Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού αφιερωμένο στο Σταυρό του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας.
Προοίμιο Ι
Η ρομφαία κείν’ η φοβερή που αναδίδει φλόγες, δεν τη φρουρεί όπως παλιά την πύλη της
[Εδέμ.
Μ’ έναν τρόπο παράδοξο το ξύλο του Σταυρού ήρθε πια και τη συγκρατεί.
Και του θανάτου το κεντρί κι η εξουσία τ’ Άδη τώρα πια καθηλώθηκαν.
Κατέφτασες Σωτήρα μου και σ’ όσους είν’ στον Άδη τους φώναξες με δύναμη:
«Ελάτε τώρα, έφτασε η ευλογημένη ώρα, σας άνοιξα και μπαίνετε και
πάλι στον Παράδεισο».
Προοίμιο ΙΙ
Στ’ αλήθεια αντί πολλών ψυχών δόθηκες ‘Σύ ως λύτρο
σαν με καρφιά Σ’ αρμόσανε και σταυροειδώς καθήλωσαν το Τίμιό Σου Σώμα∙
Χριστέ μας και Θεέ μας έτσι μας εξαγόρασες.
Ότι έδωσες το αίμα Σου, το τίμιό Σου αίμα απ’ την αγάπη την πολύ οπού ‘χες στους ανθρώπους.
Και τις ψυχές μας άρπαξες που ήτανε πιασμένες στου θανατά το δόκανο∙
κι έτσ’ όλους όπως μας έσωσες πίσω θε να μας βάλεις και
πάλι στον Παράδεισο.
Προοίμιο ΙΙΙ
Γήινα και ουράνια, τώρα λοιπόν αντάμα, τα συχαρίκια στον Αδάμ δίκια του προλαβαίνουν,
γιατί πήρε το κάλεσμα και τρέχει για να πάει και
πάλι στον Παράδεισο.
Οίκοι
α’. Τρεις οι σταυροί που πάκτωσε στον Γολγοθά ο Πιλάτος,
απ’ έναν για τους δυο ληστές κι έναν του Ζωοδότη.
Του Ζωοδότη τον Σταυρό σαν είδε τότ’ ο Άιδης, γύρισε στους συντρόφους του, λόγια πικρά τους λέει:
«Αχού βρε υπηρέτες μου, ωιμέ αξιωματικοί μου!
ποιος είν’ αυτός που μού ‘μπηξε καρφί μεσ’ την καρδιά μου;
Ξύλινη λόγχη κάρφωσαν απάνω στο κορμί μου και νιώθω πως θα εκραγώ σε χίλια δυο κομμάτια.
Πονάν΄όλα τα μέσα μου και η κοιλιά μ’ με σφάζει.
Συναγερμό τώρα χτυπούν όλες μου οι αισθήσεις, το πνεύμα μ’ έχει ταραχτεί!
Άλλο πια δεν αντέχω, σκληρά εξαναγκάζομαι να απελευθερώσω
και τον Αδάμ τον ίδιο του κι όλους τους όμοιούς του.
Κοίτα να δεις τι γίνεται… Απ’ ένα ξύλο, ένα δεντρί, μου πέσανε στα χέρια,
κι απ’ ένα ξύλο, τον Σταυρό, μου ξεγλιστράν και φεύγουν και τη γλιτώνουν για να πάν’ και
πάλι στον Παράδεισο.
β’. Καθώς τ’ ακούει όλ’ αυτά το δολερό το φίδι,
δρόμο έβαλε και σύρθηκε και φτάνοντας στον Άιδη γύρισε και του φώναξε: «Τι έχεις μωρέ Άιδη μου;
Γιατί άδικα στενάζεις; Και τέτοια λόγια γοερά απ’ το στόμα πως σου βγαίνουν;
Το ξύλο αυτό που σήκωσαν και σ’ έκανε να φρίξεις
για της Μαρίας ‘γω τον γιό το πελεκούσα για καιρό και έτοιμο είναι τώρα!
Εγώ το έβαλα μπροστά στων Ιουδαίων τα μάτια κοιτώντας το συμφέρον μας.
Αυτό βρε είναι ο Σταυρός που πάνω του καρφώσαν αυτόν τον ίδιο τον Χριστό!
Γιατί με ένα ξύλο θε να σκοτώσω τον Αδάμ τον δεύτερο και τώρα- καθώς τον πρώτο σκότωσα.
Μην σε ταράζει το λοιπόν! Δεν σε κατασπαράζει…
Κάτσ’ εδώ πέρα μια χαρά και κράτα όσους έχεις. Όσοι εξουσιάζουμε
κανένας δεν μας φεύγει – σιγά μη μας ξεφύγουνε, σιγά και να μην πάνε και
πάλι στον Παράδεισο!».
γ’. «Δεν πας μια βόλτα βρε Βελίαρ, μήπως δα και συνέλθεις;», ο Άιδης του αντιγύρισε.
Για τρέξε λίγο παρακεί μήπως ξελαμπικάρεις κι ανοίξουνε τα μάτια σου∙ τότε θα δεις καλά-καλά του ξύλου
αυτού τη ρίζα που τρύπησε και χώθηκε βαθιά μέσ’ στην ψυχή μου.
Κατέβηκ’ ως τα μέσα μου, στο βάθη μου έχει φτάσει,
για να γραπώσει τον Αδάμ κι έξω να τον τραβήξει, σαν ένα παλιοσίδερο απ’ του νερού τα βάθη.
Αυτό ακριβώς το σκηνικό το είχε προεικονίσει ο Ελισαίος κάποτε,
όταν απ’ το ποτάμι με θαύμα έξω τράβηξε μια σιδερένια αξίνα.
Ένα στειλιάρι έριξε μες το νερό ο Προφήτης και το βαρύ με τ’ αλαφρύ το τράβηξ’ απ’ τον πάτο.
Προμήνυμα σου δόθηκε∙ μάθημα σε διδάσκει:
από ένα ξύλο ο Αδάμ πρόκειται να ανακάμψει
απ’ την ταλαιπωρία του και να γυρίσει πίσω και
πάλι στον Παράδεισο!».
δ’. «Μα ποιος μπορεί να σου έβαλε, μωρ’ Άιδη, τέτοια ιδέα;» τον ρώτησε ο διάολος κι αυτός με τη σειρά του.
«Γιατί άραγε εδείλιασες και σ’ έχει πιάσει φόβος, χωρίς να υπάρχει φόβητρο;
Απ’ ένα ξύλο ευτελές, ολόστεγνο τελείως και άκαρπο
που φτιάχτηκε για να ΄χουν τιμωρία με θάνατο
οι αιμοδιψείς και οι παλιοκακούργοι;
Αυτό, λοιπόν, που εμπνεύστηκε ο ίδιος Πιλάτος –με μια μικρή βοήθεια και συμβουλή από ‘μένα–
αυτό το τρέμεις τώρα δα και πιθανό νομίζεις να γίνει το απίθανο;
Αυτό που όλοι το ‘χουνε γι’ όργανο τιμωρίας, εσύ φοβάσαι μάταια πως σωτηρία φέρνει;
Ποιος να ‘ν’ ο που σε πλάνησε; Μα ποιος σε έχει πείσει
ότι αυτός που έπεσε μ’ αιτία κάποιο ξύλο, και πάλι θα ανορθωθεί χάρη σε κάποιο ξύλο
και θα κληθεί εξαιτίας του ξανά να κατοικήσει και
πάλι στον Παράδεισο;».