Το Ακ Νταγ Μαντενί (Akdağmadeni) –ή απλώς Ακ Νταγ Μα(ν)τέν– είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.300 μέτρα. Βρίσκεται στην περιοχή της κεντρικής Ανατολίας και ανήκει στην επαρχία της Γιοζγκάτ (Yozgat).
Το όνομα της πόλης σημαίνει μεταλλείο του λευκού όρους, ονομασία που δόθηκε λόγω των μεταλλείων αργύρου, χρυσού και μολύβδου.
Λόγω του υψομέτρου, αλλά και του υγρού κλίματος, υπάρχουν πυκνά πλατύφυλλα και κωνοφόρα δάση. Επίσης ευδοκιμούν βελανιδιές και άγριες καρυδιές, καλύπτοντας το 32% της περιοχής. Παράγεται δε σαλέπι (salep), που λαμβάνεται από κονδύλους λουλουδιών ορχιδέας – εκτός από διατροφική αξία, έχει και φαρμακευτική.
Στο Ακ Νταγ Ματέν εντοπίζεται και η σπάνια ποικιλία μανιταριών morel, που εξάγεται στην Ευρώπη από το 2014. Τόσο η ορχιδέα όσο και η ποικιλία των μανιταριών morel προβάλλονται ως αντιπροσωπευτικά σύμβολα της περιοχής στον Πύργο Ρολογιού που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
Οι Έλληνες του Ακ Νταγ Μαντέν
Η παρουσία των Ελλήνων –που έδωσε πνοή και αλματώδη ανάπτυξη στην κώμη του Ακ Νταγ Μαντέν– άρχισε μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828, οπότε έπαψαν να λειτουργούν τα μεταλλεία της Αργυρούπολης.
Έτσι, το 1832 αρκετές οικογένειες από την Αργυρούπολη, μαζί με οικογένειες κρυπτοχριστιανών από το χωριό Σταυρίν, έφτασαν στις εύφορες κοιλάδες του Ακ Ντάγ Μαντέν.
Κατόπιν στην περιοχή δημιουργήθηκαν 30 χωριά, αμιγώς ελληνικά. Τα μεταλλεία υπήρξαν σημαντική πηγή εσόδων, γεγονός που βοήθησε στην αλματώδη πρόοδο της πόλης και συνέβαλε στην πληθυσμιακή, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των κοινοτήτων της περιοχής.
Επιπλέον, εφέλκυσε και την προσοχή του κράτους, το οποίο μετέφερε στην πόλη την υποδιοίκηση της επαρχίας Γιοσγάτης, καθώς συνέστησε Ειρηνοδικείο και Πταισματοδικείο.
Η πόλη διοικητικά υπαγόταν στην επαρχία της Γιοσγάτης του νομού Άγκυρας και εκκλησιαστικώς στην Ιερά Μητρόπολη Χαλδίας, Χερροιάνων και Κερασούντος.
Το 1880, όταν σταμάτησαν να λειτουργούν τα μεταλλεία, τόσο οι κάτοικοι της πόλης όσο και των χωριών στράφηκαν στη γεωργία, σε διάφορα τεχνικά επαγγέλματα και στο εμπόριο, όπου μεγαλούργησαν.
Στις αρχές του 20ού αιώνα είχε 8.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 5.000 ήταν Έλληνες, οι 2.000 Τούρκοι και οι 1.000 Αρμένιοι. Την ίδια περίοδο πολυτελείς κατοικίες επιφανών Ελλήνων, σχολεία, εκκλησίες και δημόσια κτήρια κατέτασσαν το Ακ Νταγ Μαντέν στις σύγχρονες πόλεις της εποχής.
Οι ελληνικές συνοικίες
Υπήρχαν τρεις ελληνικές συνοικίες, του Αγίου Γεωργίου, του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Χαραλάμπους, που ήταν και ο μητροπολιτικός ναός της πόλης.
Στη συνοικία του Αγίου Γεωργίου οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν κρυπτοχριστιανοί από το Σταυρίν. Σήμερα σώζεται ο ομώνυμος ναός, που όμως έχει μετατραπεί στο τέμενος Istanbulluoğlu.
Επίσης ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους σώζεται, κατεστραμμένος σε μεγάλο βαθμό. Εκτός από τα τρία ενοριακά σχολεία, υπήρχαν μια Αστική Σχολή, καθώς και Παρθεναγωγείο.
Στο κέντρο της παλιάς πόλης βρίσκεται το παλιό ταχυδρομείο, που ήταν το εμπορικό κατάστημα της οικογένειας Κιουπτσίδη.
Λίγο παρακάτω βρίσκεται ερειπωμένο ένα παλιό ελληνικό αρχοντικό, ανατολίτικης αρχιτεκτονικής, με εσωτερικό κήπο. Χρησιμοποιήθηκε περί το 1917 για λίγο χρονικό διάστημα ως φυλακή. Αποκαταστάθηκε προσφάτως και σήμερα λειτουργεί ως δημοτική βιβλιοθήκη.
Οι διώξεις κατά των Ελλήνων
Από το 1876 ξεκίνησαν οι διώξεις των Ελλήνων από τις τουρκικές Αρχές. Αρχικά εναντίων των κρυφών Σταυριωτών που παρακολούθησαν την αναστάσιμη λειτουργία στο ναό του Αγίου Χαραλάμπους.
Επίσης το 1905 αρνήθηκαν να απογραφούν ως μουσουλμάνοι, με αποτέλεσμα οι διώξεις και τα βασανιστήρια να ενταθούν και μερικοί εκ των προκρίτων τους να οδηγηθούν στη φυλακή, όπου κάποιοι εξ αυτών κατέληξαν.
Οι διώξεις, τα βασανιστήρια και οι εξορίες στα τάγματα εργασίας συνεχίστηκαν με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου, ενώ πολλοί Έλληνες του Ακ Νταγ Μαντέν απαγχονίστηκαν στην Αμάσεια το 1921, μετά την καταδίκη τους από τα Δικαστήρια Ανεξαρτησίας.
Αναφορικά με την κινηματογραφική καταγραφή
Η κινηματογραφική καταγραφή της πόλης του Ακ Νταγ Μαντέν πραγματοποιήθηκε από την υπογράφουσα το έτος 2009. Δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε. Αιφνιδίως εμφανίστηκε ο «νόμος» της πόλης και η καταγραφή σταμάτησε στον αυλόγυρο του Αγίου Γεωργίου, της αλλοτινής ελληνικής συνοικίας.
Κατόπιν οδηγηθήκαμε στο αστυνομικό τμήμα της πόλης, όπου είχαμε, εγώ και οι συνεργάτες μου, πολύωρη «συζήτηση» με τους αρμοδίους. Η περιπέτεια έληξε χωρίς περαιτέρω προβλήματα.
https://vimeo.com/594903757
Θωμαΐς Κιζιρίδου