Ο Ερντογάν κατάφερε να μας αφυπνίσει. Μας υποχρέωσε να προχωρήσουμε στην αγορά οπλικών συστημάτων, και η Ελλάδα οφείλει να τον ευχαριστήσει για αυτό.
Η προμήθεια των φρεγατών Belharra, αλλά και των μαχητικών Rafale ίσως αποτελεί τη σημαντικότερη των τελευταίων δεκαετιών.
Εδώ ωστόσο υπάρχει ένα ζήτημα. Δεν ξέρουμε πόσοι από τους αναγνώστες έχουν παραστάσεις από χωριά – συνήθως όταν παίρναμε το κάρο, βάζαμε πρώτα το άλογο ή τα βόδια και μετά τοποθετούσαμε το κάρο. Εδώ το κάρο μπαίνει μπροστά από το άλογο ή τα βόδια! Δηλαδή αγοράζουμε οπλικά συστήματα, ενώ δεν είμαστε σίγουροι αν ξέρουμε τι θα τα κάνουμε και πώς θα τα χρησιμοποιήσουμε. Διότι πρέπει να προηγείται το εθνικό σχέδιο, να ακολουθεί η εθνική στρατηγική, η πολιτική εθνικής άμυνας και ασφάλειας και στη συνέχεια, για να εξυπηρετήσουμε όλους αυτούς τους στόχους που τίθενται απ’ τα παραπάνω, να πάρουμε και τα οπλικά συστήματα.
Εδώ, σε αυτή τη χώρα συμβαίνει το εξής περίεργο: η πολιτική ακολουθεί αντί να προηγείται. Όταν οι Τούρκοι επιχείρησαν να εισβάλουν στον Έβρο, αποκτήσαμε μεταναστευτική πολιτική ή, τέλος πάντων, πολιτική αποτροπής, και όταν οι Τούρκοι αλώνιζαν την Ανατολική Μεσόγειο επί 92 μέρες και εμείς τους κοιτούσαμε άπραγοι, και αμήχανοι, και αδύναμοι, τότε ίσως αφυπνίστηκε η κυβέρνηση και το πολιτικό μας σύστημα και είπε: Αυτό δεν πάει άλλο, κάτι πρέπει να κάνουμε.
Όμως, έτσι δεν επιβιώνουν τα κράτη και τα έθνη. Πρέπει να έχουν το εθνικό τους σχέδιο, τη δική τους εθνική στρατηγική και να υποστηρίζουν αυτήν με οπλικά συστήματα.
Ωστόσο, χωρίς να θέλουμε να μπούμε σε λεπτομέρειες τεχνικής φύσεως, η δυνατότητα που αποκτάει η Ελλάδα με τα νέα μαχητικά και τις φρεγάτες, είναι η δυνατότητα του λεγόμενου δικτυοκεντρικού πολέμου. Τα πολεμικά πλοία θα είναι σε θέση να πλήξουν το στόχο χωρίς να το βλέπουν, με βάση τα στοιχεία που θα λαμβάνουν από τα μαχητικά αεροπλάνα. Ναι, πήραμε τα καλύτερα οπλικά συστήματα, πήραμε 3 Αβέρωφ, με τα δεδομένα των Βαλκανικών Πολέμων. Εξετάζοντας τη συμφωνία, λοιπόν, πιστεύουμε ότι μπορεί –το τονίζουμε, μπορεί– να έρθει η στιγμή που θα χαρακτηρίζουμε τη συμφωνία αυτή ιστορική. Ίσως είναι η σημαντικότερη συμφωνία που υπογράφουμε μετά την είσοδο της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ. Και πρέπει να την κρίνουμε σε δύο επίπεδο, γεωπολιτικό και επιχειρησιακό.
Όσον αφορά το πρώτο, έχουμε πληροφορίες ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν κάνει πολλές κινήσεις για να εξασφαλίσουν την προμήθεια των φρεγατών από την Ελλάδα. Θα λέγαμε λοιπόν, ότι αυτή η -ας μας επιτραπεί η έκφραση- καραμπόλα που έγινε με τη συμφωνία AUKUS, έδωσε τη δυνατότητα στην Ελλάδα, με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον, να αποκτήσει ανώδυνα πρότυπα οπλικά συστήματα και να υπογράψει αυτή τη συμφωνία.
