Κιβωτός καταφυγής, ένας τόπος όπου έβρισκαν ελπίδα και σωτηρία κυνηγημένοι από τους Τούρκους χριστιανοί (Έλληνες, Αρμένιοι, Σλάβοι, κτλ.) ήταν η Επτάκωμος Σάντα του Πόντου και οι μικρότεροι οικισμοί της.
Στην Ιστορία έχει μείνει γνωστή ως Σούλι του Πόντου, μια και οι ομοιότητές της πολλές.
Σάντα και Σούλι βρίσκονται σε κακοτράχαλες, δυσπρόσιτες και ορεινές περιοχές στις οποίες Τούρκος δεν πάτησε ποτέ το πόδι του μέχρι την πτώση τους, αιώνες μετά. Επίσης, έχουν να αφηγηθούν ηρωικές ενέργειες, αλλά θυσίες και σφαγές που προκαλούν ντροπή και αποτροπιασμό στον πολιτισμένο κόσμο.
Κυρίως, όμως, μοιάζουν, διότι και οι δύο τόποι γεννούσαν παλικάρια που δεν υπολόγιζαν στο ελάχιστο τη ζωή τους προκειμένου να υπερασπιστούν την πατρίδα και αντιστέκονταν μέχρι ενός στις αιμοδιψείς διαθέσεις των Οθωμανών αρχικά, και των Κεμαλιστών αργότερα.
Αλλά γέννησαν και γυναίκες περήφανες για την ελληνική καταγωγή τους, οι οποίες δεν δίστασαν να θυσιάσουν ακόμα και τα βρέφη τους για το ιδεώδες της ελευθερίας.
Στις 11 Ιουνίου 1921 η Σάντα, μετά από σκληρούς αγώνες, υπέκυψε στους Κεμαλιστές. Ήταν η ημέρα που καταγράφηκε στην Ιστορία ως αποφράδα, αφού σήμανε την καταστροφή και την ερημοποίησή της. Ταυτόχρονα σήμανε και την έναρξη της σκληρής εξορίας, με απερίγραπτες κακουχίες για τα γυναικόπαιδά της μέχρι να φτάσουν κάποια από αυτά ζωντανά στην Ελλάδα.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη ημέρα δεν τερμάτισε τον αγώνα των Σανταίων ανταρτών στις σκληροτράχηλες Ποντικές Άλπεις. Οι τελευταίοι από αυτούς παρέδωσαν τα όπλα και έφτασαν στην Ελλάδα το 1924.
Τα ιστορικά γεγονότα των τελευταίων ετών της Σάντας και κάποιες από τις δραματικές σελίδες κατά την καταστροφή της «ξετυλίγει» στο pontosnews.gr η πρόεδρος του Συλλόγου Σανταίων Θεσσαλονίκης «Η Επτάκωμος Σάντα» Βικτωρία Σαββίδου.
Οι επτά ενορίες και οι οικισμοί της
Πιαστοφάντων (πρωτεύουσα), Ζουρνατσάντων (το μοναδικό χωριό από την κάτω πλευρά του ποταμού Γιάμπολη), Ισχανάντων, Κοζλαράντων, Πινατάντων, Τερζάντων και Τσακαλάντων ήταν τα ονόματα των ενοριών των επτά οικισμών της Σάντας, σύμφωνα με τη Βικτωρία Σαββίδου.
Κατά την ίδια, γύρω από τις επτά κώμες υπήρχαν και πέντε μικρότεροι οικισμοί οι: Κοπαλάντων, Τρανόν το Φτελέν, Δώδεκα Αλάτια, Χαρατσάντων και Αλιάντων.
Κώμες και οικισμοί βρίσκονταν σε δύσβατο έδαφος, σε υψόμετρο 2.000 μέτρων στις Ποντικές Άλπεις και σε απόσταση 56 χιλιομέτρων από την Τραπεζούντα. «Ο πληθυσμός ήταν εξ ολοκλήρου χριστιανικός, οι κοινότητες ήταν πρότυπο και πολύ μικρό το ποσοστό των αναλφάβητων. Στον αντίποδα, πολλοί ήταν εγγράμματοι και επιστήμονες. Έκαναν μέχρι και μαθήματα γαλλικών. Υπάρχει ενδεικτικό μαθητή του 1896 που αναφέρει πολύ καλή γνώση γαλλικών. Οι Σανταίοι στα σχολεία τους αρνούνταν να μάθουν τουρκικά», λέει η Βικτωρία Σαββίδου.
Επειδή ο Σανταίοι ήταν πολύ καλοί τεχνίτες της πέτρας και ήταν σημαντική η παρουσία τους στα μεταλλεία της Αργυρούπολης, απολάμβαναν κάποιας μορφής προνόμια από τους Τούρκους. Εντούτοις, επειδή η περιοχή διέθετε και πολλά εύφορα βοσκοτόπια τα οποία διεκδικούσαν και μουσουλμάνοι από γειτονικές περιοχές, οι Σανταίοι συγκρούονταν πολύ συχνά μαζί τους και είχε αναπτυχθεί μεγάλο μίσος.
«Από το 1461, χρονιά που έπεσε η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, Τούρκοι τζανταρμάδες [σ.σ. στρατοχωροφυλακή] πάτησαν για πρώτη φορά στη Σάντα το 1915, όταν έψαχναν κάποιους Σλάβους που πίστευαν ότι έφτασαν στα βουνά της περιοχής. Από το 1915-1916 άρχισαν να εκφράζονται έντονα οι αρπακτικές διαθέσεις των Τούρκων τοπαρχών, στους οποίους οι Σανταίοι αντιστάθηκαν έντονα. Οι τζανταρμάδες περικύκλωσαν τη Σάντα και πυρπόλησαν κάποια σπίτια, αλλά δεν κατάφεραν να την υποτάξουν», τονίζει η πρόεδρος του συλλόγου «Επτάκωμος Σάντα».
Τότε, οι δημογέροντες αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα σώμα από 15-20 στρατεύσιμους για τη φύλαξη των χωριών. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1917, όταν βρίσκονταν στον Ανατολικό Πόντο οι Ρώσοι, δεν είχαν δημιουργηθεί προβλήματα.
«Όταν έφυγαν οι Ρώσοι συγκροτήθηκε γενική συνέλευση από εκπροσώπους και των επτά ενοριών, ώστε να αποφασίσουν πώς θα αντιμετωπίσουν πολιτικά και στρατιωτικά την έκρυθμη κατάσταση», εξηγεί η Βικτωρία Σαββίδου η οποία παραθέτει τις αποφάσεις που ελήφθησαν:
- Ορίστηκε πενταμελής Επιτροπής Άμυνας.
- Ορίστηκε στρατιωτικός υπεύθυνος των ανταρτών, ο καπετάν Γιάννης Σπαθάριος, ο οποίος όμως λίγους μήνες μετά, και ύστερα από μία μάχη με τους Τούρκους, κρυολόγησε και πέθανε. Για λίγες μέρες οι αντάρτες εξέλεξαν για αρχηγό τους τη γυναίκα του καπετάνιου, τη Σπαθάραινα, μέχρι να αναλάβει ο θρυλικός Ευκλείδης Κουρτίδης. Συναρχηγοί του ήταν οι τρεις αδελφοί Τσιριπίδη, ο Δαμιανός, ο Δημήτριος και ο Νικόλαος.
- Τοποθετήθηκε ένας καπετάνιος σε κάθε χωριό. Ο καπετάν Ευκλείδης, εκτός από γενικός στρατιωτικός αρχηγός των Σανταίων, ήταν καπετάνιος και της ενορίας Ισχανάντων.
- Καθορίστηκαν οι ηλικίες των στρατεύσιμων Σανταίων στο αντάρτικο.
- Απαγορεύθηκαν οι άσκοποι πυροβολισμοί, για εξοικονόμηση πυρομαχικών.
Οι τελευταίες μάχες, η θυσία των βρεφών και η εξορία
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1921 ένα απόσπασμα από Τούρκους χωροφύλακες έφτασε στη Σάντα μεταφέροντας διαταγή του μεράρχου Μιραλάη Σουπιή. Το φιρμάνι έλεγε να καταταγούν στο στρατό όλοι οι Σανταίοι, ανεξαρτήτως ηλικίας.
«Οι Σανταίοι αρνήθηκαν διότι ήξεραν ότι αν φύγουν όλοι οι άντρες από τα χωριά θα μπουν σε αυτά οι Τούρκοι και θα τα καταστρέψουν. Έτσι, στις 6 του μήνα έφτασε ένα πολύ μεγάλο τουρκικό στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο από 3.000 τακτικούς στρατιώτες, 60 ιππείς και 300 άτακτους τσέτες. Είχαν μαζί τους τρία ορεινά πυροβόλα και 13 μυδράλια. Κατέλαβαν τρία χωριά, τα Ισχανάντων, Πινατάντων και Τερζάντων. Φυλάκισαν όλους τους άντρες στην εκκλησία της Αγίας Κυριακής στο Ισχανάντων, όμως οι αντάρτες είχαν προλάβει να μεταφέρουν τα γυναικόπαιδα στο Πιστοφάντων και τα έβαλαν στο σχολείο του χωριού», αναφέρει η Βικτωρία Σαββίδου.
Την ίδια στιγμή αντάρτες με περίπου 300-400 γυναικόπαιδα ταμπουρώθηκαν σε μία σπηλιά: «Στις 11 Σεπτεμβρίου 1921 οι Τούρκοι κατάφεραν να μπουν και στα υπόλοιπα χωριά της Σάντας και δεν άφησαν πέτρα για πέτρα. Εκείνη την ημέρα είχαν ανοίξει οι ουρανοί. Έπεφτε δυνατή βροχή κι έτσι ο καπετάν Δαμιανός Τσιριπίδης κατάφερε να μεταφέρει μία ομάδα Σανταίων, άντρες και γυναικόπαιδα, μέσα από τα δάση στην Τραπεζούντα. Αυτοί κατάφεραν και σώθηκαν».
Όσοι έμειναν στη σπηλιά ήταν αποφασισμένοι να αφήσουν εκεί και την τελευταία ρανίδα του αίματός τους, ώστε να πεθάνουν χωρίς να υποταχθούν τους Τούρκους.
«Ο καπετάν Ευκλείδης πήρε μια πολύ σκληρή απόφαση, να θυσιάσει επτά βρέφη. Τα θανάτωσαν και άφησαν τα κορμάκια τους στο δρόμο, ώστε να τα δουν οι Τούρκοι και να κάνουν πίσω. Πίστεψαν ότι οι Τούρκοι θα σκεφθούν ότι άνθρωποι που θυσιάζουν τα παιδιά τους είναι αποφασισμένοι για όλα», λέει με συγκίνηση η Βικτωρία Σαββίδου. Ίσως όμως τα βρέφη να θανατώθηκαν, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων, όταν οι Σανταίοι κατάλαβαν ότι δεν θα μπορέσουν να νικήσουν στη μάχη…
Η μάχη τελικά έγειρε προς την πλευρά των αντιπάλων. Όσοι άντρες κατάφεραν να μείνουν ζωντανοί έφυγαν στα βουνά και συνέχισαν το αντάρτικο μέχρι το 1924. Οι γυναίκες οδηγήθηκαν στην εξορία, μέσα από απάνθρωπες πορείες θανάτου.
«Μετέφεραν τις γυναίκες μέχρι το Ερζερούμ και το Χουνούζ. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να λέει: “Kαταραμένο Χουνούζ”», λέει με λυγμό η πρόεδρος της «Επτάκωμης Σάντας».
Ένας ιερέας, όταν είδε από ψηλά να καίγονται τα χωριά της Σάντας είπε ότι οι Σανταίοι οδηγούνται «στην εξορία του Αδάμ».
«Ήταν η πρώτη φορά που οι Τούρκοι έστειλαν γυναικόπαιδα στην εξορία. Δεν τους επέτρεπαν να διανυκτερεύσουν κοντά σε χωριά, για να μην τους βοηθήσει κανείς. Κάποιοι Πόντιοι από άλλες περιοχές κατάφεραν να περιθάλψουν για λίγο κάποιες γυναίκες και γέρους. Τους έδωσαν ρούχα, διότι έφυγαν μόνο με αυτά που φορούσαν και είχαν κουρελιαστεί. Μιας ετοιμόγεννης γυναίκας ήρθε η ώρα της. Άλλες γυναίκες έκαναν κύκλο γύρω της, όμως το παιδί γεννήθηκε νεκρό. Άφησαν το άψυχο κορμάκι του μέσα στο χιόνι. Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν να θάψουν κανέναν», τονίζει η Βικτωρία Σαββίδου.
