Ως Ποντιακό Ζήτημα θεωρείται το ζήτημα που προέκυψε κατά τη διάρκεια της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, όταν διαδραματίστηκαν τα θλιβερά γεγονότα της Γενοκτονίας των Ελλήνων και των Αρμενίων, που είχαν ως αποτέλεσμα την δημιουργία του αντάρτικου των Ελλήνων του Πόντου και τη δημιουργία κινήματος για την ίδρυση ενός κράτους στον Πόντο, με βασική συνιστώσα τους Έλληνες της περιοχής.
Η αναζητήσεις και οι ελπίδες για ίδρυση κράτους στον Πόντο, αναπτερώθηκαν το διάστημα που ακολούθησε μετά τη Συνθήκη του Μούδρου (17/10/2018) και μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών.
Ακολούθησε η τελική φάση της Γενοκτονίας και η Μικρασιατική Καταστροφή, που οδήγησε στην υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης (24/7/1923), που θεωρείται η ταφόπλακα του Ελληνισμού της Ανατολίας, και η Ανταλλαγή των πληθυσμών, που αν δεν ενταφίασε, άλλαξε δραματικά τη φύση και τα χαρακτηριστικά του Ποντιακού Ζητήματος.
Μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης, με την έξοδο των χριστιανών Ελλήνων από τον Πόντο, το Ποντιακό Ζήτημα είχε βασικά δύο σκέλη. Το ένα ήταν η διεκδίκηση της δικαίωσης των θυμάτων της γενοκτονίας και το άλλο οι ελληνικής καταγωγής μουσουλμανικοί πληθυσμοί, ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι, που παρέμειναν στον Πόντο.
Και τα δύο αυτά θέματα, παρότι δεν απασχόλησαν το ελλαδικό κράτος επί δεκαετίες, συνέχισαν να υφέρπουν στην ελλαδική κοινωνία και την κοινωνία στον Πόντο καθώς και σε κοινότητες Ελλήνων ποντιακής καταγωγής που εγκαταστάθηκαν και κατοικούσαν στην ΕΣΣΔ, τις ΗΠΑ και αλλού.
Το πρώτο άρχισε να αναδεικνύεται κυρίως στην ελλαδική κοινωνία τη δεκαετία του 1980 και απασχόλησε έμπρακτα το ελληνικό πολιτικό σύστημα τη δεκαετία του 1990, οπότε και αναγνωρίστηκε από τη Βουλή των Ελλήνων η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου (24/2/1994).
Την ίδια δεκαετία άρχισε δειλά-δειλά να αναδεικνύεται το θέμα των ελληνικής καταγωγής πολιτών της Τουρκίας με καταγωγή από τον Πόντο.
Οι επισκέψεις Ελλήνων στον Πόντο και ο συγχρωτισμός τους με τους κατοίκους του σημερινού Πόντου και η συνεύρεση χριστιανών και μουσουλμάνων Ελλήνων και «Τούρκων» με καταγωγή από τον Πόντο κυρίως στη Γερμανία, δημιούργησε ένα πεδίο διεργασιών, με κοινό τόπο τον μουσικό, γλωσσικό και γαστρονομικό πολιτισμό του Πόντου.
Η τεχνολογία, η τηλεόραση, τα βίντεο που δημιουργούν αυθόρμητα χιλιάδες άνθρωποι, η ευκολία επικοινωνίας στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, έδωσε τη δυνατότητα σε Ποντίους της «από δω και της από κει πλευράς», να παρακάμψουν κρατικές πολιτικές αγκυλώσεις, καθώς και κοινωνικά / θρησκευτικά στερεότυπα και να συναντηθούν.
Αυτά τα δυο, ο αγώνας για την δικαίωση των θυμάτων της Γενοκτονίας, δικαίωση που θα επιτευχθεί όταν διεθνοποιηθεί το θέμα και υποχρεωθεί η Τουρκία να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία, και η ανάπτυξη ακηδεμόνευτων σχέσεων μεταξύ της «από δω και της από κει πλευράς», συνθέτουν το Νέο Ποντιακό Ζήτημα.
Η Τουρκία παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις γύρω από το θέμα, το οποίο το τουρκικό κράτος θεωρεί ότι απέκτησε άλλες διαστάσεις με την παρουσία και κυρίως με την ομιλία του πρωθυπουργού της Ελλάδας κ. Μητσοτάκη στο Διεθνές Συνέδριο για τη Γενοκτονία, στο Αμφιθέατρο του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, το 2019, αλλά και με την επίσημη αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τον προέδρο των ΗΠΑ κ. Μπάιντεν, στις 24 Απριλίου 2021.
