Ο Κώστας Ζιάρας είναι ένα παιδί του πολέμου, αφού κυριολεκτικά γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο. Συγκεκριμένα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο ακολούθησε ο εμφύλιος.
Τότε, καθώς η πλευρά της μητέρας του ήταν με τον ΕΛΑΣ και στη συνέχεια με τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος, μόλις στα πέντε του αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα.
Περνώντας από Αλβανία, Ρουμανία και Τασκένδη και μαθαίνοντας τουλάχιστον άλλες τρεις γλώσσες, η ζωή του επέτρεψε να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα το 1981 και πλέον έχει μία συναρπαστική ιστορία να διηγηθεί.
Τα πρώτα χρόνια
Στην Κοζάνη, στα Γρεβενά και στις γύρω περιοχές, λόγω των βουνών, το αντάρτικο είχα αναπτυχθεί βαθιά, με πολλά μέλη του ΕΛΑΣ να δρουν εκεί.
Όπως μας περιγράφει ο ίδιος, ο οποίος γεννήθηκε το 1942 στον Πεντάλοφο Κοζάνης, οι πρώτες του αναμνήσεις ήταν από τους συχνούς βομβαρδισμούς των Γερμανών και των Ιταλών εναντίον των ΕΛΑΣιτών (των μαχητών του ΕΛΑΣ).
«Η οικογένεια της μαμάς μου ήταν αριστεροί, στον ΕΛΑΣ. Έρχονταν τακτικά τα αποσπάσματα των ΠΑΟτζίδων και των συνεργατών των Γερμανών, δεν έβρισκαν τα αδέρφια της μητέρας μου, που ήταν πάνω στο βουνό. Νόμιζαν ότι η μητέρα μου ήξερε και τους έκρυβε κάπου. Αυτή δεν ήξερε. Τη χτυπούσαν… Μαύρη την έκαναν…
»Ξύλο, φυλακές, από μικρός, τα θυμάμαι ακόμα πολύ καλά. Θυμάμαι μικρός παίζαμε σε μία τοποθεσία, που λέγεται Γκραντίσκα. Είναι μία κορυφή πάνω στο βουνό. Εκεί μαζεύαμε τα φυσίγγια και παίζαμε».
Ο εμφύλιος
«Μέχρι που άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος. Ο μικρότερος αδερφός της μητέρας μου, το 1947, μόλις 22 χρονών τότε, ήταν από τους πρώτους αντάρτες. Ήταν σε μία ομάδα εφτά ατόμων, όταν τον σκότωσαν. Τους έκοψαν τα κεφάλια και τα κρέμασαν στα τσιγκέλια στο χωριό Τσοτύλι, για να φοβίσουν τους υπόλοιπους. Έτσι όπως κρεμούσαν τα πρόβατα».
Τα πράγματα στην Ελλάδα τότε ήταν επικίνδυνα, αλλά όπως λέει ο ίδιος, εκείνος συνέχιζε να είναι ένα ζωηρό παιδί. Τα αεροπλάνα βομβάρδιζαν, αλλά ως παιδί δεν ακολουθούσε πάντα την ασφάλεια.
«Θυμάμαι η μαμά μου, μου έδωσε ένα χαστούκι φωνάζοντας μου να κρυφτώ γρήγορα».
Ο πατέρας του δεν ήταν εκεί και έτσι αναγκάστηκε με τη μητέρα του να φύγουν. Περπατώντας μέσα από τα βουνά έφτασαν στα αλβανικά σύνορα. Ήταν φθινόπωρο και τα φύλλα από τις καστανιές είχαν πέσει και του έφταναν πάνω από τη μέση, αλλά έπρεπε να περπατήσουν μέσα από αυτά.
Εκεί ήταν ο Δημοκρατικός Στρατός. Η μητέρα του έμεινε ένα χρόνο μαζί του, πριν την καλέσουν πίσω, όταν χρειάστηκαν εφεδρείες.
«Τελικά περάσαμε στην Αλβανία. Πρώτα πήγαμε στο Πρένες, μία πόλη κοντά στα σύνορα. Κάτσαμε εκεί δύο-τρεις μήνες.
»Μας δίνανε μπομπότα και κάτι πράσα, που ήταν σαν κορμούς από δέντρο. Δεν μασιόταν! Από το κακό μου αρρώστησα και με έστειλαν σε νοσοκομείο στην Αυλώνα. Εκεί με τάιζαν καλά, σιταρίσιο ψωμί.
