Σύμφωνα με τη μελέτη απογραφής του Αρμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης που ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1914, εκείνη την εποχή στα όρια του σημερινού τουρκικού κράτους υπήρχαν 2.529 αρμενικές εκκλησίες και 451 αρμενικά μοναστήρια που χρησιμοποιούνταν από τους πιστούς.
Αν θεωρήσουμε ότι ο αρμενικός πληθυσμός το 1914 ήταν περίπου 1,5 εκατ., βλέπουμε ότι μία εκκλησία αναλογούσε σε 593 Αρμένιους. Είναι μια λογική αναλογία.
Όπως είναι γνωστό, πολλές αρμενικές εκκλησίες και μοναστήρια, ειδικά στις ανατολικές επαρχίες, λεηλατήθηκαν στα γεγονότα του 1895¹· μερικά από αυτά λίγο-πολύ εγκαταλείφθηκαν ή έμειναν χωρίς κοινότητα και ιερέα.
Επίσης, γνωρίζουμε ότι υπάρχουν χιλιάδες αρμενικές θρησκευτικές δομές σε πολλά μέρη της Τουρκίας που έπαψαν να λειτουργούν πριν από το τέλος του 19ου αιώνα και αφέθηκαν στην τύχη τους. Αυτές οι δομές, μερικές από τις οποίες ήταν λίγο πολύ άθικτες το 1914, δεν υπολογίζονται στον προαναφερθέντα αριθμό.
Στον κατάλογο δεν συμπεριλαμβάνονται ούτε δεκάδες εκκλησίες και μοναστήρια του βιλαετίου Ερζερούμ, των οποίων ο αρμενικός πληθυσμός έφυγε κατά τη μετανάστευση του 1829.
Το ίδιο ισχύει και για άλλες περιοχές της Ανατολίας, όπου κατά το παρελθόν κατοικούσαν αρμενικοί πληθυσμοί και διατηρούσαν τις δικές τους εκκλησίες.
Από τα στοιχεία που έχω αντλήσει από τις έρευνες που έχω κάνει μπορώ να πω ότι ο αριθμός των εγκαταλελειμμένων εκκλησιών που δεν συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο του Πατριαρχείου είναι κοντά στον αριθμό των εκκλησιών που ήταν ενεργές το 1914.
Ένα άλλο σημείο που δεν πρέπει να αγνοηθεί είναι ότι οι νομοί Καρς, Ίγντιρ, Αρνταχάν και Αρτβίν, που ήταν υπό ρωσική κυριαρχία την περίοδο που εξετάζουμε, βρίσκονται εκτός της απογραφής. Ο αριθμός των εκκλησιών (ενεργών και εγκαταλελειμμένων) σε αυτές τις επαρχίες είναι περίπου 400.
Ως εκ τούτου μπορούμε να δεχτούμε ότι το 1914 ο αριθμός των αρμενικών τόπων λατρείας στην Τουρκία ήταν πάνω από 4.000, πιθανώς κοντά στις 5.000.
Όπως είναι γνωστό, σήμερα λειτουργούν μόνο 36 στην Κωνσταντινούπολη και μία στην Αντιόχεια (Χατάι). Εκτός από αυτές, η ιδιοκτησία έξι εκκλησιών σε διάφορες πόλεις της Ανατολίας εξακολουθεί να ανήκει στην αρμενική κοινότητα, όμως οι λειτουργίες δεν γίνονται κανονικά (συνήθως μία φορά το χρόνο).
Ο δε αριθμός των αρμενικών εκκλησιών που μετατράπηκαν σε τζαμιά ή προστατεύονται από άλλες λειτουργίες δεν υπερβαίνει τα δάχτυλα λίγων χεριών. Οι υπόλοιπες έχουν καταστραφεί από την ενεργό πρωτοβουλία ή την παθητική έγκριση της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Να σημειωθεί ότι οι εκκλησίες που ανήκουν στους καθολικούς Αρμένιους δεν εμφανίζονται στον κατάλογο του Πατριαρχείου. Ο αριθμός τους θα πρέπει να ήταν το 1914 μικρές εκατοντάδες. Ο αριθμός των ελληνορθόδοξων εκκλησιών και μοναστηριών που λειτουργούσαν στις αρχές του 20ού αιώνα είναι ελαφρώς μικρότερος από αυτόν των Αρμενικών. Έχω σημειώσει 2.200, χωρίς να είναι σίγουρος ο αριθμό αυτός.
