Από την αραβική λέξη djassous που σημαίνει τον κατάσκοπο προέρχεται η λέξη τζαζού (και τσαζούγαρη) της ποντιακής διαλέκτου. Με αυτή τη μορφή απαντάται στα γλωσσικά ιδιώματα της Κερασούντας, των Κοτυώρων, της Σάντας και της Χαλδίας. Στο γλωσσικό ιδίωμα της Τραπεζούντας απαντάται και ως τζαζή.
Στη διάλεκτο του Πόντου σημαίνει τη ραδιούργα και διπρόσωπη γυναίκα.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, σημαίνει ακόμα τη δαιμονική εκείνη μορφή που έπνιγε τα βρέφη.
Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις:
- «Ασ΄ σην τζαζούν π΄ εφογώθεν μωρόν ΄κι εστάθεν ατέν», δηλαδή αυτή που φοβήθηκε από την τζαζού, δεν μπόρεσε ν΄ αποκτήσει παιδί. Η φράση λεγόταν για όσους από φόβο αποτυχίας ή κινδύνου δεν επιχειρούσαν κάτι σοβαρό.
- «Α σα τζαζουλούχα ομμάτ΄ ΄κι ανοίει», δηλαδή από τις ραδιουργίες της δεν ανοίγει μάτι.
- «Ασ΄ σα τζαζουλούχα τ΄ς τα πολλά εποίκεν τον κόσμον τ΄ απάν αφ΄κά», δηλαδή με τη διπρόσωπη συμπεριφορά της τους έκανε όλους άνω κάτω).