Μετά από αυτές τις δύο εξελίξεις, άρχισε το τουρκικό κράτος να ανασύρει από τα συρτάρια του το Νέο Ποντιακό Ζήτημα και τους φακέλους με τα πρόσωπα «από δω και της από κει πλευράς» που παίζουν κάποιο ρόλο στην ανάδειξή του.
Αποτέλεσμα αυτής της «ενεργοποίησης» των κλασικών αντανακλαστικών του βαθέως κράτους, ήταν οι απαγορεύσεις εισόδου στην Τουρκία σε Έλληνες πολίτες, με αποκορύφωμα την πρόσφατη απαγόρευση εισόδου στον Προέδρο της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος, Γιώργου Βαρυθυμιάδη, τις παραμονές της λειτουργίας της Παναγίας Σουμελά στη Ματσούκα του Πόντου.
Ακολούθησε διάβημα της Ελλάδας για την κράτηση του κ. Βαρυθυμιάδη στο αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης αλλά και για την άρνηση των τουρκικών Αρχών να επιτρέψουν σε υπάλληλο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη να επισκεφθεί στον Έλληνα πολίτη που ήταν υπό κράτηση.
Μπορεί η Τουρκία να απέρριψε το διάβημα, όμως το πολιτικό θέμα με τις απελάσεις των Ελλήνων πολιτών με την άτυπη κατηγορία της ανάμειξής τους στο Νέο Ποντιακό Ζήτημα είναι πλέον υπαρκτό.
Τι σημαίνει αυτό με πολιτικούς όρους. Ότι η Ελλάδα, με την παρουσία του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στο διεθνές συνέδριο για τη Γενοκτονία αλλά και με τις δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων για το θέμα, για πρώτη φορά στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων με μια απλή κίνηση διεκδικεί από την Τουρκία, και η Τουρκία αμύνεται και απολογείται.
Με άλλα λόγια, ενώ επί δεκαετίες η Τουρκία διεκδικεί και η Ελλάδα αμύνεται, για πρώτη φορά, το ζήτημα της Γενοκτονίας, φέρνει την Ελλάδα να διεκδικεί και την Τουρκία να αμύνεται και να απολογείται.
Και όπως γίνεται αντιληπτό, υπάρχουν ακόμα πολλά, πάρα πολλά να γίνουν στο θέμα αυτό, αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση.
Η αντίδραση σχεδόν όλων των κομμάτων στην κράτηση και απέλαση του πρόεδρο της Παμποντιακής Ομοσπονδίας Ελλάδος, Γιώργου Βαρυθυμιάδη, δείχνει ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα εγκατέλειψε τις εθνομηδενιστικές ιδεοληψίες του παρελθόντος για το θέμα και η Ελλάδα, φαινομενικά τουλάχιστον, εμφανίζεται ενωμένη για το θέμα της Γενοκτονίας.
Αυτό το μείζον ηθικό, πολιτικό και γεωπολιτικό ζήτημα, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις να καταστεί ένα εθνικό θέμα, που, εκτός των άλλων, θα ισχυροποιήσει το «οπλοστάσιο» της εξωτερικής μας πολιτικής.
Έτσι έχουν τα πράγματα και σ’ αυτήν την κρίσιμη φάση αναζητούνται στρατηγικά μυαλά στην κοινωνία των πολιτών αλλά και στην πολιτική για την υπεύθυνη διαχείριση του Νέου Ποντιακού Ζητήματος.
Υστερόγραφο
Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύω ακράδαντα ότι η πολιτική γενικώς δεν πρέπει να ασκείται με όρους εντοπιότητας και καταγωγής, αλλά με όρους αρχών. Όμως είναι περίεργο και ακατανόητο να μην υπάρχει ένας ποντιακής καταγωγής υπουργός στο… πολυπληθέστατο υπουργικό συμβούλιο της Ελλάδας, ο οποίος, μάλιστα, θα μπορούσε να βοηθήσει την κυβέρνηση στο Νέο Ποντιακό Ζήτημα και στο ευρύτερο ζήτημα της ανάδειξης και διεθνοποίησης της γενοκτονίας του Ελληνισμού της Ανατολίας. Θα έλεγα ότι με την απουσία αυτή, παραβιάζεται ακόμα και η ίδια η στατιστική.