Στο βιβλίο Αμερικανοτουρκικές σχέσεις: Θεωρία Συμμαχιών και Γεωπολιτική Συνεκτίμηση είχε εγκαίρως επισημανθεί ότι οι ΗΠΑ κατά τα τελευταία έτη έχουν μετακυλήσει το επιχειρησιακό βάρος τους στην περιοχή του Ινδοειρηνικού, ενώ τούτο καταδεικνύεται με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο μέσω της πρόσφατης συμφωνίας των αγγλοσαξονικών δυνάμεων (AUKUS).
Όπως είχε τονιστεί, με αναφορά σε δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Άμυνας επί κυβέρνησης Μπαράκ Ομπάμα:
«Η ανάδυση της Κίνας έχει στρέψει το αμερικανικό ενδιαφέρον στον Ειρηνικό και στην Ανατολική Ασία με αποτέλεσμα να προκύπτει η ανάγκη αποδέσμευσης συντελεστών ισχύος από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ώστε να σταλούν στη συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη. Αυτό κατέστη ευκρινές κατά την ανάληψη της ηγεσίας των ΗΠΑ από τον Μπαράκ Ομπάμα.
»Ο Αμερικανός υπουργός άμυνας Λεόν Πανέτα δήλωνε χαρακτηριστικά ότι η αναλογία 50-50 όσον αφορά τις ναυτικές δυνάμεις στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό μεταλλάσσεται σταδιακά με τελικό στόχο την αναλογία 40-60. Παράλληλα, το έγγραφο περί “στρατηγικού οδικού χάρτη” του υπουργείου Άμυνας τον Ιανουάριο του 2012 αναφερόταν σε “αμερικανικά συμφέροντα σε επίπεδο οικονομίας και ασφάλειας”, τα οποία είναι “αδιαμφισβήτητα ταυτισμένα με τις εξελίξεις σε μία περιοχή εκτεινόμενη από το Δυτικό Ειρηνικό και την Ανατολική Ασία έως την περιοχή του Ινδικού Ωκεανού και τη Νότια Ασία”».
Κατά συνέπεια, η πορεία ήταν τρόπον τινά προβλέψιμη, ενώ την είχε περιγράψει και ο Τζον Τζ. Μερσχάιμερ ήδη από το 2001, εντός του βιβλίου του Η Τραγωδία της Πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων.
Αργά ή γρήγορα θα ζούσαμε και πάλι ένα νέο πλανητικό ανταγωνισμό, καθώς η ισχυροποίηση της Κίνας θα έθετε τις ΗΠΑ προ νέων προκλήσεων και διλημμάτων ασφαλείας, ενώ η «συνταγή» είναι η κλασική της κυκλωτικής ανασχετικής στρατηγικής με στόχο τη δημιουργία συνθηκών ασφυξίας, όπως συνέβη και στην περίπτωση της ΕΣΣΔ.
Και με τον Ατλαντικό, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή τι θα συμβεί; Όπως έχει πολλάκις υπογραμμιστεί, οι ΗΠΑ δεν αποσύρουν το ενδιαφέρον τους από τον ατλαντικό χώρο και γι’ αυτό διατηρούν και το ΝΑΤΟ, αλλά μετακυλούν το επιχειρησιακό βάρος τους στον Ινδοειρηνικό στο πλαίσιο μιας στρατηγικής εξισορρόπησης της Κίνας.
Το αδιάληπτο ενδιαφέρον τους για την Ευρώπη έγκειται στο γεγονός ότι δεν επιθυμούν την υπερίσχυση κανενός ηγεμονικού δρώντα είτε στη Δυτική Ευρώπη είτε στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Αντ’ αυτού προτιμούν έναν ισχυρό συμπαίκτη στην περιοχή από την οποία αποσύρονται επιχειρησιακά, αλλά όχι ισχυρό σε βαθμό που θα καταστεί πλέον ανεξέλεγκτος και στρατηγικά ανεξάρτητος. Γι’ αυτό το λόγο, επί παραδείγματι, δυσκολεύονται να τιμωρήσουν με τρόπο αποφασιστικό την Τουρκία, αλλά την ίδια στιγμή αντιδρούν στη στρατηγική αυτονόμησή της μέσω των συνεργατικών πολιτικών της με τη Ρωσία (βλ. S-400, πυρηνικό πρόγραμμα, διπλωματία των αγωγών).
Η εν λόγω γεωστρατηγική επιλογή δεν είναι πρωτόγνωρη. Η εύρεση κομβικών κρατών τα οποία θα δύναντο να διαδραματίσουν ρόλο περιφερειακών τοποτηρητών είναι διαχρονικό διακύβευμα για τις ΗΠΑ, ασχέτως αν πλέον γίνεται επιτακτικό ελέω της σινικής ανόδου.
Το «δόγμα Νίξον» συνιστούσε μια τέτοια περίπτωση, όταν ο εν λόγω Αμερικανός πρόεδρος έθεσε ως προτεραιότητα τη μετακύλιση των βαρών της πλανητικής παρουσίας των ΗΠΑ σε σημαντικούς συμμάχους τους. Αφορμή υπήρξε τότε η τραγική εμπειρία της Ουάσινγκτον από τον Πόλεμο του Βιετνάμ.
Σήμερα δεν μιλάμε πια για κάποιο «ψυχολογικό τραύμα», αλλά για στρατηγική αναγκαιότητα, γεγονός που δείχνει ότι οι «μικροί εταίροι» του αγγλοσαξονικού συστήματος ασφαλείας, όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να αναζητήσουν διεξόδους προς διεύρυνση της αυτοβοήθειάς τους.
Η Τουρκία προτάσσει εαυτόν ως δρων, ο οποίος θέλει και μπορεί να εξυπηρετήσει τους γεωστρατηγικούς στόχους των ΗΠΑ, αλλά συγκρούεται παράλληλα μαζί τους κατά τη σκιαγράφηση των όρων αυτής της νέας εταιρικής σχέσης.
Προς τούτο, η χώρα μας οφείλει να αναζητήσει στηρίγματα που θα αυξήσουν το κόστος προς το προκείμενο αγγλοσαξονικό σύστημα ασφαλείας, σε περίπτωση που δεν ληφθούν υπόψη τα συμφέροντά της χάριν του προσεταιρισμού της Τουρκίας.