Από το ονοματοποιημένο ρήμα γουρ-νούμαι (ουρλιάζω) της ποντιακής διαλέκτου προέρχεται το γούρνιαγμαν, που σημαίνει ουρλιαχτό.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, το ουρλιαχτό του σκύλου, ιδιαιτέρως τη νύχτα, θεωρούνταν προμήνυμα θανάτου προσώπου του οικογενειακού περιβάλλοντος.
«Ο σκύλον γουρνάται, κάποιος θ΄ αποθάν΄!» (Ο σκύλος ουρλιάζει, κάποιος θα πεθάνει!), έλεγαν.
Μάλιστα, για να προλάβουν το κακό, καταδίωκαν με πέτρες και ξύλα το άτυχο ζώο φωνάζοντας: «Να τρως το κιφάλι σ΄! Έπαρ το κακόν και οφύγον ση χαμονήν!» (Να φας το κεφάλι σου! Πάρε το κακό και φύγε στον αγύριστο!)