Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού αφιερωμένο στο Σταυρό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας. Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’.
ε’. «Εσύ ‘νεργούσες κάποτε προσεκτικά σαν φίδι, μα τώρα πάει χάζεψες, κάνεις ανοησίες.
Πάει η εξυπνάδα σου… Μπρος στον Σταυρό ‘ξατμίστηκε, την έχασες τελείως∙
και στην παγίδα οπού ‘στησες, πιάστηκες τώρ’ ο ίδιος.
Για άνοιξ’ τα ματάκια σου και κοίτα προς τα πάνω…
Δεν βλέπεις ότι έπεσες στον λάκκο που ‘χες σκάψει;
Ορίστε μας! Το ξύλο αυτό που ολόξερο και άκαρπο τάχατε λες πως είναι,
για δες τώρα πώς κάρπησε∙ απ’ τον καρπό του πρόλαβε και γεύτηκ’ ο ληστής
κι αμέσως κληρονόμησε του Παραδείσου τ’ αγαθά και της Εδέμ τα κάλη.
Τύφλα να έχει η ράβδος, εκείνη λέω απ’ τα παλιά
που τον λαό τούτον εδώ απ’ την Αίγυπτο είχε βγάλει.
Υπέρτερο το ξύλο αυτό που τον Αδάμ τον βάζει και
πάλι στον Παράδεισο».
ς’. «Πάψε βρε Άιδη άθλιε, βούλωστο επιτέλους! Και τέτοια λόγια άνανδρα άλλο μην ξεστομίζεις.
Γιατί μ’ αυτά τα λόγια σου τις σκέψεις σου προδίδεις.
Είν’ ολοφάνερο, λοιπόν, πόσο φοβάσαι τον Σταυρό και τον Εσταυρωμένο.
Εμένα σε πληροφορώ διόλου δεν με φοβίζουν, κι ούτε θαρρώ του λόγου μου πως με υπονομεύουν∙
πώς θα γινόταν, άλλωστε; Αφού το επεδίωξα, ήταν το σχέδιο μου!
Αλλ’ έχει και συνέχεια… Σε λίγ’ ανοίγω μνήμα και παραχώνω τον Χριστό, τον θάβω εκεί μέσα.
Μα ακόμα και μετά απ’ αυτό, αντί να ησυχάσεις, διπλάσια η δειλία σου πρόκειται να φουντώσει.
Θα σκιάζεσαι απ’ τον Σταυρό, θα τρέμεις και τον Τάφο.
Κι αλάργα εγώ θα κάθομαι και θα σε κάνω χάζι∙ πολύ θα ξεκαρδίζομαι με το ρεζίλεμά σου.
Κι όπως θα θάβουν τον Χριστό, θα ‘ρχομαι να σου λέω:
Ποιος είπες πως θα έβαζε κείν’ τον Αδάμ τον έρμο και
πάλι στον Παράδεισο;».
ζ’. Μεμιάς ο Άιδης τ’ απαντά, του διαόλου του φωνάζει –
ο ανάπηρος τ’ αόμματου, ο ένας τυφλός στον άλλο: «Κοίτα
καλά∙ για πρόσεχε! Στα σκοτεινά βαδίζεις, ψηλαφητά προχώρησε και κοίταξε μην πέσεις.
Ό,τι σου λέω βρ’ αναίσθητε, μέσ’ στο μυαλό σου βάλτο,
αυτό που κάνεις έσβησε, σκοτείνιασε τον ήλιο.
Αυτό το ξύλο που ‘φτιαξες και που το καμαρώνεις, το σύμπαν το ταρακουνά
κι όλη η γη σαλεύει, τον ουρανό σκοτείνιασε
και σχίζει ως και τις πέτρες∙ ως και το καταπέτασμα στου Σολομώντα τον Ναό, όμοια κι αυτό το σκίζει.
Κι όσοι ήταν στα μνήματα μέσα παραχωμένοι, σκώθηκαν και κυκλοφορούν.
Άκου! οι νεκροί φωνάζουν: “Άιδη κατάλαβε, μού λεν!
Ο Αδάμ είναι που το ‘βαλε και πάει καρφί για νά ‘μπει και
πάλι στον Παράδεισο”».
η’. «Στο τέλος το κατάφερε να σου τσακίσει το ηθικό, του Ναζωραίου το ξύλο;»,
είπε τότε ο διάβολος στον Άιδη τον τρομαχτικό πατέρα του ολέθρου.
