Η Τουρκία ξεκίνησε την έμπρακτη αμφισβήτηση στο Αιγαίο το 1973, όταν η Ελλάδα άρχισε τις γεωτρήσεις που θα οδηγούσαν στην εκμετάλλευση του κοιτάσματος του Πρίνου, στη Θάσο. Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς η Άγκυρα παραχώρησε στην τουρκική εταιρεία TRAO 27 άδειες έρευνας για υδρογονάνθρακες σε περιοχές του Αιγαίου που έως τότε θεωρούνταν ότι ανήκαν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Μέχρι τότε δεν είχαμε έμπρακτες αμφισβητήσεις στο Αιγαίο. Ούτε παραχωρήσεις οικοπέδων για έρευνα, ούτε ερευνητικά πλοία, ούτε παραβιάσεις του εναέριου χώρου, ούτε αλιεία μέσα στα χωρικά ύδατα, ούτε θεωρίες για γκρίζες ζώνες και νησιά αμφισβητούμενης κυριαρχίας.
Μετά βέβαια ακολούθησε η έξοδος του ερευνητικού «Τσανταρλί», του «Χόρα», του «Σισμίκ», του «Πίρι Ρέις», του «Τσεσμέ», του «Γιουνούς», του «Μπιλίμ», για να φτάσουμε στο 2020, στις βόλτες που έκανε για 92 ημέρες ανενόχλητο το «Ορούτς Ρέις» στην ελληνική –με βάση το διεθνές δίκαιο, πλην όμως μη οριοθετημένη– υφαλοκρηπίδα νοτίως του Καστελόριζου.
Όταν η Τουρκία κατόρθωσε με τις Συμφωνίες της Βέρνης (1976) και του Νταβός (1988) να «γκριζάρει» ολόκληρο το Αιγαίο όσον αφορά το δικαίωμα στην έρευνα υδρογονανθράκων, θεώρησε ότι εκπλήρωσε έναν εθνικό στόχο που είχε θέσει.
Στη συνέχεια προχώρησε στον επόμενο εθνικό της στόχο, την αποτροπή της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια. Για να τον πετύχει, η Εθνοσυνέλευση με ψήφισμά της εξουσιοδότησε όλες τις τουρκικές κυβερνήσεις στο μέλλον να κηρύξουν τον πόλεμο στην Ελλάδα, σε περίπτωση που αυτή προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών της υδάτων (1995).
Όταν η Τουρκία θεώρησε ότι κατά κάποιον τρόπο πέτυχε και αυτόν τον εθνικό στόχο, αφού η Ελλάδα δίστασε να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, όπως έχει το νόμιμο δικαίωμα να πράξει, προχώρησε στον επόμενο που ήταν η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου.
Έτσι, με βάση εθνικό σχεδιασμό, η Τουρκία προχώρησε στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας επί των Ιμίων, τον Δεκέμβριο του 1995 – Ιανουάριο του 1996, επεκτείνοντας την αμφισβήτηση σε επιπλέον ελληνικά νησιά και βραχονησίδες του Αιγαίου.
Όταν θεώρησε ότι εμπεδώθηκε η θεωρία της για τα 150 νησιά και βραχονησίδες, έθεσε τον επόμενο στόχο, που ήταν η ευθεία αμφισβήτηση της κυριαρχίας νησιών που από την προηγούμενη δεκαετία χαρακτηρίζει ως τουρκικά, ζητώντας μάλιστα την άμεση αποστρατιωτικοποίησή τους.
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, την υπογραφή των μνημονίων και τις ανατροπές που έγιναν συνέβη το εξής: Η κυβέρνηση Ερντογάν πείστηκε ότι η Ελλάδα έχει οδηγηθεί στα πρόθυρα της διάλυσης, ότι η χρεοκοπία της είναι δεδομένη και ότι δεν πρόκειται να ανακάμψει τις επόμενες δεκαετίες.
Αυτή ήταν μια στρατηγική εκτίμηση του τουρκικού κράτους που υιοθέτησαν η τουρκική διπλωματία και οι Τούρκοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, κάτι που μπορεί να το διαπιστώσει κανείς ακόμα και σήμερα στις δηλώσεις τους που αφορούν την Ελλάδα και το εξοπλιστικό της πρόγραμμα.
Με βάση αυτή τη στρατηγική εκτίμηση, και με δεδομένο ότι θεωρούσαν την Ελλάδα ένα «μη κράτος», ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του έκαναν επέκταση των εθνικών στόχων διεκδικώντας το μισό Αιγαίο και ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, με βάση το γελοίο από πλευράς διεθνούς δικαίου δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Σε αυτό στηρίχτηκαν και έπεισαν τα ανδρείκελα της Τρίπολης να υπογράψουν το επίσης γελοίο τουρκολυβικό μνημόνιο.
Σημειώνεται ότι οι βόλτες του «Ορούτς Ρέις» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα επί 92 ημέρες, η παρουσία της τουρκικής φρεγάτας, και οι δύο αντι-Navtex ανατολικά της Κρήτης όπου βρισκόταν το ερευνητικό πλοίο «Nautical Geo», είναι μια προσπάθεια de facto επιβολής του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως η Τουρκία τα υπολόγιζε.
Η Ελλάδα όχι μόνο δεν διαλύθηκε ως κράτος, όπως πίστεψε και συνεχίζει να πιστεύει ο Ερντογάν και οι συν αυτώ, όχι μόνο ανέκαμψε οικονομικά, αλλά μετά το περσινό κάζο με το «Ορούτς Ρέις» αφυπνίστηκε και προχωρά σε σημαντική αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του οπλοστασίου της. (Αναβάθμιση των 83 F-16 σε Viper, προμήθεια 24 Rafale, προμήθεια 3+1 υπερσύγχρονων φρεγατών ανοιχτής θαλάσσης Belharra και προμήθεια 3+1 κορβετών Gowind.)
Με την ολοκλήρωση της παραλαβής των ως άνω οπλικών συστημάτων και με το αξεπέραστο γεωγραφικό πλεονέκτημα των νησιών του Αιγαίου, η Ελλάδα για τα επόμενα 10-20 χρόνια θα έχει τον αεροπορικό και θαλάσσιο έλεγχο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ αποκτά και την επιχειρησιακή δυνατότητα να υποστηρίξει πλήρως την Κύπρο.
Η Τουρκία, αποκλεισμένη από το πρόγραμμα των F-35, με τα F-16 που διαθέτει να έχουν προβλήματα στον εκσυγχρονισμό τους λόγω των κυρώσεων των ΗΠΑ, χωρίς φρεγάτες ανοιχτής θαλάσσης και χωρίς το γεωγραφικό πλεονέκτημα των νησιών του Αιγαίου, κινδυνεύει να χάσει όλα τα πλοία επιφανείας της την ώρα που θα βγαίνουν από τα Δαρδανέλια, από το ναύσταθμο της Φώκαιας, από τον κόλπο της Σμύρνης και από τη Βάση του Ακσάζ.
Όσο για την αντιαεροπορική της άμυνα, πολύ απλά θα πάθει ό,τι έπαθε στην βάση Αλ Βατίγια όπου επιχείρησαν Rafale και ίσως έβαλαν το ηλεκτρονικό τους «χεράκι» οι Belharra.
Οι δε S-400, αν τους χρησιμοποιήσει, είναι εξαιρετικά ευάλωτοι χωρίς προστασία από συστήματα αεροπορικής άμυνας μέσων και χαμηλών υψών.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήρθε και η Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας με τη Γαλλία με τη ρήτρα αμυντικής συνδρομής.
Η Τουρκία έπαθε το κλασικό που παθαίνουν οι χώρες που έχουν αυταρχικά και αυτάρεσκα καθεστώτα. Ο Ερντογάν και οι επιτελείς του είχαν θεωρήσει ότι «τελείωσαν» με την Ελλάδα, ότι η Ελλάδα στην ουσία παραδόθηκε και τώρα αδυνατούν να δεχτούν τη νέα πραγματικότητα που διαγράφεται μπροστά τους.
Εκτός των άλλων, οι Τούρκοι δεν υπολόγισαν και αυτό το… χαοτικό που μας διακρίνει ως κράτος: Ναι δεν διαθέτει συγκεκριμένη εθνική στρατηγική, αλλά όταν νιώσει κίνδυνο βρίσκει τον τρόπο να ανασυντάσσεται και να… αναγεννάται εκ της τέφρας του.
Αντικειμενικά, αν η Ελλάδα κινηθεί με σοβαρότητα πολιτικά πάνω στις ράγες που στρώνουν τα οπλικά συστήματα και η συμφωνία με τη Γαλλία η Τουρκία δεν έχει καμία τύχη.
Έχει αρχίσει να το καταλαβαίνει, γι’ αυτό και η επίσης γελοία δήλωση του εκπροσώπου του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών για τη συμφωνία:
«Οι μαξιμαλιστικές αξιώσεις της Ελλάδας για θαλάσσιες περιοχές δικαιοδοσίας και για εναέριο χώρο είναι αντίθετες με το διεθνές δίκαιο. Είναι ένα κενό όνειρο, ότι η Ελλάδα μπορεί να μας κάνει να αποδεχτούμε αυτούς τους ισχυρισμούς, οι οποίοι αμφισβητούνται επίσης από τη διεθνή κοινότητα, δημιουργώντας διμερείς στρατιωτικές συμμαχίες εναντίον της Τουρκίας, με τρόπο που βλάπτει τη Συμμαχία του ΝΑΤΟ. Τέτοιες μάταιες προσπάθειες θα αυξήσουν περαιτέρω την αποφασιστικότητά μας να προστατεύσουμε τόσο τα δικά μας δικαιώματα όσο και τα δικαιώματα της “ΤΔΒΚ” στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
»Αντί συνεργασίας, η πολιτική εξοπλισμού της Ελλάδας και η προσπάθεια της να απομονώσει και να αποξενώσει την Τουρκία, είναι μια προβληματική πολιτική που θα βλάψει τον εαυτό της και την ΕΕ, της οποίας είναι μέλος, και θα απειλήσει την περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα».
Αν διαβάσει κανείς μέσα από τις γραμμές τη δήλωση θα αντιληφθεί όλα αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά και την έκπληξη της Τουρκίας, ότι τελικά η Ελλάδα δεν παραδόθηκε.
Υπάρχει μόνο μία παράμετρος που πρέπει να προσέξουμε: Όχι εφησυχασμός από τους πολιτικούς γιατί τα οπλικά συστήματα από μόνα τους δεν κάνουν τίποτα, και εθνική ενότητα.
Τα άλλα αφήστε τα στους διπλωμάτες, τους ναυάρχους, τους πτεράρχους και τους στρατηγούς.