Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού αφιερωμένο στο Σταυρό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας. Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’ και εδώ το Μέρος Β΄.
ιβ’. Αυτά τα λόγια διάλεξε, με τέτοιον τρόπο το ‘πε, εκείνος ο παμπόνηρος
κι άμεσα παραδέχτηκε πως με τον Άδη πέσανε, γκρεμίστηκαν αντάμα.
Κι αφού μαζί τσακίστηκαν- άραγε τι πιο φυσικό;- μαζί μοιρολογάνε.
«Μωρ’ τι ‘ν’ αυτό που πάθαμε;», αρχίσανε και λέγαν…
Πόθεν αυτό το ξαφνικό; Πώς σπάσαμε τα μούτρα μας απά σ’ αυτό το ξύλο;
Το ρίζωμα του μεσ’ τη γη, η φύτρα αυτού του ξύλου, σήμανε πια το τέλος μας, είν’ ο αφανισμός μας.
Όσο κι αν το μπολιάζουμε μ’ ολόπικρα βλαστάρια,
δεν το επηρεάζουμε∙ και οι καρποί του είν’ γλυκιοί πιότερο κι απ’ το μέλι.
«Ωχού βρε φίλε μου καλέ!». «Ωιμέ βρε σύντροφέ μου!».
«Μαζί οι δυο μας πέσαμε, μαζί βαρυπενθούμε
ότι ο Αδάμ ξεκίνησε και ολοταχώς πηγαίνει και
πάλι στον παράδεισο.
ιγ’. Αχ… Πώς και δεν μας έκοψε; Πώς δεν τους λογαριάσαμε τους πρότερους συμβολισμούς ετούτου ΄δώ του ξύλου…
Υπήρχαν προμηνύματα, ενδείξεις παλαιόθεν σε μέρη διαφορετικά με χίλιους δύο τρόπους∙ του ξυλ’ αυτού οι συμβολισμοί άλλους τους είχαν σώσει και γι’ άλλους γίναν η αφορμή να πάν προς το χαμό τους.
Με ξύλα ο Νώε σώθηκε,
κι όσοι τους δεν τον πίστεψαν, ήγουν όλος ο κόσμος, στο τέλος αφανίστηκαν.
Με ένα ξύλο κι ο Μωϋσής δοξάστηκε κι εκείνος∙ κρατούσε τη μαγκούρα του σαν να ‘ταν κάνα σκήπτρο.
Και πήρ’ η Αίγυπτος πληγές απ’ το ραβδί του εκείνο,
τέτοιες που σκυλοπνίχτηκε μέσα στις πιο βαθιές πηγές, μέσα σε καταβόθρες.
Αυτά που τώρα έκανε, από παλιά –είν’ αλήθεια–
με διάφορους συμβολισμούς τα είχε προμηνύσει, μάς τα ‘χε δείξει ο Σταυρός – πώς τώρα να μην κλαίμε;
Αφού ο Αδάμ ξεκίνησε και ολοταχώς πηγαίνει και
πάλι στον παράδεισο».
ιδ’. «Στάσου λίγο βρε δύστυχε», βαριαστενάζ’ ο δαίμονας και λέει του Άδη.
«Σώπα, περίμενε λοιπόν∙ φιμώσου – βάλ’ το ΄χέρι σου αν χρειαστεί στο στόμα.
Σουτ λίγο! μια φωνή θέλω να κρυφακούσω που δίνει μήνυμα χαράς.
Ψίθυρος, ήχος έρχεται που μοιάζει ν’ αναγγέλλει κάτι καλό οπωσδήποτε.
Λόγια ακούω απ’ τον Σταυρό σαν φύλλα που θροΐζουν.
Είν’ του Χριστού κουβέντες∙ λίγο πριν απ’ το θάνατο αυτό είναι που φώναξε: “Συγχώρα τους Πατέρα”.
Το άλλο, όμως, τι το ‘θελε που είπε στη συνέχεια; Τι θέλ’ και με στενοχωρεί;
“Δεν ξέρουν τούτ’ οι άνομοι στ’ αλήθεια τι διαπράττουν”∙ γιατί το είπε τώρ’ αυτό;
Μώρ’ μια χαρά γνωρίζουμε… Τα πάθια ο που τραβάει, ποιος είναι στ’ αλήθεια ξέρουμε:
ο Κύριος της Δόξας∙ κι αυτό που τόσο επιθυμεί και θέλει να πετύχει, κι αυτό καλά το ξέρουμε:
θέλει να βάλει τον Αδάμ και
πάλι στον παράδεισο».
ιε’. «Άραγ’ το ξύλο που έδειξε στον Μωυσή ο Δεσπότης,
το ξύλο, λέω, που κάποτε ΄κεί στης Μερράς τα μέρη γλύκανε το πικρό νερό,
του ‘πε τι συμβολίζει; Τι είναι, και η ρίζα αυτή σαν τι δεντρί θα δώσει;
Όχι, δεν τ’ αποκάλυψε∙ γιατί τότε δεν ήθελε, δεν ήτανε η ώρα.
Τώρα όμως τ’ αποκάλυψε, σ’ όλους το φανερώνει
και τώρα πια ευφραίνεται και χαίρετ’ όλη πλάση∙ μόνον εμάς μάς πίκρανε.
Για άλλο τη φυτέψαμε εμείς αυτή τη ρίζα και άλλο μάς προέκυψε-Σταυρός ήρθε και βλάστησε.
Στη γη ο Σταυρός φυτεύτηκε κι όλη η γης γλυκαίνει.
Κι εκεί που πριν φυτρώνανε ολούθε τα αγκάθια,
τώρα φυτρώνει η εκλεκτή η άμπελος Σωρήχ που ολούθ’ απλώνει κλήματα
και τα μεταφυτεύει και
πάλι στον παράδεισο».
ις’. «Γι’ αυτό τώρ’ Άιδη στέναζε, κι εγώ θρηνώ μαζί σου.
Το δέντρο που φυτέψαμε ας βλέπουμε κι ας κλαίμε,
καθώς αυτό ήρθε κι έγινε ρίζωμα αγιασμένο.
Βρίσκουνε καταφύγιο κάτω από τη σκιά του
κι έρχονται και φωλιάζουνε μέσ’ στα φυλλώματά του
ληστές, φονιάδες, πόρνες∙ και οι τελώνες έρχονται ομού κι αυτοί αντάμα, όλοι για να τρυγήσουνε ολόγλυκους
καρπούς. Αυτό είν’ το ίδιο δέντρο π’ οι ανόητοι νομίζαμε ξερό πως τάχα θα’ ταν.
Κι έρχονται και γαντζώνουνται απάνω στον Σταυρό σαν να ‘ν’ το Ξύλο της Ζωής.
Στηρίζονται απάνω του σαν ναυαγοί στη θάλασσα και κολυμπώντας πάνε.
Με τούτο επιπλέουνε, τα κύματα περνάνε και φτάνουν κι αγκυροβολούν
και επιστρέφουν έτσι στ’ ωραίο, το γαλήνιο, το ήσυχο λιμάνι: και
πάλι στον παράδεισο».
ιζ’. «Ορκίσου, λοιπόν, τύραννε! Ξάν’ άλλον μη σταυρώσεις».
«Παρ’ το κι εσύ βρε Τάρταρε απόφαση γενναία πως από δω και στο εξής κανέναν δεν νεκρώνεις».
«Το μάθημά το πήραμε, τώρα… κοντά τα χέρια».
Κι ας είν’ αυτό που πάθαμε
μια χρήσιμ’ εμπειρία προς γνώση και συμμόρφωση για όλα όσα θα ‘ρθούνε.
Κανένας απ’ εδώ και μπρος, κανένας απ’ τους δυο μας, τους απογόνους του Αδάμ θα ματατυραννήσει.
Γιατί καθένας απ’ αυτούς έχει Σταυρού σφραγίδα, μέσα του και την κουβαλά και μοιάζει πια με θησαυρό… Πώς βλέπεις σκεύος ευτελές να ‘χει μέσα κλεισμένο πολύτιμο, ανέγγιχτο, ακριβό μαργαριτάρι; Νά! Έτσι είν’ τώρα κι αυτοί.
Δεν είδες ‘κείνον τον ληστή απάνω στο σταυρό; Εκεί πήρε χαμπάρι τον θησαυρό τούτον εδώ κι αμέσως ο πανέξυπνος τον άρπαξε, τον κλέβει.
Για τις κλεψιές σταυρώθηκε, με μια κλεψιά γλιτώνει και τον καλούν για επιστροφή και
πάλι στον παράδεισο».
ιη’. Ύψιστε κι Ένδοξε Θεέ και των πατέρων μας παλιά και αυτών που ζούμε τώρα,
η ατίμωση που δέχτηκες εκούσια να πάθεις, τιμή για εμάς λογιάζεται.
Τ’ Άγιου Σταυρού Σου τ’ όνομα όλοι μας το υμνούμε με περηφάνια περισσή.
Η σκέψη μας ολόκληρη είναι προσηλωμένη μονάχα πάνω στον Σταυρό,
κι απάνω Του κρεμάμε τα μουσικά μας τ’ όργανα, ύμνους για να Σού ψέλνουμε ω! Κύριε των όλων, απ’ της Σιών τις διαλεχτές ωδές που σε δοξάζουν.
Απ’ την Θαρσίδα έφτασε παλιά ένα καράβι,
εγκαίρως τότες φέρνοντας χρυσό στον Σολομώντα, όπως το γράφουν οι Γραφές.
Σ’ εμάς, όμως, το Άγιο Σου, το Ξύλο του Σταυρού, κάθε ημέρα και καιρό
απλόχερα μας χορηγεί, πλούτο πολύ μας δίνει που είναι ανεκτίμητος.
Κι έτσι, λοιπόν, πια όλους μας ξανά πίσω μας βάζει και
πάλι στον παράδεισο».