Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Φλάβιος Ηράκλειος I μετά από σημαντικές πολεμικές επιτυχίες ανέκτησε από τους Πέρσες το κειμήλιο του Τίμιου και Ζωοποιού Σταυρού και εισήλθε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη από τη Χρυσή Πύλη, στις 14 Σεπτεμβρίου 628.
Η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, που για 14 έτη βρισκόταν στην κατοχή των Περσών ήταν δεύτερο σε σημασία γεγονός για τους χριστιανούς του Βυζαντίου μετά από την Εύρεση και την πρώτη Ύψωση του Τιμίου Σταυρού από την Αγία Ελένη το 335 μ. Χ.
Ο Ηράκλειος I γεννήθηκε το 575 και κυβέρνησε το Βυζάντιο από το 610 έως το θάνατό του στις 11 Φεβρουαρίου 641. Στην ηλικία των 39 χρόνων ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας ήρθε αντιμέτωπος με μια απειλή ισάξια της εισβολής των Περσών στην Αρχαία Ελλάδα.
Οι εχθροί του ελληνισμού που και αυτή τη φορά ήταν Πέρσες, σε συμμαχία με τους χριστιανικούς λαούς του Νότιου Καυκάσου, τους Αβαρούς και τις τουρκικές νομαδικές φυλές της ανατολικής Σιβηρίας και της Άπω Ανατολής, απείλησαν τη σταθερότητα σε απέραντες περιοχές από τα Βαλκάνια μέχρι την Κίνα. Ένας από τους βασικούς λόγους της πολεμικής σύρραξης με το Βυζάντιο ήταν ο έλεγχος του Εμπορικού Δρόμου του Μεταξιού. Τη θέση του Βυζαντίου στήριξε η Κίνα, η οποία είχε μεγάλα οφέλη από το εμπόριο με τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη. Ο Δρόμος του Μεταξιού από την Αρχαιότητα μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και της Τραπεζούντας το 1461 έπαιζε σημαντικό ρόλο στο εμπόριο ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Οι κατακτήσεις των Οθωμανών είχαν φέρει τέλος στο εμπόριο μέσω του Δρόμου του Μεταξιού και ώθησαν τους δυτικούς να ψάξουν για άλλους εμπορικούς δρόμους και τελικά να ανακαλύψουν την Αμερική.
Η εισβολή των Περσών
Το 614 ο στρατός του Πέρση Βασιλιά Χοσρόη Β΄ εισέβαλε στην Παλαιστίνη. Οι 90.000 χριστιανοί της περιοχής σφαγιάστηκαν από τους ζωροαστριστές Πέρσες. Το Ισλάμ εκείνη την εποχή δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνιση του. Ο θρησκευτικός χάρτης της Μέσης Ανατολής τότε ακόμα δεν θύμιζε τη σημερινή του κατάσταση και όμως η σύγκρουση με το θρησκευτικό και το πολιτιστικό υπόβαθρο συγκλόνισε τον κόσμο του 7ου αιώνα μ. Χ.
Οι Πέρσες πήραν ως λάφυρο και το μετέφεραν στην πρωτεύουσα τους, την πόλη Κτησιφώντα, το κειμήλιο του Τίμιου και Ζωοποιού Σταυρού από τον ναό του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ.
Το γεγονός πως οι αλλόθρησκοι ρεζίλεψαν όλον το χριστιανικό κόσμο, ξύπνησε στο λαό του Βυζαντίου με τους Έλληνες-Ρωμιούς στις πρώτες γραμμές του την έντονη επιθυμία της ανάκτησης του σημαντικότερου κειμηλίου της χριστιανοσύνης.
Οι Πέρσες όμως δεν περιόρισαν τις κατακτήσεις τους στην βυζαντινή Παλαιστίνη και εισέβαλαν στη Μικρά Ασία με στόχο να προχωρήσουν μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Το 618 η πρωτεύουσα του Βυζαντίου βρέθηκε υπό διπλή πολιορκία. Από τη μια την απειλούσαν οι Άβαροι και από την άλλη ο περσικός στρατός. Σε πρώτη φάση οι Βυζαντινοί επεξεργάζονταν το σχέδιο της μεταφοράς της πρωτεύουσας τους στην άλλη άκρη της αυτοκρατορίας τους, στην Καρχηδόνα της Αφρικής. Ο Φλάβιος Ηράκλειος Ι παρόλη την τραγικότητα της κατάστασης εγκατέλειψε αυτό το ακραίο σχέδιο μετά την παρέμβαση του Οικουμενικού Πατριάρχη Σέργιου Α΄. Ο νεαρός αυτοκράτορας προετοιμαζόταν για τον πόλεμο από την αρχή της βασιλείας του και το 622 ένιωσε έτοιμος να εκστρατεύσει εναντίον των εχθρών του Βυζαντίου.