Δεν έχω πληροφορίες για τον αριθμό των ελληνικών λατρευτικών οίκων που ήταν εγκαταλειμμένοι στις αρχές του 20ού αιώνα. Λαμβάνοντας όμως υπόψη την ελληνική παράδοση της οικοδόμησης εκατοντάδων μικρών παρεκκλησιών σε κάθε οικισμό και στην κορυφή του βουνού, είναι κατανοητό ότι είναι δύσκολο να βρεθεί ο συνολικός αριθμός.
Δεν έχω πληροφορίες ούτε για τον αριθμό των ασσυριακών εκκλησιών και μοναστηριών που ανήκουν σε διάφορα δόγματα.
Μπορώ να μετρήσω περίπου 210 οικισμούς Ασσυρίων (Σουριανοί, Χαλδαίοι, Νεστοριανοί) στους νομούς Μαρντίν, Σιρνάκ, Χάκκαρι και στις γειτονικές επαρχίες. Συνολικά σε πόλεις και χωριά αυτών των περιοχών νομίζω ότι το 1914 υπήρχαν περίπου 500 ενεργές εκκλησίες.
Αν δεν κάνω λάθος, περίπου 40 ή 50 από αυτές τις 500 εκκλησίες των Ασσυρίων είναι ακόμη ενεργές και ανοιχτές για λατρεία. Οι υπόλοιπες καταστρέφονται ή εγκαταλείπονται.
≈
Από τους συνολικά 7.500 έως 10.000 χριστιανικούς οίκους λατρείας που ήταν άθικτοι ή ημι-άθικτοι το 1914, περίπου 130 εξακολουθούν να είναι χριστιανικοί το 2021. (Δεν χτίστηκαν νέες εκκλησίες ή μοναστήρια μετά το 1914.)
Μερικές εκατοντάδες είναι τζαμιά, μουσεία, «πολιτιστικά κέντρα», κινηματογράφοι, οπλοστάσια, αυλές ξυλείας κ.λπ. και έχουν διατηρηθεί ως κτήρια.
Τα υπόλοιπα πιο επιβλητικά εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτίσματα καταστράφηκαν –συχνά με εντολή της πολιτικής διοίκησης (νομάρχη, επάρχου) ή των κατά τόπους στρατιωτικών Αρχών–, αλλά αναμφίβολα όλα αυτά έγιναν με την έγκριση της κεντρικής κυβέρνησης.
Ένα πολύ γνωστό παράδειγμα είναι η μεγάλη αρμενική εκκλησία της Παναγίας στο κέντρο του Ερζερούμ, η οποία καταστράφηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ή στις αρχές του 1940. Ο παππούς μου, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας, έλεγε ότι οι στρατιώτες έσκαβαν με φτυάρια για μέρες για να την γκρεμίσουν· όταν αυτή η μέθοδος δεν μπορούσε να δώσει αποτελέσματα, χρησιμοποιήθηκε δυναμίτης. Τελικά ολόκληρη η γειτονιά καταστράφηκε και πολλοί πολίτες σκοτώθηκαν από την έκρηξη.
Γνωρίζουμε από τη μαρτυρία του Γιασάρ Κεμάλ, ο οποίος ήταν δημοσιογράφος στο Βαν εκείνη την εποχή, ότι η Μονή Νάρεκ στο χωριό Γιεμισλίκ της επαρχίας Γκεβάς, ένα από τα αριστουργήματα της μεσαιωνικής αρμενικής αρχιτεκτονικής, καταστράφηκε από το στρατό το 1951 και οι πέτρες της μεταφέρθηκαν σε άλλο μέρος.
Η εκκλησία του Αραπγκίρ, μία από τις πιο υπέροχες στην Τουρκία, ανατινάχτηκε με δυναμίτη στις 18 Σεπτεμβρίου 1957. Σε συνέντευξη που πραγματοποιήσαμε για τη γερμανική τηλεόραση το 1987, ακούσαμε τους κατοίκους τους χωριού Τζεβιζλί της επαρχίας Σαβσάτ να μιλούν για την καταστροφή που είδαν με τα μάτια τους της μνημειώδους γεωργιανής εκκλησίας Τμπέτι, η κατασκευή της οποίας ανάγεται στον Μεσαίωνα. Η καταστροφή έγινε με απόφαση του γραφείου του νομάρχη Αρτβίν το 1962- 63.
Το μεγάλο μοναστήρι Σουρπ Γκαραμπέντ, που χρονολογείται από τον 5ο αιώνα, στο χωριό Τζεντσιλί του Μους, καταστράφηκε και πάλι από τους στρατιώτες τη δεκαετία του 1960 και τα στοιχεία της λιθοδομής της χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή σπιτιών.
Είναι κατανοητό ότι οι κατεδαφίσεις που βασίζονται σε επίσημες αποφάσεις πραγματοποιήθηκαν κυρίως την περίοδο μεταξύ του 1935 και του 1965. Σημειώνεται ότι οι καταστροφές εκκλησιών έγιναν συστηματικές ειδικά κατά την περίοδο του Δημοκρατικού Κόμματος και βγήκαν από την ατζέντα του κράτους κατά την περίοδο του Τουργκούτ Οζάλ (μετά το 1983).
Από την άλλη πλευρά, υπενθυμίζουμε ότι το σημαντικότερο αρμενικό θρησκευτικό ίδρυμα της δυτικής Τουρκίας, τα μοναστήρια και τα σχολικά κτήρια στο χωριό Αρμάς (Akmeşe) του Κοτζάελι, κατεδαφίστηκαν το 1999 με απόφαση του υπουργείου.
Πολλά περισσότερα από τα μοναστήρια και τις εκκλησίες που κατεδαφίστηκαν έχουν αφεθεί σκόπιμα στην τύχη τους.
Στην πλειοψηφία τους κατασχέθηκαν από ιδιώτες και χρησιμοποιήθηκαν ως αχυρώνες και αποθήκες. Τα άλλα κτήρια έμειναν εγκαταλελειμμένα έγιναν σκουπιδότοποι. Οι ανασκαφές από κυνηγούς θησαυρών ενθαρρύνονται ανοιχτά ή σιωπηρά από τις επίσημες Αρχές. Πολλά από αυτά γκρεμίστηκαν για να περάσει ο δρόμος, για να γίνουν πάρκινγκ ή σχολεία, ενώ άλλα κατεδαφίστηκαν με το σκεπτικό ότι είναι ετοιμόρροπα.
Σήμερα, δεν υπάρχει κανένα ίχνος από το 80% των 10.000 εκκλησιών που υπήρχαν 1914 στα όρια της σημερινής Τουρκίας.
Όσες υπάρχουν ακόμα είναι σε μια κατάσταση που από ντροπή λες «καλύτερα να είχαν κατεδαφιστεί». Από την άλλη, η κατάσταση εκείνων που «αποκαταστάθηκαν» από ορισμένους εργολάβους με απόφαση του υπουργείου ισοδυναμεί με καταστροφή.
≈
Το ερώτημα είναι το εξής: Υπάρχει διαφορά μεταξύ του ταλιμπανισμού που δυναμιτίζει τα αγάλματα του Βούδα στο Αφγανιστάν, και του κεμαλισμού που καταστρέφει δέκα χιλιάδες εκκλησίες στην Τουρκία;
Αν ναι, τι είναι αυτό; Εάν ο κεμαλισμός είναι καλός, δεν θα ήταν απαραίτητο να υπερασπιστούμε και τους Ταλιμπάν; Αν οι Ταλιμπάν είναι κακοί, δεν είναι λογικό να βρίζουμε και την Τουρκική Δημοκρατία;
Νομίζω ότι είναι μια εύκολη ερώτηση. Εάν τεθεί στις εξετάσεις, το δεκάρι είναι εγγυημένο.
Σεβάν Νισανιάν στο Ahval.
Μετάφραση από τα τουρκικά: Σάββας Καλεντερίδης.