Η Naval Group ίσως και να κατέρρεε μετά την ακύρωση της συμφωνίας με την Αυστραλία (και με τη Ρουμανία), εάν δεν έδινε τις Belharra στην Ελλάδα. Άρα ήταν ένα δώρο των Ηνωμένων Πολιτειών για να εξευμενίσουν και να κατευνάσουν την οργή της Γαλλίας.
Εκτιμούμε όμως ότι δεν είναι μόνο αυτό. Κατά την άποψή μας, η συμφωνία αυτή, με τον τρόπο που έγινε, στην ουσία είναι σαν να αναθέτουν οι ΗΠΑ στη Γαλλία και την Ελλάδα το γεωπολιτικό έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, εάν συμβαίνει.
Από την άλλη, αυτή η συμφωνία μπορεί από μόνη της και να μην σημαίνει πολλά πράγματα εάν δεν την επεξεργαστεί και δεν εργαστεί πάνω σε αυτήν πολιτικά η Ελλάδα. Έχουμε μείνει πίσω σε αυτό το ζήτημα. Δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός, σε μια συνέντευξη που έδωσε τις μέρες αυτές, μίλησε για «αμοιβαίες υποχωρήσεις». Όταν υπερεξοπλίζεσαι, όταν γίνεσαι κυρίαρχος –εδώ πηγαίνουμε στο επιχειρησιακό επίπεδο- στον αέρα και στη θάλασσα στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, και όταν ο μόνος που διεκδικεί, είναι η Τουρκία, και ο μόνος που καλείται να χάσει και να υποχωρήσει, είναι η Ελλάδα, από τι θα υποχωρήσει η Τουρκία και μιλάμε για «αμοιβαίες υποχωρήσεις» και στην ουσία προεξοφλούμε ότι θα υποχωρήσουμε εμείς;
Για αυτόν το λόγο, επιμένουμε ότι πρέπει να γίνει πολιτική επεξεργασία αυτής της συμφωνίας και να επανακαθορίσουμε τους στόχους μας, ώστε να είναι χρήσιμα αυτά που παίρνουμε. Αλλιώς θα καταντήσουν παλιοσίδερα, όπως κατήντησαν οι προηγούμενες αγορές: τις είχαμε, δεν τις χρησιμοποιήσαμε σωστά και υποχωρήσαμε σε μια σειρά από μέτωπα απέναντι στην Τουρκία.
Επίσης, σε επιχειρησιακό επίπεδο, με τα Rafale η Τουρκία αποκλείστηκε από τα F-35.
Με βάση την άποψη των ειδικών, στην καλύτερη περίπτωση, έστω κι αν κάποιες χώρες δώσουν στην Τουρκία τα συστήματα που χρειάζεται, βάσει του προγράμματος που τρέχει, για να αναπτυχθεί ένα αεροσκάφος πέμπτης γενιάς, αυτό δεν μπορεί να γίνει νωρίτερα από 10-15 χρόνια. Σε αυτό το διάστημα, η γείτονος χώρα, με τα F-16 της, που είναι πολύ υποδεέστερα από τα Viper της Ελλάδος, θα χάσει το παιχνίδι στον αέρα του Αιγαίου. Εκτός εάν υποχρεωθεί να πάρει έτοιμα αεροσκάφη τέταρτης και πέμπτης γενιάς από τη Ρωσία, κάτι που, μετά και τα S-400, θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα.
Εν κατακλείδι, σε επιχειρησιακό επίπεδο, η Ελλάδα με Viper, Rafale και Belharra πλέον στο δυναμικό της, ισχυροποιείται, αποκτά τον έλεγχο του εναέριου χώρου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και του θαλάσσιου χώρου κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο, και αυτό απαιτεί, επαναλαμβάνουμε, πολιτική εκμετάλλευση από πλευράς της πατρίδας μας.
Εάν εργαστούμε πολιτικά πάνω στη συμφωνία, υπάρχει δυνατότητα αυτή η μέρα της 28ης Σεπτεμβρίου 2021 να χαρακτηριστεί ημέρα ιστορική για την Ελλάδα.