Ενδεχομένως ένα πιο προκλητικό σύντομο ανέκδοτο από αυτό της «Ελληνικής Στρατηγικής» είναι αυτό της… «Βουλγαρικής Στρατηγικής».
Επί πολλά έτη και ενώ ο νεοοθωμανισμός κάλπαζε, η Βουλγαρία προτίμησε να στρουθοκαμηλίζει συμπεριφερόμενη ως να μην διαβιούν στην επικράτειά της 600.000 τουρκικής καταγωγής πολίτες (περίπου 9% επί του συνόλου του βουλγαρικού πληθυσμού), ή πιστεύοντας –ακόμη χειρότερα– ότι η Τουρκία δε θα εκμεταλλευόταν τη συγκεκριμένη μειονότητα.
Σήμερα, με αφορμή την τρέχουσα διαδικασία απογραφής πληθυσμού μεταξύ 7 Σεπτεμβρίου και 3 Οκτωβρίου στη Βουλγαρία, η Τουρκία προχωρά σε καμπάνια με την κάτωθι ρητορική:
«Μην διστάζεις να λες: Είμαι Τούρκος, είναι μουσουλμάνος, η μητρική μου γλώσσα είναι τα τουρκικά. Στην απογραφή του πληθυσμού που θα γίνει από τις 7 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 3 Οκτωβρίου μην αφήνεις αναπάντητες τις ερωτήσεις που αναφέρονται στα εξής: “Θρησκεία”, “Εθνική καταγωγή” και “Μητρική γλώσσα”. Μην ξεχνάς! Δημοκρατία σημαίνει την ελευθερία να εκφράζεσαι και να δηλώνεις την ταυτότητά σου. Στη δημοκρατία το πρώτο βήμα είναι να εκφράζεις και να δηλώνεις την ταυτότητα και την ύπαρξή σου, να υπερασπίζεσαι τα δικαιώματά σου. Κάνε χρήση του δικαιώματός σου να δηλώνεις την ταυτότητά σου! Μην παίρνεις αψήφιστα την απογραφή του πληθυσμού! Πες: Είμαι κι εγώ εδώ!».¹
Είναι οι θύελλες μετά τη σπορά των ανέμων, καθώς, αντί της επιλογής μιας στρατηγικής εξισορρόπησης του τουρκικού αναθεωρητισμού συνολικά από τους θιγόμενους δρώντες της περιοχής, η Βουλγαρία προτίμησε το προηγούμενο διάστημα να συναλλάσσεται με την Τουρκία στο πλαίσιο προσωπικών φιλιών, όπως εκείνη του πρώην πρωθυπουργού Μπόικο Μπορίσοφ με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Παράλληλα, τα επίσημα ειδησεογραφικά μέσα της Σόφιας αναφερόμενα στους Τούρκους της Βουλγαρίας προτιμούσαν να μιλούν για «το οδυνηρό παρελθόν» (βλ. γεγονότα δεκαετίας ’80), το οποίο «υποχωρεί στη σοφία της ειρηνικής συμβίωσης».
Τον Δεκέμβριο του 2019, εν μέσω της κορύφωσης της τουρκικής προκλητικότητας με την αμφισβήτηση της συμφωνίας Ελλάδας και Κύπρου για Έρευνα και Διάσωση στη Μεσόγειο, την έκδοση επανειλημμένων παράνομων NAVTEX και τη διαρκή ρητορική αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία απορρέουν από τη γεωγραφική θέση των ελληνικών νησιών, ο τότε πρωθυπουργός της Βουλγαρίας προτιμούσε να δηλώνει ότι «θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι τουρκικές θέσεις», καθώς και ότι «η Ελλάδα πρέπει να βρει τρόπο να αντιμετωπίσει μόνη της το πρόβλημα με την Τουρκία».
Ωσάν να παρανοούσε ότι δύο δυνάμεις υποστήριξης της καθεστηκυίας τάξης έχουν ιερό καθήκον να συστήνουν συμμαχικούς μηχανισμούς εξισορρόπησης όταν ανακύπτει ένας αναθεωρητικός δρών ο οποίος αμφισβητεί την περιφερειακή ισορροπία ισχύος, καθώς σε διαφορετική περίπτωση συντρίβονται και υποθηκεύουν την προοπτική επιβίωσής τους.
Παρόμοια στάση διατήρησε η Βουλγαρία και επ’ αφορμή της υβριδικής εισβολής στον Έβρο τον Μάρτιο του 2020, απολαμβάνοντας την ίδια στιγμή σχετική «ησυχία» στα δικά της χερσαία σύνορα με την Τουρκία.
Μάλιστα, η συγκεκριμένη «επιλογή» των μεταναστών να πορευτούν αποκλειστικά προς τα ελληνικά σύνορα –και όχι προς αυτά ενός επίσης κράτους-μέλους της ΕΕ, όπως η Βουλγαρία– αποτελούσε μια βασική «απορία» πολλών εξ ημών εκείνη την περίοδο, αλλά και καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που έχει ακολουθήσει έκτοτε.
Με βάση τα παραπάνω, θα ήταν εξαιρετικά εύκολο και απλουστευτικό το «γύρισμα της πλάτης» στη Σόφια, αλλά η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει τις προσπάθειες συντονισμού των «status quo περιφερειακών δρώντων», έστω και αν κάποιοι αντιλήφθηκαν αργά ότι η πρόσδεση στο άρμα του αντιπάλου –όπως θα το περιέγραφε ο John Mearsheimer– συνιστά μια ακραία μορφή κατευνασμού.
Με άλλα λόγια, η συναλλαγή με τον αποσταθεροποιητικό παράγοντα, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχουν ευδιάκριτες «προϋποθέσεις-ευκαιρίες» ώστε να βρεθείς στο στόχαστρο (βλ. τουρκική μειονότητα), θα σε θέσει προ αρνητικών τετελεσμένων αργά ή γρήγορα σε μια διεθνή πολιτική σκακιέρα· επί της οποίας ισχύει το θουκυδίδειο ότι «η ελπίδα είναι παρηγοριά αλλά και κίνδυνος».
Η αφ’ υψηλού πολιτική έναντι της Αθήνας θα σε αναγκάσει σύντομα να αντιληφθείς ότι αν η σχετικά ισχυρή σε περιφερειακό επίπεδο Ελλάδα αντιμετωπίζει τόσο επιτακτική νεοοθωμανική απειλή, για τη Βουλγαρία το πρόβλημα μπορεί να γίνει δυσθεώρητο.
Το μόνο βέβαιο ότι η ανάγνωση των απειλών οφείλει να καταστεί κοινή ενόσω η γεωγραφική εγγύτητα της Ελλάδας και της Βουλγαρίας με την Τουρκία είναι δεδομένη, ενώ και η διαρκής στρατιωτική ισχυροποίηση της Άγκυρας συνοδεύεται με την άρθρωση αναθεωρητικών αξιώσεων.
Άλλωστε, το ίδιο το νταβουτόγλειο «στρατηγικό βάθος» ορίζεται επί τη βάσει της παρουσίας «τουρκικών, τουρκογενών και μουσουλμανικών» μειονοτήτων στην περιφέρεια της Τουρκίας, οι οποίες δύνανται να λειτουργήσουν ως θύλακες αύξησης της επιρροής της Άγκυρας και μοχλοί πίεσης προς τα –κατά τα λοιπά κυρίαρχα– προκείμενα κράτη.
Αργά ή γρήγορα, τα επίχειρα του νεοοθωμανισμού θα τα αντιμετωπίσουν άπαντες. Το διακύβευμα είναι η έγκαιρη και συντονισμένη κινητοποίησή τους, στο πνεύμα ακριβώς της ανάγκης εξασφάλισης αυτοβοήθειας, όπως αυτή πραγματώνεται μέσω σύγκλισης συμφερόντων και συγκρότησης συμμαχικών σχημάτων.