Από το αρχαίο ελληνικό πλήττω, δηλ. χτυπώ, προέρχεται η λέξη πλιγούρ(ιν) της ποντιακής διαλέκτου, που χρησιμοποιείται για το σιτάρι το αποφλοιωμένο και χονδροαλεσμένο.
Το φθινόπωρο στον Πόντο με αργατία (ομαδική εργασία) ετοίμαζαν όσο πλιγούρι θα χρειαζόταν η κάθε οικογένεια όλο το χρόνο.
Η εγδή (ή το εγδίν ή γαβάν) και το κοπάλ’ ήταν δύο βασικά εργαλεία. Η πρώτη λέξη περιγράφει το τεράστιο πέτρινο ή ξύλινο γουδί (ο κύκλος στο κέντρο μπορεί να έφτανε και τα 50 εκ. ενώ το βαθούλωμα τα 30 εκ.). Υπήρχε σε ελάχιστα νοικοκυριά αλλά εξυπηρετούσε όλο το χωριό.
Εκεί οι νοικοκυρές κοπάνιζαν το στάρι για να το αποφλοιώσουν, αφού πρώτα το είχαν βράσει και το είχαν ξεράνει καλά στον ήλιο. Δύο από αυτές χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα και ρυθμικά τον ξύλινο κόπανο – η λέξη κοπάλ’ της ποντιακής διαλέκτου προφανώς είναι ηχοποίητη από τον ανάλογο κρότο.
Έτσι γινόταν η απομάκρυνση της φλούδας του σιταριού (σανία) και ακολουθούσε η ξήρανση στον ήλιο ή στο φούρνο (φούρνικον). Επίσης, η αποφλοίωση μπορούσε να γίνει και σε ειδικό νεροκίνητο τριβείο (τιγκ). Το τελικό στάδιο ήταν το χοντρό άλεσμα σε χειρόμυλο (χερομύλ΄).