Η νίκες του Αυτοκράτορα Ηράκλειου Ι
Ο Ηράκλειος Ι από στην αρχή των στρατιωτικών του επιχειρήσεων κατάφερε να νικήσει τον Πέρση στρατηγό Σαρ-Μπαράζ στον Ισσό και το 623 έφθασε μέχρι την Τραπεζούντα. Αυτήν την περίοδο άλλη μια νίκη περίμενε τους Βυζαντινούς, η οποία σημειώθηκε το 624 στη ιστορική πόλη Νινευή. Μέσω της θρυλικής ποντιακής πόλης Τραπεζούντας ο αυτοκράτορας κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα των Περσών Κτησιφώντα.
Ο Ηράκλειος Ι, αναμένοντας την τελική του νίκη, πήρε απόφαση να εκστρατεύσει για τον Αμύντα χωρίς να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Και αυτή τη φορά, στη δεύτερή του σύγκρουση με τον επικεφαλής του περσικού στρατού στρατηγό Σαρ-Μπαράζ κατάφερε να μετατρέψει την πιθανή του ήττα σε βέβαιη νίκη.
Ενώ οι Βυζαντινοί νικούσαν στην Ανατολή, η ίδια η Βασιλεύουσά τους υπό την άτυπη πολιτική ηγεσία του Πατριάρχη Σέργιου κινδύνευε από τους Άβαρους. Ο Ηράκλειος Ι επινόησε ένα τολμηρό σχέδιο της σωτηρίας της Πόλης. Υπό διοίκηση του Ηρακλείου έμεινε ένα μικρό σώμα στρατού. Ως επιτελείο του αυτοκράτορα ορίστηκε η Τραπεζούντα. Ενώ τα δυο μεγαλύτερα σώματα στρατού στάλθηκαν σε αντίθετες κατευθύνσεις, στην Κωνσταντινούπολη και στη Μεσοποταμία.
Ο Πατριάρχης Σέργιος κατάφερε να καλέσει τους κατοίκους της Πόλης στην αποφασιστική και πατριωτική αντίσταση στην επίθεση της φυλής των Άβαρων. Ο αδελφός του αυτοκράτορα Θεοδόσιος νίκησε τους Πέρσες στη Μεσοποταμία. Ενώ ο ίδιος ο Ηράκλειος Ι εισέβαλε από την Τραπεζούντα στον Καύκασο. Από τον ποταμό Βόλγα με την συναίνεση των Βυζαντινών προς τον Καύκασο κινήθηκαν οι τουρκικές φυλές, που βρίσκονταν σε σύγκρουση με τους συμμάχους των Περσών όπως στον Καύκασο, έτσι και στην Ασία. Οι Κινέζοι συγκρατούσαν τις τουρκικές φυλές τις ανατολικής Σιβηρίας και της Άπω Ανατολής. Έτσι οι κινήσεις του βυζαντινού στρατού απέκτησαν περισσότερη ευελιξία. Οι κίνδυνοι στη Δύση και την Ανατολή από τα πολεμικά σχέδια των Περσών είχαν εξαλειφτεί πλήρως.
Το 626 οι Βυζαντινοί και οι Πέρσες συγκρούστηκαν με μεγάλη μανία για άλλη μια φορά στη Νινευή. Το ένα στρατόπεδο βρισκόταν υπό διοίκηση του Φλαβίου Ηράκλειου Ι και το άλλο υπό διοίκηση του Πέρση στρατηγού Ραζάτη. Το αποτέλεσμα όλων των μαχών ήταν να καταρρεύσει η εξουσία του Χοσρόη Β΄.
Αυτός που ταπείνωσε τους χριστιανούς σκοτώνοντας 90.000 αθώες ψυχές και παίρνοντας το σημαντικότερο τους κειμήλιο τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό έχασε την Αυτοκρατορία του.
Η Περσία με το σχέδιο του Ηράκλειου διαμελίστηκε για να μην προξενεί πια κίνδυνο για το Βυζάντιο. Οι Πέρσες έπρεπε να πάψουν να υπάρχουν ως μια ενωμένη δύναμη μετά από σχεδόν 1200 χρόνια σύγκρουσης με τον ελληνικό κόσμο. Ήταν σημαδιακό πως ο νικητής την Περσών ο Ηράκλειος Ι πήρε απόφαση να αφήσει μια επίσημη γλώσσα στο Βυζάντιο (Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) την ελληνική και να καταργήσει τη λατινική.
Η Ύψωση του Τίμιου Σταυρού
Ο Φλάβιος Ηράκλειος Ι επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ως ήρωας και μπήκε στην Πόλη μέσω της Χρυσής Πύλης στις 14 Σεπτεμβρίου 628. Ο λαός συσπειρωμένος γύρω από τον αυτοκράτορά του και τον Πατριάρχη του ζητωκραύγαζε εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του για την επιστροφή στους χριστιανούς του κειμηλίου του Τιμίου Σταυρού. Από την εποχή της βασιλείας του Ηρακλείου Ι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έζησε σοβαρές αλλαγές σε πολλούς τομείς.
Με τον Ηράκλειο και μετά από αυτόν η απέραντη αυτοκρατορία με την πολιτιστική κληρονομιά της Αρχαίας Ελλάδας και της Αρχαίας Ρώμης έγινε ελληνική. Έτσι την έβλεπαν και οι ξένοι.
Μετά την οριστική νίκη εναντίον των Περσών ο Ηράκλειος Ι κατανοώντας την ενίσχυση της παρουσίας των τουρκικών φυλών στον Καύκασο και τη Βόρεια Περσία, κάλεσε τους Πέρσες ευγενείς και οργάνωσε την ανασύσταση του κράτους τους. Με αυτό τον τρόπο περιορίστηκε εν μέρη ο εκτουρκισμός των Περσών στην περιοχή της πόλης Ταύρις (Ταυρίδα) – το σημερινό Ταμπρίζ.
Την περίοδο που οι Βυζαντινοί τελικά κατάφεραν να νικήσουν τους Πέρσες, στη Μέση Ανατολή εμφανίστηκε το Ισλάμ, που αντικατέστησε τον περσικό κίνδυνο. Οι ίδιοι Πέρσες δεν είχαν πια δυνάμεις να αντισταθούν στους Τούρκους από τον Βορρά και τους Άραβες από τον Νότο. Όλη η περιοχή εξισλαμίστηκε. Η σχετική ελευθερία των Περσών από τους Άραβες βασίστηκε αργότερα στο Σιισμό. Οι κάτοικοι των βόρειων περιοχών της Περσίας μίλησαν τουρκικές διαλέκτους της Ασίας.
Το 633 στα χέρια των Αράβων μουσουλμάνων πέφτει η Παλαιστίνη που το 614 είχε πέσει θύμα των Περσών. Οι Άραβες κατακτούσαν τις περιοχές, που επέστρεψε στο Βυζάντιο ο Ηράκλειος Ι, μια μετά την άλλη. Ο θρυλικός Βυζαντινός αυτοκράτορας με τη δύναμη των 80.000 ανδρών κινήθηκε εναντίον των Αράβων κατακτητών για να σταματήσει την πολιτισμική αλλοίωση της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Η ήττα του στρατού του στη μάχη του ποταμού Γιαρμούκ στη Γαλιλαία το 636 κλόνισε την υγεία του Ηράκλειου Ι και άλλαξε το πολιτισμικό και το θρησκευτικό σκηνικό σε πολλές χριστιανικές εστίες της Ασίας και της Αφρικής.
Ο Ηράκλειος Ι έμεινε στην ιστορία ως ήρωας, που ύψωσε τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό στην Κωνσταντινούπολη, σταμάτησε τον μακραίωνο περσικό κίνδυνο και προσπάθησε να υπερασπιστεί τον χριστιανικό κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου.
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός