Ο παλαιοκομματισμός είναι μία διαχρονική ιδεολογία του ελληνικού πολιτικού συστήματος που διατρέχει όλο το πολιτικό φάσμα. Εκδηλώνεται έντονα κάθε Σεπτέμβριο με αφορμή τα εγκαίνια της ΔΕΘ και τα μεγάλα –πλην απατηλά– λόγια που εκστομίζει το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας για την ανάπτυξη της χώρας και τον δήθεν ιδιαίτερο ρόλο της Θεσσαλονίκης.
Από αυτήν την τακτική δεν ξέφυγε ούτε η σημερινή κυβέρνηση. Και ακούσαμε –και θα ακούσουμε– διάφορες υποσχέσεις.
Η πλέον ακραία, για να χρησιμοποιήσω ήπια έκφραση, ήταν του υπουργού Υποδομών Κώστα Καραμανλή, ο οποίος υποσχέθηκε στους Θεσσαλονικείς ιπτάμενες μετακινήσεις στην πόλη. Μια πόλη που στα πλέον εμβληματικά σημεία της μοιάζει με αναρχικό μαχαλά. Ακόμη και στον κεντρικότερο δρόμο της ο καθένας σταματάει το αυτοκίνητό του σε δεύτερη ή τρίτη σειρά. Ένα πράγμα μοιάζει η πόλη, ατάκτως εριμμένο.
Αλλά και ο πρωθυπουργός δεν πάει πίσω σε ανεδαφικές υποσχέσεις. Με αφορμή την τυπική υποχρέωση της παρουσίας του στη Θεσσαλονίκη για τα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης, πέρασε πριν από λίγες ημέρες από την πόλη και οι πληροφορίες λένε πως τα άκουσε, ακόμη και από τους φοβισμένους βουλευτές του. (Τους οποίους περιφρόνησε για άλλη μια φορά στον τελευταίο ανασχηματισμό.)
Είναι σίγουρο πως θα μας κουράσει και φέτος με το μετρό που κατάντησε σαν το γιοφύρι της Άρτας. Περισσότερο θα ωφελούσε τη Θεσσαλονίκη η τουριστική του αξιοποίηση ως νέου γεφυριού της Άρτας, παρά η χρήση του ως μέσο μετακίνησης.
Η δε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μάς έδειξε έτοιμους για χρήση σταθμούς, σε άλλη μία γελοία προσπάθεια να εντυπωσιάσει ένα ευκολόπιστο και αδιάφορο για την πόλη κοινό.
Η πόλη είναι εγκαταλελειμμένη. Μετρό σαν και αυτό που ξεκίνησε εδώ και πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη γίνεται στην Αθήνα ένα κάθε χρόνο.
Ζούμε μια εσωτερική αποικία την οποία κανείς δεν θέλει να ανατρέψει. Άλλοι διότι φοβούνται μήπως χαρακτηριστούν τοπικιστές. Άλλοι διότι ηδονίζονται από την αίσθηση ότι θα αναγνωριστούν ως κοσμοπολίτες, άλλοι διότι φοβούνται, άλλοι διότι αδιαφορούν.
Το αποτέλεσμα είναι ότι η δεύτερη πόλη της χώρας παρακμάζει ραγδαία. Μερικά σιντριβανάκια, ασφαλτοστρώσεις και καλλωπισμοί δεν είναι έργα για ένα συγκρότημα 1,5 εκατ. κατοίκων που μαραζώνει.
Σκοπίμως, της πόλης της στερήθηκαν θεσμοί που θα της έδιναν μια δυναμική και, κυρίως θεσμικές ωθήσεις που θα την ανέπτυσσαν οικονομικά.
Από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου που κάθε χρονιά που ερχόταν στην πόλη αναβάθμιζε το υπουργείο Βορείου Ελλάδος, μέχρι την απροκάλυπτη αντιπάθεια που της έχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης (ίσως διότι την έχει ταυτίσει με τον μεγάλο αντίπαλο της οικογένειας, τον καραμανλισμό), η πόλη βιώνει μια συνεχή φθορά και παρακμή.
Το σημείο παρακμής που πέρασε η Θεσσαλονίκη ίσως καθιστά αδύνατη την επιστροφή της.
Τα πλέον δυναμικά στρώματα που έβλεπαν αυτήν την καθοδική πορεία την έχουν εγκαταλείψει αναζητώντας μέλλον στην πρωτεύουσα ή στο εξωτερικό, καθιστώντας ακόμη πιο επώδυνη τη «ζωή» της.
Γράφω συχνά για την πόλη και γι’ αυτό γίνομαι αποδέκτης εμπειριών προσώπων που συμμετείχαν στο παρελθόν στις πολιτικές εξελίξεις. Αρκετές τις έχω αναφέρει και δεν θα τις επαναλάβω και σήμερα. Θα προσθέσω όμως κάτι που δείχνει μια βαθιά εδραιωμένη νοοτροπία.
Επί ΠΑΣΟΚ ήταν που δημιουργήθηκαν οι Περιφέρειες. Στο διάλογο που αναπτύχθηκε υποστηρίχθηκε ότι έπρεπε να είναι επτά, ώστε να έχουν την δυνατότητα ανάπτυξης. Δεν έγινε αποδεκτό, με το σκεπτικό ότι μεγάλες περιφέρεις, όπως για παράδειγμα η Μακεδονία και η Κρήτη, θα είχαν τη δυνατότητα αυτόνομης, δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης, κάτι που θα καθιστούσε προβληματικό τον απόλυτο έλεγχό τους από την Αθήνα. Έτσι οι Περιφέρειες έγιναν 13. Οι αποκεντρωμένες διοικήσεις, όμως, τις οποίες ελέγχει το κράτος είναι πράγματι επτά. Όσες έπρεπε να είναι και οι Περιφέρειες. Βγάλτε τα συμπεράσματά σας.
