μεγαλοαστικά μέγαρα είναι ευδιάκριτα πολλά εισαγόμενα από τη Δύση πρότυπα. Για παράδειγμα, στα μέγαρα υπήρχαν ακόμα και play rooms, όπως ακριβώς στις επαύλεις της Δυτικής Ευρώπης. Στην Τραπεζούντα, την Σαμψούντα, την Κερασούντα και τα άλλα αστικά κέντρα των παράλιων περιοχών του Πόντου τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των μεγαλοαστικών μεγάρων ακολουθούν τα ξένα ρεύματα. Μάλιστα, ο Πόντος πρωτοστατεί στον τομέα αυτό.
Στον αστικό χώρο μέσα από την αρχιτεκτονική των σπιτιών διαχωρίζονται και οι κοινωνικές τάξεις, ενώ, στον αντίποδα, στον αγροτικό χώρο υπήρξε μικρή διαφοροποίηση των τάξεων από τα κτίσματα που διέμεναν οι οικογένειες», λέει η Ελένη Γαβρά.
Το δρανίν και το κρυφό δωμάτιο
Στον αγροτικό χώρο στον Πόντο συνήθως δεν υπάρχουν πλατείες και οι οικισμοί βρίσκονται κυρίως σε τοποθεσίες, όπου θα μπορούν να αμύνονται καλύτερα οι κάτοικοι ή κοντά σε σημεία εξόρυξης (ορυχεία), ώστε να στηρίζεται σε αυτήν τη δραστηριότητα η τοπική οικονομία. Τα δε σπίτια ήταν εκπληκτικής λιθοδομής.
«Είναι γνωστό ότι οι Πόντιοι ήταν πολύ καλοί τεχνίτες. Υπάρχουν εξαιρετικά δείγματα κατοικιών από πυρόλιθο στην Κρώμνη, την Ίμερα και το Σταυρί».
Κατά την Ελένη Γαβρά, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κατοικιών στον αγροτικό χώρο ήταν η κάλυψή τους από οριζόντιο δώμα, το οποίο είχε ένα φωτιστικό φεγγίτη, το δρανίν. Αυτός τοποθετούνταν στη μέση του δώματος, προκειμένου να φεύγει ο καπνός. Ήταν πιο φαρδύς στο κάτω μέρος του και όσο ανέβαινε στένευε. «Ήταν άψογη η αρχιτεκτονική των δωμάτων και οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή τους τοπικά υλικά. Πάνω-κάτω τα ίδια στοιχεία αρχιτεκτονικής ακολούθησαν και μετά τον Ξεριζωμό και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα».
Τέλος, χαρακτηριστικό είναι και το κρυφό δωμάτιο σε σπίτια Κρυπτοχριστιανών. Πρόκειται για χώρο που διαμόρφωναν στα σπίτια τους οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου, προκειμένου να τοποθετούν τις εικόνες τους και να προσεύχονται.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης