Γεννήθηκε σαν σήμερα, 12 Οκτωβρίου 1937, επτά χρόνια πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς. Και ήταν μία επέτειος που η Μάρθα Βούρτση ανέφερε συχνά, γιατί αισθανόταν πολύ περήφανη. (Ασχέτως που μετά δεν έκρυβε την πικρία της για τη χώρα και πού είχε οδηγηθεί τα τελευταία χρόνια.)
«Δεν διαμαρτύρομαι γιατί αφαιρέσανε τα λεφτά από την τσέπη μου, αλλά γιατί η χώρα μου έχει γίνει ξεφτίλα», δήλωσε σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις της, στη Σμαράγδα Μιχαλιτσιάνου.
Αυλαία και πάμε
Η κόρη του μαέστρου Μιχάλη Βούρτση –που ήταν ένας εκ των ιδρυτών της Λυρικής Σκηνής– μεγάλωσε σε δύσκολα για τη χώρα χρόνια, αλλά με φροντίδα και τέχνη. Και με μαθήματα πιάνου. Η ζωγράφος μητέρα της και η αυστηρή ρωσική ανατροφή (οι δικοί της ήρθαν από την Οδησσό) συντέλεσαν στη διαμόρφωση της κουλτούρας αλλά και της προσωπικότητάς της.
Και θα την οδήγησαν σε ό,τι πιο πρωτοποριακό συνέβαινε τότε στο ελληνικό θέατρο: Στον Κάρολο Κουν. Το 1957 έκανε το ντεμπούτο της στον Πλούτο του Αριστοφάνη. Αλλά ο κινηματογράφος καραδοκούσε.
«Εγώ είμαι της βιοτεχνίας. Η Αλίκη ήταν της βιομηχανίας»
Νέα, ταλαντούχα, όμορφη, αλλά χωρίς το φιζίκ –και το κόλλημα, όπως αποδείχθηκε– της ενζενί. Επιτέλους, μία νεαρή ρολίστρια.
Και η αρχή έγινε με ταινιάρα και ρολάρα: Η Τούλα στα Κίτρινα γάντια, η οποία γίνεται κωμική χωρίς να καταφεύγει σε μούτες και τσαχπινιές.
https://www.youtube.com/watch?v=lkp69vcX86w
Αλλά και στον Σκληρό άντρα που έρχεται λίγο μετά φαίνεται η υπόγεια κωμικότητά της.
Από την άλλη, στο ξεχασμένο Ραντεβού της Κυριακής κλέβει την παράσταση στον δραματικό ρόλο μιας αδίστακτης γυναίκας, χωρίς να καταφεύγει στο στράβωμα των ματιών ή στο δάγκωμα των χειλιών.
Και κάπου εκεί εμφανίζεται το τόσο άδικα περιφρονημένο λαϊκό μελό. Και ξεκινά με τον Ερρίκο Θαλασσινό στο Ορφανή στα ξένα χέρια. Και σιγά-σιγά, ταινία την ταινία, η Μάρθα Βούρτση γίνεται η βασίλισσα του είδους.
Όχι, δεν ήταν σπουδαίες ταινίες, γι’ αυτό και στην πορεία ξεχάστηκαν. Εκείνη όμως έμεινε.
Γιατί ήταν η καλύτερη, και γιατί ακόμα και σε μικρές, ταπεινές ταινίες που αρκετές φορές δεν βρήκαν καν τον δρόμο για την πρώτη προβολή το ταλέντο δεν κρυβόταν.
Και γνωρίζοντας πού παίζει τίμησε αυτό που της πρότειναν. «Έκλαιγα όταν πληρωνόμουν» δήλωσε πολλά χρόνια αργότερα.
Διαθέτοντας και σωστή φωνή, ερμήνευσε και αρκετά λαϊκά τραγούδια της εποχής:
https://www.youtube.com/watch?v=E80MfJPdldw
Και όταν την ξαναφώναξαν στη «Φίνος φιλμ» για μελό την φώναξαν, το Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα:
«Εγώ ήμουν της βιοτεχνίας. Η Αλίκη ήταν της βιομηχανίας», είπε το 1988 σε συνέντευξή της κάνοντας και πλάκα με τους ρόλους που υποδύθηκε.
Και μπορεί το κοινό στο σινεμά να έβλεπε Το φυλαχτό της μάνας ή τη Μάρθα, τη γυναίκα του πόνου, όμως το θεατρικό κοινό έβλεπε μία άλλη. Η Μάρθα Βούρτση συνεργαζόταν με μερικές από τις ποιοτικότερες θεατρικές σκηνές της εποχής (Κυκλικό Θέατρο του Λεωνίδα Τριβιζά, Πορεία του Αλέξη Δαμιανού, Μεταλλείο του Τίτου Βανδή, Θίασος Έλλης Λαμπέτη).
Το ρώσικο πείσμα, το μυαλό αλλά και η αισθητική που την διέκριναν, λειτούργησαν. Και όταν το οικοδόμημα του ελληνικού σινεμά κατέρρευσε, η Μάρθα Βούρτση δεν έσβησε, αλλά παρέμεινε αυτό που γνώριζαν οι άνθρωποι του χώρου: Μία σπουδαία ρολίστρια, μία μεγάλη ηθοποιός.
Μα τι κωμίκα είναι αυτή;
1981. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη ανέβασε το παιδικό μιούζικαλ Άννι. Και η Μάρθα Βούρτση έκλεψε την παράσταση ως αλκοολική, φιλήδονη και ολίγον αδίστακτη, Μις Χάνιγκαν. Η διευθύντρια του ορφανοτροφείου.
Είναι η ίδια γυναίκα που μια δεκαετία έκανε τις λαϊκές συνοικίες να «μουλιάζουν» στο κλάμα. Και είναι η ίδια ηθοποιός που το 1987, μετά το θάνατο του δασκάλου της Καρόλου Κουν, ενώθηκε με συναδέλφους της γενιάς της, αλλά και νεότερους, για μία μοναδική παράσταση. Τα Θεϊκά λόγια εγκαινίασαν τη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης στη Φρυνίχου.
Είναι η ίδια ηθοποιός που στα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης «κέντησε» σε ρόλο μητέρας σε κωμωδίες.
Και η νέα γενιά, που δεν γνώρισε τα μελό της, τη λάτρεψε και την εκτίμησε ως μία από τις καλύτερες κωμικούς. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, έκανε ό,τι στα χρόνια του κινηματογράφου: Μπορεί στην τηλεόραση να είχε ρόλο στις Θανάσιμες πεθερές, αλλά στο θέατρο έπαιζε στο Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια.
Ο άντρας της ζωής της
To 1965 στα γυρίσματα του Είμαι μία δυστυχισμένη η Μάρθα Βούρτση γνώρισε την… ευτυχία. Και συγκεκριμένα τον Ξενοφώντα Φιλέρη. Ο σπουδαίος ποιητής και στιχουργός τότε δούλευε ως μακιγιέρ στο φιλμ.
Και προέκυψε έρωτας που κράτησε για σχεδόν μισό αιώνα, αφού τους χώρισε μόνο ο θάνατος του, το 2014.
Έζησαν αλλά και δημιούργησαν μαζί. Συγκεκριμένα ίδρυσαν, μεταξύ άλλων, την εταιρεία παραγωγής «Μάρθα φιλμ» μέσω της οποίας έκαναν πέντε ταινίες. Αλλά ως άνθρωποι που δεν τα πήγαιναν καλά με τα οικονομικά, το 1967 η εταιρεία έκλεισε.
https://www.youtube.com/watch?v=lv1AhNL0tAg&t=493s
Ξέχωρα όμως από τα επιχειρηματικά τους, η ηθοποιός και ο άνθρωπος που εκτός από μοναδικά τραγούδια είχε γράψει το σπουδαίο –και αυτοβιογραφικό– βιβλίο Οι σαλταδόροι του Βύρωνα έζησαν μια ζωή κυριολεκτικά κοινή.
Γι’ αυτό και ο χαμός του την απομόνωσε απ’ όλους και απ’ όλα. Σίγουρα η Μάρθα Βούρτση δεν είναι γυναίκα που ζει αναπολώντας το παρελθόν. Έχει γνώση, συναίσθηση, ενημερώνεται, διαβάζει. Απλά έχει κατεβάσει την αυλαία και έχει αφήσει πίσω της την ιστορία και το μύθο της.
Σπύρος Δευτεραίος