Το παιχνίδι είναι χαμένο. Κυρίως διότι η δυναμική όλου του πολιτικού συστήματος είναι συγκεντρωτική. Δεν διανοούνται κάτι άλλο σε μια εποχή στην οποία παγκοσμίως αναδεικνύεται ο ρόλος των πόλεων. Σ’ αυτήν την νέα παγκόσμια διαμόρφωση η Ελλάδα θα εισέλθει με μία πόλη; Μόνο με την Αθήνα;
Το «παιχνίδι δεν παίζεται», επίσης, διότι και στην περιφέρεια και ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη –αφού γι’ αυτήν γίνεται λόγος σήμερα– δεν υπάρχουν δυνάμεις διατεθειμένες να το υποστηρίξουν. Ούτε πολιτικές, ούτε οικονομικές, ούτε κοινωνικές.
Η κοινωνία της πόλης είναι μια παθητική κατακερματισμένη κοινωνία που ήρθε και εγκαταστάθηκε τα μεταπολεμικά χρόνια αναζητώντας εργασία ή για να αποφύγει το κυνήγι του χωροφύλακα. Δεν αγάπησε την πόλη. Δεν την ένιωσε δική της. Για να βγουν μπροστά κάποιοι άνθρωποι και να διεκδικήσουν χρειάζονται και την κοινωνική υποστήριξη. Αυτή δεν παρέχεται. Αντιθέτως, η κοινωνία της πόλης είναι έτοιμη να πετροβολήσει οποιαδήποτε προσπάθεια εκδηλωθεί – επηρεασμένη η κοινωνία και δίνοντας διαπιστευτήρια στο κέντρο για τη «νομιμοφροσύνη» της και τον… «κοσμοπολιτισμό» της.
Υπάρχει και μια τρίτη ουσιαστική παράμετρος που καθιστά ανεδαφική οποιαδήποτε σκέψη αλλαγής. Η αθηναϊκή κοινωνία. Ένα σύνολο 5 εκατ. ανθρώπων απ’ όλη την Ελλάδα που συσσωρεύθηκε στο λεκανοπέδιο για αναζήτηση εργασίας και σήμερα αντιδρά –πρώτο αυτό– σε κάθε περιφερειακή προσπάθεια που αναζητά ανάσα ζωής. Λες και θα την πάρει από το στόμα της.
Η αθηναϊκή κοινωνία αρέσκεται να θεωρείται κράτος. Διαφορετικά δεν θα αντιδρούσε αντανακλαστικά σε κάθε κριτική με αναφορά στο αθηναϊκό κράτος! Είναι η αθηναϊκή κοινωνία αυτό που αποκαλούμε αθηναϊκό κράτος; Όχι, βέβαια. Υφίσταται τις συνέπειες της υπερδιόγκωσης του αθηναϊκού κράτους και της πολιτικής της αθηναϊκής ολιγαρχίας. Παρ’ όλα αυτά αντιδρά. Γιατί;
Αυτός ο «Μηχανισμός της Καταστροφής» με τον οποίο λειτουργεί το κράτος μετά το 1922 παράγει αρνητικά αποτελέσματα που δεν θα του επιτρέψουν να πάει μπροστά.
Παράγει ένα ολιγαρχικό, οικογενειακό πολιτικό σύστημα. Παράγει, μετά τη γενιά του ’30, άντε και του ’60, μια πνευματική παρακμή η οποία στις μέρες μας είναι πολύ φανερή. Παράγει τρομερή οργανωτική αδυναμία, ενώ μονάδες υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία.
Πέρα από τις φωτιές, για τις οποίες ο συγκεντρωτισμός έχει σημαντικές ευθύνες (προσπαθούσαν να τις σβήσουν από την Αθήνα), η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που συμμετείχε στο Αφγανιστάν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και δεν μπόρεσε να απεγκλωβίσει 20 συνεργάτες που είχε στην χώρα αυτή. Η Ελλάδα είναι ανυπόληπτη στους γείτονές της και αντιμετωπίζεται ως προτεκτοράτο από τις δυνάμεις.
Για να οριστεί κάποιος υπουργός ή υψηλό στέλεχος της κυβέρνησης δεν αρκεί να είναι αρεστός στην Ουάσινγκτον, στις Βρυξέλλες ή στο Βερολίνο. Πρέπει πλέον να γίνεται αποδεκτός και από το Ισραήλ και την Τουρκία.
Το θέμα αυτής της εξάρτησης δεν απασχολεί κανέναν. Καλά να περνάμε και να μην μας διακόπτει κανείς όταν απολαμβάνουμε τον καφέ μας.
Πολύ περισσότερο δεν απασχολεί κανέναν ο Μηχανισμός αυτής της Καταστροφής. Και αυτός είναι ο υπερσυγκεντρωτισμός της χώρας.
Καλές οι παρέες, όπως λέει ο Σαββόπουλος, αλλά μόνο με αυτές δεν κυβερνάται η χώρα.
Ελπίζω οι κάτοικοι αυτής της πόλης να ωρίμασαν, τουλάχιστον, με τις πολλές ανεκπλήρωτες υποσχέσεις τόσων χρόνων και να μειδιούν με όσα ακούνε τις ημέρες αυτές από επίσημα χείλη.