Μετά την ατέλειωτη περιπλάνηση, τις κακουχίες και τις πορείες θανάτου στις περιοχές του Ερζερούμ και του Χουνούζ τα γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί έφτασαν στην Ελλάδα στο τέλος του 1922 και στις αρχές του 1923.
Το μνημόσυνο
Κάθε χρόνο, στον ιερό χώρο της Παναγίας Σουμελά στο Βέρμιο Σανταίοι απ’ όλη την Ελλάδα τελούν μνημόσυνο για τους προγόνους τους που έπεσαν από το μαχαίρι των Κεμαλιστών και για τα θύματα που έμεινα άταφα στην ιστορική πατρίδα.
Για τρεις-τέσσερις μέρες, συνήθως από την Πέμπτη ή την Παρασκευή και μέχρι την Κυριακή, το πρώτο σαββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου, συγκεντρώνονται στο «Σπίτι των Σανταίων».
Εκεί στολίζουν τα κόλλυβα, τελούν τρισάγιο, καταθέτουν στεφάνια στο μνημείο των Σανταίων, μοιράζουν στον κόσμο τανωμένο σορβά και πιροσκία και το βράδυ του Σαββάτου πραγματοποιούν ένα μεγάλο γλέντι, διότι τα παλικάρια δεν τα κλαίνε, αλλά τα τραγουδάνε.
Αυτή η παράδοση κρατάει από τη δεκαετία του 1960 και πλέον το μνημόσυνο των Σανταίων, κατά τη Βικτωρία Σαββίδου, έφτασε να αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη εκδήλωση από πλευράς προσέλευσης κόσμου, στην Παναγία Σουμελά, μετά τον λαμπρό εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου.
Φέτος, παρά το γεγονός ότι συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη σφαγή της Σάντας και το «Κοινό των Σανταίων» σχεδίαζε να τιμήσει με λαμπρές εκδηλώσεις τη μνήμη των θυμάτων, ο κορονοϊός είχε άλλα σχέδια.
«Λόγω του κορονοϊού οι εκδηλώσεις θα είναι περιορισμένες και μικρή η προσέλευση του κόσμου. Θα γίνει το Σάββατο ο στολισμός των κολλύβων και το μνημόσυνο θα τελεστεί αυθημερόν, την Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου, με αυστηρή τήρηση όλων των υγειονομικών μέτρων προστασίας. Θα τελεστούν μόνο πανηγυρική Θεία Λειτουργία, μνημόσυνο κι επιμνημόσυνη δέηση στο μνημείο των Σανταίων. Στη συνέχεια εγώ θα πω δυο λόγια ως πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής και θα ακολουθήσουν κατάθεση στεφάνων, ενός λεπτού σιγή και ο Εθνικός Ύμνος. Θα προσφέρουμε, επίσης, καφέ και λίγα κεράσματα», λέει η Βικτωρία Σαββίδου.
Να σημειωθεί ότι την οργανωτική επιτροπή του μνημοσύνου αποτελούν Σανταίοι από όλη την Ελλάδα, με πρόεδρο πάντοτε τον εκάστοτε πρόεδρο της «Επτάκωμης Σάντας».
Η ιδιαίτερη σχέση της Σάντας με την Παναγία Σουμελά
Μία ιδιαίτερη σχέση είχε αναπτυχθεί μεταξύ των Σανταίων και του μοναστηριού της Παναγίας Σουμελά στην ιστορική πατρίδα.
Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι οι Σανταίοι ήταν οι μόνοι που είχαν το δικαίωμα να κυκλοφορούν οπλισμένοι στο χώρο του μοναστηριού.
«Αυτή η σχέση συνεχίστηκε και στην Ελλάδα μετά τον ξεριζωμό. Οι κάτοικοι της Καστανιάς στο Βέρμιο είναι αμιγώς Σανταίοι στην καταγωγή και παραχώρησαν 500 στρέμματα για να χτιστεί στην Ημαθία η νέα Παναγία Σουμελά. Μάλιστα, στο χώρο του μοναστηριού χτίστηκε το 1956 το “Σπίτι των Σανταίων”, ο πρώτος ξενώνας που κατασκευάστηκε στην Παναγία Σουμελά», καταλήγει η Βικτωρία Σαββίδου.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης