Σε παλαιότερα άρθρα μου εδώ και χρόνια είχα προτείνει στους αναγνώστες τρία σπουδαία μυθιστορήματα δυστοπίας: Το Brave new world του Άλντους Χάξλεϊ (1932), το 1984 του Τζορτζ Όργουελ (1949) και το Atlas Shrugged της Άιν Ραντ (1953).
Ήθελα να προετοιμαστείτε. Μια νέα μορφή ολοκληρωτισμού πλησίαζε έρποντας. Τώρα είν’ εδώ. Παραλογισμός, προπαγάνδα κι εξουσιαστικά παραληρήματα; Καιρός για αληθινή ποίηση!
Γι’ αυτό σας δίνω εδώ την ποιητική μετάφραση που έκανα σε τρία τραγούδια που περιέχονται στο περίφημο άλμπουμ των Pink Floyd The wall (1979). Οι στίχοι του σπουδαίου Ρότζερ Γουότερς ταιριάζουν κουτί στην εποχή μας.
Μητέρα
Μάνα λες πως θ’ αμολήσουν την ατομική να πέσει;
Μάνα αυτό μου το τραγούδι, λες θα τους αρέσει;
Μάνα λες πως θα το επιδιώξουν, τα συκώτια να μου πρήξουν;
Μάνα τι λες, λες να πρέπει, κανάν τοίχο να σηκώσω;
Μάνα, αν για πρόεδρος κατέβω, λες να ψηφιστώ;
Μάνα λες αξίζει τούτες ‘δώ τις κυβερνήσεις να εμπιστευτώ;
Μάνα λες θα έρθει και για εμέ φύλλο πορείας για την πρώτη τη γραμμή;
Ωωωω… Είναι άραγ’ όλ’ αυτά μοναχά χάσιμο χρόνου;
Σώπασε μωρό μου τώρα, σώπα τώρα μη μου κλαις.
Η μανούλα θα φροντίσει, όλους σου τους εφιάλτες τώρ’ αληθινούς να κάνει.
Η μανούλα θα φροντίσει, τις δικές της τις φοβίες και σ’ εσέ να τις φυτέψει.
Η μανούλα δεν σ’ αφήνει∙ κάτω απ’ τη φτερούγα της, εδώ δα θα σε κρατά.
Το πουλάκι η μανούλα να πετάξει δεν θ’ αφήσει∙ μα μπορεί να του επιτρέψει, που και που να τραγουδά.
Η μαμά θα το κρατάει στη δική της την αγκάλη κουρνιασμένο και ζεστό.
Ωωωω… μωρό μου… Ωωωω… μωρό μου… Ωωωω… μωρό μου…
Φυσικά και η μανούλα το μωρό της θα βοηθήσει τοίχο αψηλό να χτίσει.
Μάνα λες αυτή να είναι αρκετά καλή… για μένα;
Μάνα λες αυτή τελικά ν’ αποδειχτεί επικίνδυνη… για μένα;
Μάνα τι λες, να είν’ αυτή, το μικρό σου το παιδί που θα το καταρρακώσει;
Ωωωω, μάνα, λες πως τούτ’ εδώ την καρδιά μου θα ματώσει;
Σώπασε μωρό μου τώρα, σώπα τώρα μη μου κλαις.
Η μαμά θα τις τσεκάρει όλες σου τις φιλενάδες.
Η μαμά δεν θα αφήσει∙ ότι σκάρτο δεν περνάει, από ‘μέ θα βρει μπελάδες.
Η μαμά θα είν’ στο πόδι όλη νύχτα θα αναμένει το παιδί να ‘ρθεί στο σπίτι.
Η μαμά θ’ ανακαλύπτει πάντοτε που τριγυρνούσες με τον κάθ’ έναν αλήτη.
Η μαμά θα το ‘χει πάντα υγιές και παστρικό το δικό της το μωρό – δεν κουράζεται, δεν πλήττει.
Ωωωω… μωρό μου… Ωωωω… μωρό μου… Ωωωω… μωρό μου…
για πάντα, για πάντα θα σε βλέπω σαν μωρό.
Μάνα χρειαζόταν να τον χτίσουμε τόσο ψηλό;
Έι, εσύ!
Έι, εσύ! Έξω στέκεσαι στο κρύο, πουθενά δεν πας,
η μοναξιά σου μεγαλώνει και απλώς γερνάς.
Νιώθεις την παρουσία μου;
Έι εσύ! Ξεροσταλιάζεις στους διαδρόμους…
Τα ψεύτικα χαμόγελα στο στόμα σου αργοσβήνουν∙ τα πόδια σου τ’ ανήσυχα ταξίδια θεν και δρόμους.
Νιώθεις την παρουσία μου;
Έι, εσύ! Μην τους βοηθάς, μην τους βοηθάς να θάψουνε το φως,
κοίταξε μην υποκύψεις δίχως μάχη και αγώνα – να σταθείς ορθός.
Έι, εσύ! Στέκεις εκεί πέρα έξω, στέκεις μοναχός,
δίπλα απ’ το τηλέφωνο κάθεσαι γυμνός.
Θα μπορούσες να μ’ αγγίξεις;
Έι, εσύ! Με τ’ αυτί σου κολλημένο ‘πά στον τοίχο,
περιμένεις για ν’ ακούσεις κάποιον να περνά, για να τον φωνάξεις.
Θα μπορούσες να μ’ αγγίξεις;
Έι, εσύ! Θες να βάλεις ένα χέρι, τούτο το βαρύ νταμάρι να το κουβαλήσω;
Άνοιξε μου την καρδιά σου∙ ήδη έχω ξεκινήσει, σπίτι να γυρίσω.
Μα όλ’ αυτά της φαντασίας του αποδείχτηκαν παιχνίδια.
Ο τοίχος ήταν αψηλός πολύ,
τον βλέπεις άλλωστε κι εσύ.
Όσο σκληρά κι αν προσπαθεί,
να αποδράσει δεν μπορεί.
Κι αρχινήσαν τα σκουλήκια να του τρώνε το μυαλό.
Έι, εσύ! Συ που στέκεσαι στον δρόμο
και πειθήνιος είσαι πάντα – ό,τι αυτοί σου παραγγέλνουν, το περνάς εσύ για νόμο.
Μήπως θα μπορούσες, λέω, μια βοήθεια να μου δώσεις;
Έι, εσύ! Πέρα στέκεσαι απ’ τον τοίχο,
και στο διάδρομο εκτοξεύεις με μανία τα μπουκάλια – άραγε σε ποιον τον στέλνεις του σπασίματος τον ήχο;
Μήπως θα μπορούσες, λέω, μια βοήθεια να μου δώσεις;
Έι, εσύ! Μην τολμήσεις να μου πεις πως μας σώθηκ’ η ελπίδα – στ’ όνειρο δεν θ’ αποτύχω.
Ενωμένοι θα σταθούμε, διχασμένοι θα χαθούμε – δεν τον έχεις ξανακούσει τούτον τον σπουδαίο στίχο;
Οι πιο ευτυχισμένες ημέρες της ζωής μας
Εσύ! Ναι εσύ! Στάσου ακίνητος νεαρέ!
Σαν μεγαλώσαμ’ αρκετά και πήγαμε σχολείο,
ήτανε κάποιοι δάσκαλοι που το ‘χανε συνήθειο,
να τα πληγώνουν τα παιδιά μ΄ ό,τι τρόπο μπορούσαν.
Πικρή χολή ξεχύνανε με χλευασμό περίσσιο για ό,τι πράγμα κάναμε.
Κάθε αδυναμία μας τη βγάζανε στη φόρα,
όσο κι αν κάθ’ ένα παιδί πάσχιζε να την κρύψει.
Έλα μου όμως που ‘τανε παντού γνωστό στην πόλη,
πως σπίτι όταν γύριζαν σαν έπεφτε η νύχτα,
ψυχοπαθείς, παχύσαρκες σύζυγοι περιμέναν, σκουπίδια να τους κάνουνε∙
και τόσο τους πικραίνονταν, να πέσουν να πεθάνουν.