»Πηγαίναμε από αρρώστια σε αρρώστια. Κολλήσαμε ψώρα. Θυμάμαι η μαμά μου, μου είχε πλέξει μία μπλούζα πράσινη χωρίς μανίκια. Είχα βγάλει μία πληγή στον ώμο από τη ψώρα, που είχε κολλήσει πάνω στην μπλούζα και δεν έβγαινε, πονούσε.
»Από την Αλβανία, μετά από κανένα χρόνο μας πήγαν στη Ρουμανία. Εκεί μας πήγαν σε ειδικά μπάνια. Κάψανε όλα τα ρούχα. Όλο ψείρα και ψώρα ήμασταν. Μας απολύμαναν καλά».
Στη Ρουμανία ήταν με άλλα παιδιά άνω των 5-6 ετών και κάτω των 14. Τα μικρότερα παιδιά τα άφηναν με τους γονείς τους, ενώ τα μεγαλύτερα, συχνά, τα έπαιρναν στον στρατό.
«Πόσα τέτοια παιδιά σκοτωθήκαν;», λέει αναφερόμενος στα 14χρονα που έπαιρναν στο αντάρτικο.
Η ζωή στη Ρουμανία
Στη Ρουμανία τους έβαλαν αρχικά σε ένα παλάτι, ένα από τα καλύτερα παλάτια της χώρας, όπως λέει ο ίδιος, στην περιοχή Σινάια.
«Όλους μαζί, αγόρια, κορίτσια μας είχαν. Σύντομα, μας έβαλαν στον παιδικό σταθμό. Ήμασταν στα Καρπάθια όροι. Διάλεξαν το καλύτερο μέρος.
»Ήμασταν 1.500 παιδία, όλοι πολύ καλά. Μας πρόσεχαν. Μας τάιζαν έξι φορές την ημέρα. Μας έδιναν τα καλύτερα φαγητά. Είχαμε μάγειρες και από την Ελλάδα και από τη Ρουμανία. Μπομπότα ρουμάνικη να φας, να γλείψεις τα δάχτυλα σου!
»Μόλις γίναμε εφτά ετών πήγαμε σχολειό. Το σχολείο ήταν στα ρουμάνικα και για ξένη γλώσσα είχαμε ελληνικά, για να μην τα ξεχάσουμε. Κάναμε ιστορία, γεωγραφία, γραμματική και ανάγνωση.
»Ακόμα θυμάμαι το δάσκαλό μου. Κώστας Στεφανάτος λεγόταν, από την Κέρκυρα. Ήταν ασυρματιστής και πρώτα πήγε στη Γαλλία, προτού τον καλέσουν να έρθει δάσκαλος εκεί.
»Εγώ δεν ήξερα καθόλου ρουμάνικα, μόνο λίγα αλβανικά, αφού ήμουν εκεί ένα χρόνο. Τελικά έβγαλα το δημοτικό. Μετά μέσω του ερυθρού σταυρού, τα παιδία, των οποίων ζούσαν οι γονείς τους, τα έστειλαν σε αυτούς».
Τα παιδία, των οποίων οι γονείς είχαν πεθάνει, έμεναν εκεί, τα υπόλοιπα πήγαιναν στους γονείς τους, ακόμα και όταν ήταν στην Αυστραλία ή στις ΗΠΑ.
Το ταξίδι προς την Τασκένδη
Τη μητέρα του, καθώς ήταν καλά στην υγεία της, την είχαν στείλει στην Τασκένδη, που είναι η πρωτεύουσα του σημερινού Ουζμπεκιστάν. Ο δρόμος από Ελλάδα ήταν μακρύς και τυχόν τραυματίες τους έστελναν σε κοντινότερες χώρες.
Όταν ήταν 13χρονων και ενώ είχε να δει την μητέρα του από τα πέντε, τον έστειλαν και αυτόν εκεί.
Πρώτα τους πήγαν στο Ιάσιο, στα σύνορα με Μολδαβία:
«Τότε μας είχαν αφήσει να μακρύνει λίγο το μαλλί μας, αφού κανονικά μας το έκοβαν γουλί. Μας έδωσαν μία χτένα και πέντε λέι. Με αυτά ψωνίσαμε κατιτίς. Θυμάμαι είχα γυρίσει όλο το Ιάσιο.
»Μένουμε σε ένα κτήριο σαν παλάτι. Εκεί, όμως, πολλά παιδία αρρώστησαν από στοματίτιδα και μας έβαλαν γύρω στις 40 ημέρες καραντίνα.
»Μετά, μας βαλαν σε κάτι ανοιχτά αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε για τα σύνορα με τη Μολδαβία.