«Απ’ τον Σταυρό νεκρώθηκες, ο που όλους τους νεκρώνεις;
Πώς λες πως τόσο σ’ έσκιαξε τώρα αυτό το ξύλο;
Δεν έπρεπε παλιότερα να είχες φρίξει εξίσου με του Αμάν τη σταύρωση;
Ή με τον πάσσαλο εκειόν που η Ιαήλ επήρε και τον Σισάρα σκότωσε;
Ή με τους πέντε τους σταυρούς πάν’ στους οποίους κάρφωσε
τους που τον τυραγνούσαν ο γιος εκείνου του Ναυή που Ιησού τον λέγαν;
Πόσο πια περισσότερο μπορεί να σε τρομάζει το δέντρο τούτο της Εδέμ που έδιωξ’
έξω τον Αδάμ, μα πίσω δεν τον βάζει και
πάλι στον Παράδεισο».
θ’. «Έφτασ’ η ώρα βρε Βελίαρ, τ’ αυτιά σου πια ν’ ανοίξεις.
Τώρα σε λίγο θα φανεί και θα την καταλάβεις την κυριαρχία του Σταυρού,
και Του Εσταυρωμένου την εξουσία την πολλή.
Γιατί για σένα ο Σταυρός φαντάζ’ ανοησία,
μα για την κτίση ολάκερη ως Θρόνος θεωρείται.
Απάνω του καρφώθηκε κι έτσι είναι που θρονιάστηκε ο Ιησούς
κι ακούει, έναν από τους δυο ληστές να Του βροντοφωνάζει:
“Κύριε, στη Βασιλεία Σου, θυμήσου με κι εμένα”.
Κι από καθέδρας τ’ απαντά Εκείνος και του λέει:
“Από σήμερα καημένε μου μαζί μου βασιλεύεις∙
γιατί μαζί μου συ θα μπεις και
πάλι στον Παράδεισο”».
ι’. Μόλις τ’ ακούει όλ’ αυτά ο παμπόνηρος ο δράκος,
ορμάει αλλόφρων∙ τι να δει; αυτά που είχ’ ακούσει.
Ληστή είδε να ομολογεί και μαρτυρία να δίνει για το Χριστό που δίπλα του μαρτύριο τραβούσε.
Τα έχασε μπροστά σ’ αυτά,
τα στήθια του χτυπούσε και μαύρες σκέψεις έκανε:
«Με το ληστή Αυτός μιλά, μα μπρος στους δικαστές του απόκριση δεν έδινε.
Πριν του δεν καταδέχτηκε απ’ το στόμα του να βγάλει μια λέξη μόνο για να πει στον ίδιο τον Πιλάτο…
Τώρα μιλά με τον φονιά κι “έλα μαζί μου στη χαρά” έτσι εύκολα του λέει!
Τι γίνεται ‘δώ πέρα; Τι είδε
απάνω στον Σταυρό καλό σε τούτον το ληστή; Τα έργα του ή τα λόγια;
Σαν τι καλό άραγε του βρήκε και τον παίρνει
ετούτον στον Παράδεισο;».
ια’. Ξανά φωνάζει ο δαίμονας∙ μόν’ που η φωνή του τώρα, πιο φιλική ακούστηκε…
Λέει του, λοιπόν, «βρε Άιδη, συμπάθα με για τα πιο πριν, συ ‘σαι η απαντοχή μου.
Τα ίδια με σένα έπαθα∙ μου τα ‘πες, δεν τα πίστεψα, καλά μου να το πάθω.
Το ξύλο που είδες κι έφριξες,
αυτό κι εγώ το είδα, βαμμένο κατακόκκινο από νερό και αίμα∙ και όμοια έφριξα κι εγώ!
Μα όχι από το αίμα∙ απ’ το νερό ‘γώ τρόμαξα κι ακόμα να συνέλθω…
Τ’ αίματα τα περίμενα∙ πολύ μυαλό δεν θέλει. Αφού ο Ιησούς σφαγιάστηκε, αίμα δεν θα υπήρχε;
Μα του νερού ο συμβολισμός είν’ η ζωή η ίδια! Γιατί η ζωή ανέβλυσε
μέσα από την πλευρά Του∙ δεν είν’ ο πρώτος το λοιπόν,
ο δεύτερος μωρ’ είναι! Λέω ο δεύτερος Αδάμ! Εύα
μητέρα όλων, όσων στη γη περπάτησαν, αυτός λοιπόν σε κάνει ν’ ανθίσεις ξαν’ ολόδροση και
πάλι στον Παράδεισο”».