Ο Κώστας Ζιάρας γεννήθηκε στον Πεντάλοφο Κοζάνης, το 1942. Στον εμφύλιο, καθώς η οικογένεια της μητέρας του ήταν με τον Δημοκρατικό Στρατό, αναγκάστηκε, όταν ήταν μόλις πέντε χρονών να φύγει. Μετά από ένα χρόνο στην Αλβανία, οχτώ χρόνια στη Ρουμανία και ένα μακρύ ταξίδι για την Τασκένδη, βρέθηκε ξανά με τη μητέρα του, αλλά μακριά από την Ελλάδα.
Το pontosnews.gr δημοσίευσε χθες το πρώτο μέρος της πολυτάραχης ζωής του και σήμερα ακολουθεί το δεύτερο.
Η ζωή στην Τασκένδη
Στην πολιτεία που έμενε είχε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε μηχανές για βαμβάκι. Ο πατριός του και η μητέρα του εκεί δούλευαν στην αρχή.
«Μόλις φτάσαμε εκεί πέρα, γρι ρώσικα δεν ήξερα. Έτσι από την έκτη τάξη, που είχαμε τελειώσει, μας πήγαν στην τέταρτη. Εκεί εγώ ήμουν άσος και με πήγαν, την επόμενη χρονιά, στην έβδομη τάξη, αλλά ήταν πολύ δύσκολο, γιατί σε ένα χρόνο θα μάθεις ρωσικά; Δεν μαθαίνονται!
»Με φώναζαν στον πίνακα να πω μάθημα και δεν μπορούσα, έλεγα μισά ρουμάνικα, μισά ελληνικά. Στα μαθηματικά όμως ήμουν καλός. Οι Ρώσοι μάθαιναν δεύτερη γλώσσα τα αγγλικά και εμείς τα ελληνικά, τα οποία εγώ ήξερα.
»Μαζί με τη μάθηση, μας έστελναν στη συγκομιδή βαμβακιού. Οι Ουζμπέκοι ήταν τεμπέληδες, δεν πήγαιναν, έστελναν εμάς τους φοιτητές και τους μεγαλύτερους μαθητές.
»Δεν είχαν οργάνωση, δεν μας έδιναν ένα σπίτι να μένουμε. Μας είχαν βάλει σε έναν αχυρώνα, μας έριξαν χόρτα, έδιωξαν τα γαϊδούρια και έβαλαν εμάς. Να κουβαλάμε τα παπλώματα, το ένα, το άλλο… Μαζεύαμε μες στο κρύο.
»Μας έστελναν, να μαζέψουμε ότι δεν είχαν μαζέψει οι μηχανές, τα υπολείμματα και αυτά που δεν είχαν ανοίξει ακόμα. Ήταν Οκτώβρης, Νοέμβρης μήνας και έκανε πολύ κρύο, μέχρι μείον 30 βαθμούς Κελσίου. Δεν ξεχώριζες αν ήταν βαμβάκι ή χιόνι.
»Θυμάμαι τα χέρια από το κρύο άνοιγαν, γέμιζαν αίματα. Γάντια δεν μας έδιναν, δεν μπορείς να μαζέψεις το βαμβάκι με γάντι.
»Μας τάιζαν ό,τι είχαν. Έπαιρναν νερό από το αυλάκι, με τα βατράχια. Είχαμε μία μικρή βρύση, αλλά μες στο κρύο πώς να πας; Έπλενα γρήγορα το πρόσωπο μου και έτρεχα πίσω. Και μετά άντε ξανά μες στις λάσπες, αφού ή έβρεχε ή παγωνιά έκανε. Και στο τέλος 5 με 6 κιλά μαζεύαμε.
»Έτσι τελειώσαμε το σχολείο και κάναμε μία έξτρα τάξη, σαν πρακτική σε εργοστάσιο. Εκεί μάθαμε μονταδόροι. Πήρα και την ειδικότητα».
Από το 1955 μετά από τα γεγονότα της Τασκένδης, οι Έλληνες εκεί είχαν χωριστεί σε Ζαχαριαδικούς και Μαύρους/ Χρουστσοφικούς, όπως λέει.
«Εμείς ήμασταν Ζαχαριαδικοί», μας λέει. «Και έπρεπε εγώ να δώσω εξετάσεις σαν Ρώσος. Οι Έλληνες που ήταν με τους Μαύρους, περνούσαν με μόρια και δεν χρειάζονταν πολλά μόρια. Σε αυτούς απλά διάβαζαν ένα κείμενο και το έγραφαν στα ρωσικά, ενώ εγώ αναγκάστηκα να γράψω ολόκληρο λογοτεχνικό άρθρο. Νόμιζαν ότι είμαι από τις βαλτικές χώρες, γιατί τα επίθετα μας μοιάζουν με εκείνων των χωρών, τελειώνουν σε σίγμα. Εγώ ήμουν και ξανθός, οπότε έμοιαζα. Ούτε το σκέφτηκαν ότι είμαι Έλληνας.
»Τελικά έδωσα εξετάσεις, πέρασα και σπούδασα πεντέμισι χρόνια, τηλεπικοινωνίες. Διοριζόσουν αμέσως. Αρχικά ήταν να με στείλουν στα σύνορα με το Τατζικιστάν, αλλά εκεί απαγορευόταν να πάει Έλληνας και τελικά κατάλαβαν ότι και εγώ ήμουν Έλληνας, μετά από εφτά χρόνια.