»Περνούσαμε από κάτι εξοχικά μέρη, με ελάφια, που βοσκούσαν ελεύθερα. Αξέχαστα πράγματα! Μόλις περάσαμε στη Μολδαβία, ήταν όλο αμπελώνες. Από εκεί συνεχίσαμε για Κίεβο και μετά Μόσχα με τρένο, όπου εκεί το αλλάξαμε.
»Ταξιδέψαμε εφτά μερόνυχτα. Ήταν γύρω στα 3.500 χιλιόμετρα. Στο τρένο είχαμε και βαγόνια με κρεβάτια και μας έδιναν και φαγητό. Μας μιλούσαν, αλλά εμείς δεν καταλαβαίναμε ρωσικά. Τώρα ξέρω ότι μας έλεγαν “Μη στενοχωριέστε, θα πάμε σε καλό μέρος”».
»Θυμάμαι περάσαμε την έρημο της Κιζίλ Κούμ, μία έρημο στο Ουζμπεκιστάν. Εκεί είναι μία λίμνη, η Αράλη, που καλλιεργούσαν βαμβάκι. Μας πουλούσαν αποξηραμένα ψάρια. Εμείς τους δίναμε από αυτά που μας είχαν δώσει οι Ρουμάνοι. Εγώ κουβαλούσα μία ξύλινη βαλίτσα με όλες τις αλλαξιές. Καλοκαιρινά, χειμωνιάτικα, όλα μας τα είχαν δώσει.
»Όταν πήγαμε μας φάνηκε λίγο περίεργο. Τι κράτος είναι αυτό, έλεγα, αφού γύρω από το Ουζμπεκιστάν είναι όλο έρημος. Καθώς πλησιάζαμε στην Τασκένδη, το τοπίο άλλαξε. Παντού γύρω μας πράσινο, πολλά βερίκοκα, κερασιές, μήλα.. και τι δεν είχε.
»Γύρω από την πόλη βέβαια δεν μου άρεσε, εκεί έμεναν κυρίως οι ντόπιοι. Το κέντρο, όμως ήταν πολύ ωραίο.
»Στον σταθμό με περίμεναν η μάνα μου με το ξάδελφο μου. Η μάνα μου και αυτή με ξέχασε, αφού είχε να με δει από πέντε χρονών. Με το ξάδελφο μου, ήμασταν μαζί στη Ρουμανία, αλλά είχε έρθει νωρίτερα. Μόλις κατεβήκαμε, αυτός με αναγνώρισε.
“Θεία Ζωή, αυτός είναι ο Κώστας”, φώναζε στην μητέρα μου.
»Εγώ στην αρχή καθόλου δεν ήθελα. Είχα μάθει με τους φίλους μου τόσα χρόνια και δεν ήθελα να τους αποχωριστώ. Από την άλλη τη μαμά μου στην αρχή την ρωτούσαν πόσο χρόνων είμαι, και έλεγε 18, ενώ ήμουν 13. Ούτε και αυτή θυμόταν!».
Η Τασκένδη ήταν μοιρασμένη σε 15 πολιτείες και είχε μερικές που ήταν μόνο Έλληνες. Η κάθε πολιτεία, όμως, είχε απόσταση από τις υπόλοιπές. Τον ξάδερφο του για παράδειγμα ήθελε τρία μεταφορικά μέσα για να τον δει, αφού ήταν 15 χιλιόμετρα μακριά.
Ο πατέρας του ξαδέρφου του σκοτώθηκε στο αντάρτικο. Εκεί η μητέρα του γνώρισε και παντρεύτηκε έναν Πόντιο. Ο ίδιος τον χαρακτηρίζει πολύ καλό άνθρωπο, που τον μεγάλωσε ως παιδί του.
Και η μητέρα του είχε ξαναπαντρευτεί. Όταν είδε τον πατριό του, παραξενεύτηκε, γιατί αν και είχε χρόνια να δει τον πατέρα του, κατάλαβε πως δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο. «Άλλος είναι», του είπε η μητέρα του. Ο πατριός του, ποτέ δεν τον ξεχώρισε από τα υπόλοιπα παιδιά, όπως λέει.
Στην αρχή βέβαια, του πήρε χρόνος για να άρχισε να τον φωνάζει μπαμπά, αλλά και τη μητέρα του, δεν την αποκαλούσε έτσι. Οχτώ χρόνια μακριά, χρειαζόταν χρόνος για να αναθερμανθούν οι σχέσεις.
Αυτή ήταν, όμως, μόνο η αρχή της ζωής του στην Τασκένδη…
Ερμιόνη Βλαχίδου
⇒ Αύριο το Β’ μέρος της συναρπαστικής ιστορίας του Κώστα Ζιάρα.