Η ελληνική οικογένεια στην ύπαιθρο του Πόντου συγκέντρωνε κάτω από την ίδια στέγη, σε ενιαίο νοικοκυριό, με κοινή και αδιαίρετη την οικογενειακή παρουσία, άτομα τριών γενεών, σπανίως και τεσσάρων, δεμένων μεταξύ τους με συγγένεια πρώτου βαθμού. Οι ρόλοι μέσα στην πατριαρχική ποντιακή οικογένεια ξεχώριζαν σ’ ανδρικούς και γυναικείους.
Στην οικογένεια των τριών γενεών ο πρώτος ρόλος ανήκε στον παππού, διαχειριστή των εισοδημάτων και υπεύθυνο για τις οικογενειακές σχέσεις της οικογένειας, ενώ η γιαγιά ήταν ο ρυθμιστής της εσωτερικής της ζωής, μαγείρεμα, δουλειές του νοικοκυριού, φροντίδα των παιδιών, προσωπικά θέματα της νύφης ή των νυφάδων, περιποίηση των ζώων, για τον κήπο, τα ξύλα και οτιδήποτε άλλο απαιτούσε η διαχείριση του νοικοκυριού.
Αν δεν υπήρχε γιαγιά, ο ρόλος της ανήκε στην πρωτονύφη της οικογένειας.
Η οικογένεια παρέμενε δεμένη, εφόσον στην κορυφή της πυραμίδας υπήρχε ο παππούς, ή ο λυκοπάππος, στις περιπτώσεις που έφτανε να περιλαμβάνει και τέσσερις γενεές, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μελών της. Με το θάνατο του άρρενος αρχηγού, κατά κανόνα διαλυόταν στις επί μέρους οικογένειες των δύο γενεών (πατέρας, μητέρα, παιδιά) που τη συνέθεταν.
Η χήρα του αρχηγού πήγαινε πάντα με τον πρωτότοκο γιο, εφ’ όσον δεν υπήρχαν στην οικογένεια αναποκατάστατα παιδιά ή ανήλικα, ορφανά από πατέρα, εγγόνια της, οπότε αναλάμβανε αυτή την προστασία τους, σαν αρχηγός χωριστής οικογένειας.
Εσωτερική ιεράρχηση
Στα αρσενικά μέλη της οικογένειας, οι βαθμίδες της ιεραρχίας αντιστοιχούσαν στις ηλικίες τους, ο μικρότερος αδελφός για παράδειγμα δεν κάπνιζε μπροστά στον μεγαλύτερο και δεχόταν από εκείνον παραγγελίες, συστάσεις ακόμα και παρατηρήσεις.
Στα θηλυκά μέλη ωστόσο, γινόταν μια διάκριση, ανεξάρτητη από την ηλικία, ανάμεσα στις νύφες και στις ανύπαντρες κόρες, εάν υπήρχαν, αλλά και ανάμεσα στις ίδιες τις νύφες, ανάλογα με την αρχαιότητα της καθεμιάς στην έγγαμη ζωή.
Το κορίτσι, από την ώρα που γεννιόταν, ήταν η έγνοια των γονιών του, αναφορικά με την ανατροφή της, την αποκατάστασή της και την προετοιμασία της, για τη θέση που θα κατείχε ως ύπανδρη γυναίκα στην οικογένεια του ανδρός της.
Το κορίτσι στο πατρικό του σπίτι
Στον Πόντο το κορίτσι ερχόταν στον κόσμο ισότιμο με το αγόρι, παρά την προτίμηση που υπήρχε, κατά περιπτώσεις, στην απόκτηση αγοριού. Διάκριση μεταξύ αγοριού και κοριτσιού, σε συνάρτηση με το φύλο, υπήρχε σε κάποιο ποσοστό αναφορικά με την αποχή του κοριτσιού από το σχολείο παλαιότερα.
Πολλά χρόνια όμως πριν την Ανταλλαγή, η αγραμματοσύνη ίσχυε το ίδιο για το αγόρι και για το κορίτσι.
Τα πρωτοτόκια, το πανάρχαιο προνόμιο του πρώτου παιδιού της οικογένειας, δεν ίσχυε μόνο για το αγόρι, αλλά αυτοδίκαια και για το κορίτσι. Σαν πρωτότοκο, πρωτικάρ’ παιδί στην οικογένεια, το κορίτσι ήταν για τα στερνογέννητα αδέλφια του η μεγαλύτερη αδελφή, η τρανέσσα. Ο λόγος της μετρούσε, ύστερα από τον λόγο της μητέρας. Μετά το θάνατο της μητέρας, η γνώμη της είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στα οικογενειακά θέματα, ακόμη κι όταν παντρεμένη πια, ήταν φευγάτη από το πατρικό σπίτι.
Αποκατάσταση του κοριτσιού
Η προίκα υπό οποιαδήποτε μορφή ήταν άγνωστη στην ύπαιθρο του Πόντου και ποτέ το κορίτσι εκεί δε θεωρήθηκε αντικείμενο υλικής αξιολογήσεως και αντίστοιχων παζαρεμάτων. Γιατί ουδέποτε είχε πάψει να θεωρείται άνθρωπος με ψυχή και αξιοπρέπεια. Έτσι, η αξιολόγηση των πιθανών μελλονύμφων γινόταν πάντα με κριτήρια που ίσχυαν για την ανθρώπινη ποιότητα, την υγεία, το χαρακτήρα, την προκοπή και την πνευματική και ηθική τους συγκρότηση.
Ένα ποντιακό απόφθεγμα λέει το εξής: το κορίτσ’ αν αφήντς ατό, για ζουρναντσήν θα παίρ’ για ταουλτσήν, υποδηλώνοντας μεταφορικά, που έχει όμως ανταπόκριση στη πραγματικότητα ότι η αγάπη τυφλώνει, υποβαθμίζει τα αρνητικά στοιχεία του προσώπου και μεγαλοποιεί τα θετικά. Η παρεμβολή, λοιπόν, των γονέων του κοριτσιού στην εκλογή του συντρόφου της ζωής του, είχε κι αυτή την ηθική της δικαίωση. Οι γονείς του, με την ωριμότερη σκέψη και το καθαρότερο μυαλό, πίστευαν ότι είχαν υποχρέωση να προφυλάξουν τα παιδιά τους από λανθασμένες αποφάσεις, που ενδεχομένως να είχαν δυσάρεστες επιπτώσεις στην κατοπινή ζωή τους.
Αναμφισβήτητα, κάθε εποχή κρίνεται από τα δικά της σταθμά και μέτρα. Στα ποντιακά αποφθέγματα διακρίνεις τη σοφία, αλλά και την προνοητικότητα του ποντιακού λαού, όπως το προκείμενο απόφθεγμα: δωδεκάχρονον κορίτσ’, για’ ς σον άντραν για’ ς σον Άδ’, που ήθελε να πει ότι τα κορίτσια έπρεπε να τα παντρεύουν μικρά, μόλις άρχιζαν να σχηματίζονται εξωτερικά, για ν’ αποτρέψουν τον κίνδυνο αρπαγής τους από τους Τούρκους και εγκλεισμού τους σε χαρέμι, που τόσο παραστατικά παρομοίαζε το ποντιακό απόφθεγμα με τον Άδη (ο Τούρκος δεν έβαζε στο χαρέμι του ποτέ παντρεμένη γυναίκα, όσο όμορφη και αν ήταν).
Πόση, λοιπόν, ωριμότητα κρίσεως θα μπορούσε να περιμένει κανείς από ένα κοριτσάκι 13, 14 ή 15 χρόνων, για να το αφήσουν να διαλέξει το ίδιο τον σύντροφο της ζωής του;
Αξίζει να σημειωθεί πως υπήρχαν και περιπτώσεις τολμηρών νέων που αντέδρασαν στις αποφάσεις των γονέων τους. Έτσι στον Πόντο εφαρμοζόταν συχνά η απαγωγή, το σύρσιμον τη κοριτσί’, όπως το έλεγαν.
Εγκατάσταση της νύφης στο σπίτι των πεθερικών
Με το γάμο και την είσοδό του στην ξένη οικογένεια, το κορίτσι έχανε την ως τότε ανέμελη ζωή του μέσα στην πατρική οικία. Τώρα η θέση του, από άποψη ελευθερίας βουλήσεως και δικαιώματος γνώμης, καθοριζόταν σύμφωνα με τη θεσμοθετημένη εσωτερική ιεραρχία μέσα στην οικογένεια του αντρός του, που την τοποθετούσε το χαμηλότερο σκαλοπάτι αυτής της ιεραρχίας.
Εάν η οικογένεια αποκτούσε άλλη νύφη κατόπιν, τότε ανέβαινε στο δεύτερο σκαλοπάτι της ιεραρχίας.
Η ένταξη του κοριτσιού στην οικογένεια του αντρός του, ήταν γι’ αυτό μια σκληρή δοκιμασία, τουλάχιστον στην αρχή. Αδιαλείπτως διατηρούσε πάντα μέσα στη μνήμη της την τελευταία νουθεσία που άκουσε, όταν έβγαινε νύφη από το πατρικό της σπίτι, τίμα κόρη τον πεθερό σ’ να είσαι τιμεμέντσα, τίμα κόρη την πεθερά σ’ να είσαι αγαπεμέντσα.
Εκείνο βέβαια που εννοούσαν οι πρόγονοί μας ως εκδήλωση τιμής και απόδοση σεβασμού δεν είχε πάντα ουσιαστική σχέση με τον καλώς νοούμενο σεβασμό προς την ηλικία αλλά και την ιδιότητα των μελών της νέας οικογένειας της νύφης και σε μερικές περιπτώσεις ξεπερνούσε κάθε όριο λογικής. Για παράδειγμα το μάχ’ ή αλλού στύμνωμαν, που όχι μονάχα στερούσε τη νύφη το δικαίωμα να απευθύνει λόγο στον πεθερό της, αλλά η συγκεκριμένη συνήθεια της επέβαλε να μιλάει με τους άλλους τόσο χαμηλόφωνα, ώστε να μη γίνεται καν ακουστή η φωνή της από τον πεθερό της. Εκτός κι αν ο ίδιος της έδινε το δικαίωμα να του μιλάει ελεύθερα, σπανίως μεν, αλλά υπήρχε και τέτοιες περιπτώσεις.
Ακόμη και σ’ αυτήν τη δύσκολη δοκιμασία που δεχόταν η νύφη κρατώντας απόλυτη σιγή ως ένδειξη σεβασμού, θα ήταν άδικο να συγκρίνουμε τη ζωή της Ελληνίδας Πόντιας παντρεμένης γυναίκας με τη ζωή της Τουρκάλας. Τα μονόπλευρα, υπέρ των αντρών προνομιακά δικαιώματα που παρείχε τότε η θρησκεία του Ισλάμ, η υποχρέωση της γυναίκας να κρύβει το πρόσωπό της πίσω από σκουρόχρωμο φερετζέ και να μην το αποκαλύπτει σε ανδρικά μάτια, εκτός από της οικογενείας της, η απόλυτη έλλειψη κοινωνικής ζωής καθώς και κάθε είδους ψυχαγωγίας, όλα αυτά στα μάτια της Ελληνίδας μετρίαζαν αφάνταστα τη δική της θέση στην οικογένεια του άντρα της.
Άλλωστε τ’ αμέτρητα πανηγύρια, οι χοροί και τα ξεφαντώματα με αυτονόητο και επιθυμητό δικαίωμα συμμετοχής σ’ αυτά και των γυναικών κάθε ηλικίας, γλύκαιναν υπέρτατα τη ζωή της Πόντιας Ελληνίδας.
Εθιμικές προσφωνήσεις της νύφης
Τα αρσενικά μέλη της οικογένειας, αλλά και οι άρρενες συγγενείς τους δευτέρου και τρίτου βαθμού, προσφωνούνταν από τη νύφη αφέντα, ενώ στις γυναίκες της οικογένειας απευθυνόταν με την προσφώνηση κύρα, κυρά. Όταν δεν απευθυνόταν άμεσα στα πρόσωπα αυτά, με την προσφώνηση που ταίριαζε στο καθένα, αλλά αναφερόταν έμμεσα, μιλώντας σε τρίτα πρόσωπα, τότε η τιμητική προσφώνηση συνοδευόταν και από το όνομα του προσώπου για το οποίο γινόταν λόγος, η πατσή μ’ η Μαρία, (από το τουρκικό πατσή που είναι η μεγαλύτερη αδελφή) ο πασά μ’ Χαράλαμπος (ο μεγαλύτερος αδελφός, από το τουρκικό πασάς), αφέντας-ι-μ’ ο Πολυχρόντς, η κυρά μ’ Χαρίκλη.
Απευθείας, μόνο με τ’ όνομά τους, καλούσε μόνο τις νεότερες από εκείνη συννυφάδες της και τα παιδιά.
Αναφερόμενη στον άντρα της, η παντρεμένη γυναίκα, όταν μιλούσε με μέλος της οικογένειάς του ποτέ δεν έλεγε το όνομά του, αλλά αναφερόταν στη συγγενική σχέση του άντρα της με τους συνομιλητές της.
- Στην πεθερά: Κύρα, ο γυιός σ’ ορωτά πότε θα πάμε’ σ σα ξύλα;
- Στην κουνιάδα: Κύρα, ανάμ’ νον ολίγον τον αδελφό σ’, ατώρα έρται
- Στον κουνιάδο: Αφέντα, αδελφός σ’ εράευ σε ευρέ ’σεν;
Επίσης, μπροστά σε ξένα πρόσωπα η παντρεμένη γυναίκα δεν ονομάτιζε τον άντρα της. Για όλους ήταν εκείνος. Για τα παιδιά της γειτονιάς και γενικά για όλα τ’ ανήλικα ήταν ο θείος ή ταής, συνώνυμο στα τουρκικά. Αλλά ούτε στην απευθείας προσφώνησή της καλούσε τον άντρα της με τ’ όνομά του, αλλά τον αποκαλούσε αρίφ’ ή ερίφ’, που σημαίνει άντρα, άγουρε, ή με την επαγγελματική του ιδιότητα, για παράδειγμα δέσκαλε, έτσι αποκαλούσε και η παπαδιά τον παπά.
Αν κρίναμε με τα σημερινά κριτήρια τη δομή της ποντιακής οικογένειας στην ύπαιθρο του Πόντου, σίγουρα θα αντιδρούσαμε στην ταπεινωτική, όπως δείχνει εκ πρώτης όψεως η θέση της γυναίκας.
Αν σκεφθούμε όμως, πως η συσπείρωση τριών, ακόμη και τεσσάρων γενεών σ’ ένα και μόνο κύτταρο κοινωνικής συμβιώσεως, τότε θα αποδεχτούμε την απαραίτητη πειθαρχία μεταξύ των μελών της οικογένειας και την πρωτοκαθεδρία των γεροντότερων, που με την πείρα αλλά και με την υπέρμετρη αγάπη που ένοιωθαν για την οικογένεια τους, κατεύθυναν και στήριζαν τους νεότερους. Γιατί πίσω από την επιφανειακή σκληρότητα που απαιτούσε η επιβολή της πειθαρχίας, υπήρχε μεγάλη αγάπη, στοργή και εκτίμηση μεταξύ των μελών της οικογενείας, δίχως διάκριση φύλου και ηλικίας.
Θωμαΐς Κιζιρίδου