»Με ρώτησαν τι διαβατήριο έχω, το οποίο έγραφε ότι ήμουν πολιτικός πρόσφυγας και μου είπαν ότι εκεί απαγορεύεται να πάω. Είναι χώρος με πολλά μυστικά και δεν μπορούν να πάνε ξένοι. Έτσι έμεινα στην Τασκένδη».
Έκανε πολλές δουλείες. Δούλεψε αργότερα σε αυτοματισμούς, αλλά και ένα χρόνο στην κρατική τηλεόραση. Κάποια στιγμή, όμως, μετά το 1970 άρχισαν πολλοί να γυρνάνε πίσω στην Ελλάδα.
Η επιστροφή στην Ελλάδα
Για πολλούς Έλληνες που είχαν φύγει ως πολιτικοί πρόσφυγες, η επιστροφή στην πατρίδα αποτελούσε μεγάλο όνειρο και μετά τη μεταπολίτευση, που μπορούσαν να γυρίσουν, συνεπαρμένοι από τη νοσταλγία, πολλοί πήραν τον μακρύ αυτό δρόμο.
«Εμείς ήμασταν από τους τελευταίους που φύγαμε, το 1981. Ξεκίνησα να δουλεύω σε εργοστάσια στο Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Και σαν εργάτης δούλευα και όπου χρειαζόταν, γιατί αν μπεις σε εργοστάσιο, αυτοί σε βάζουν σε όποια θέση έχει κενό, σε στέλνουν σε διάφορα μέρη.
»Δεν είχα αναγνωρισμένο το δίπλωμα, να τους το δείξω να με πληρώνουν ως μηχανικό. Το 1989 αναγνωρίστηκε τελικά, σχεδόν δέκα χρόνια αφότου ήρθαμε, αλλά ήταν αργά.
»Οι άνθρωποι εκεί ήταν του χρήματος και κοιτούσαν πώς να βγάλουν ό,τι περισσότερο από εσένα μπορούσαν.
»Ερχόταν η επιθεώρηση εργασίας στο εργοστάσιο και δεν μιλούσε κανένας. Μας ρωτούσε: “Πως περνάτε; Σας δίνουν γάντια; Σας δίνουν φαγητό;” και όλοι έλεγαν: “Ναι, ναι μας δίνουν”. Εγώ τους έλεγα: “Τίποτα δεν μας δίνουν, ούτε γάντια, ούτε τίποτα”.
»Είχαμε ένα σωρό άτομα από Αλβανία και μόλις ερχόταν η επιθεώρηση, τους έκρυβαν κάτω, στα υπόγεια, να μην τους δουν.
»Ερχόταν ο εργοδότης και μου έλεγε: “Μην λες βρε Κώστα. Αυτοί θα πληρωθούν, θα τους δώσω λεφτά και θα σηκωθούν να φύγουν”. Αυτοί από την επιθεώρηση για τη μίζα ενδιαφέρονταν, όχι για να δουν τις πραγματικές συνθήκες. Τότε ήμασταν 14 εργοστάσια. Εκεί δούλεψα 20 χρόνια.
»Η μεγάλη βοήθεια από το ελληνικό κράτος, όταν ήρθαμε είναι ότι μας έδωσαν 1.500 δραχμές. Τα νοίκια ήταν 8.000 δραχμές.
»Η σύζυγός μου δούλευε σε υπουργείο στην Τασκένδη, αλλά εδώ δεν μπορούσε να βρει δουλεία, έτσι και εγώ αναγκάστηκα να δουλεύω από την αρχή και δεν μπορούσα να ψάξω για κάτι καλύτερο.
»Όταν τελικά βγήκα στη σύνταξη, πάλι είχαμε θέματα αναγνώρισης. Εκεί είχα δουλέψει 14 χρόνια, αλλά εδώ αναγνωρίστηκαν μόνο τα πέντε. Σε όλους που ήμασταν κάτω των 50 ετών, μόνο πέντε μας αναγνώρισαν. Είχαν έρθει πολλοί με λίγα ή και καθόλου ένσημα και πήραν τα δικά μας, για να πάρουν σύνταξη».
Η προσαρμογή στην αρχή ήταν δύσκολη.
«Νοσταλγούσα την πατρίδα, αλλά νόμιζα ότι θα ήταν διαφορετικά. Πολλοί που είχαν έρθει πιο πριν, βολεύονταν σε θέσεις και τους φαινόταν καλύτερα. Στην Ελλάδα ήρθαν άτομα που εγώ τους έκανα μαθήματα στην Τασκένδη και έγιναν γιατροί.
»Ένας από τους γιατρούς, είχε ένα ξάδερφο, που ήταν αναμειγμένος με τα μεσογειακά προγράμματα, τότε που είχαν έρθει χρήματα στην Ελλάδα. Θα γινόταν ένας σταθμός στις δυτικές συνοικίες Θεσσαλονίκης, που θα λεγόταν “Ένατο Κύμα”. Εμείς πήγαμε ως τεχνικοί.
»Ολοκληρώσαμε το έργο, δεν μας πλήρωσαν ποτέ και την επόμενη μέρα της ολοκλήρωσης έκλεισε. Έτσι γύρισα πάλι στο εργοστάσιο».
Σήμερα, μετά από μία ζωή γεμάτη αλλαγές και περιπέτειες, ο Κώστας Ζιάρας ζει, μαζί με την ιστορία του στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης.
Ερμιόνη Βλαχίδου