«Ο Πόντος είναι συναίσθημα. Είναι έρωτας, είναι η πατρίδα μας. Αξίζει όσο τίποτα να ασχολείσαι με τους προγόνους μας. Υπέφεραν τόσα πολλά, τόσο άγριες καταστάσεις και λίγα από αυτά βγήκαν στη φόρα. Αγαπώ τον Πόντο χωρίς τυμπανοκρουσίες».
Στις λίγες αλλά με βαθύτατο νόημα παραπάνω φράσεις του Αχιλλέα Βασιλειάδη αντικατοπτρίζεται η αγνή αγάπη ενός ανθρώπου για τον Πόντο, την παράδοση και τον πολιτισμό του. Ενός ανθρώπου που μεγάλωσε και πέρασε όλη του τη ζωή άρρηκτα συνδεδεμένος με κάθε τι που παρέπεμπε αλλά και που προήρθε από την ιστορική πατρίδα.
Σήμερα, στα 69 του χρόνια, ο Αχιλλέας Βασιλειάδης εξακολουθεί να αισθάνεται ανατριχίλα όταν έρχονται στο μυαλό του οι διηγήσεις των προσφύγων παππούδων και γιαγιάδων του για τη ζωή και την καθημερινότητά τους στον τόπο που γεννήθηκαν και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, την Αργυρούπολη του Πόντου.
Κυρίως, με κρυφή περηφάνια θυμάται τη γιαγιά του Αγάπη να του απαγγέλλει απ’ έξω στην ποντιακή διάλεκτο την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Μεγάλο παράπονό του απέναντι στον εαυτό του το γεγονός ότι δεν σκέφτηκε να την ηχογραφήσει με ένα κασετοφωνάκι, ώστε να μπορεί να μεταφέρει στις επόμενες γενιές και να κάνουν κτήμα τους αυτόν τον πολιτιστικό θησαυρό.
Ο Αχιλλέας Βασιλειάδης από διάφορες πλευρές υπηρέτησε τον ποντιακό ελληνισμό και κυρίως τον πολιτισμό του. Ως τραγουδιστής, ως ηθοποιός στο θέατρο, ως ιδιοκτήτης καταστήματος με ποντιακή μουσική και ποντιακή κουζίνα, ως παρουσιαστής φεστιβάλ ποντιακού πολιτισμού, αλλά και ως ξεναγός αμισθί σε κάποια από τα αμέτρητα ταξίδια του στον Πόντο σε άτομα που επισκέπτονταν για πρώτη φορά την ιστορική πατρίδα.
Ό,τι κι αν έκανε, ωστόσο, πρόσεχε πάντοτε να το πράττει με αγάπη για την παράδοση, με σεβασμό στους προγόνους και κυρίως με μετριοφροσύνη.
Στο σχολείο έμαθε τα νεοελληνικά
Στην Αργυρούπολη της Δράμας, το 1952, γεννήθηκε ο Αχιλλέας Βασιλειάδης. Επειδή οι γονείς του ήταν αναγκασμένοι να δουλεύουν σκληρά για τα προς το ζειν, μεγάλωσε με τους δύο παππούδες του και τις δύο γιαγιάδες του –όλοι τους κατάγονταν από την Αργυρούπολη του Πόντου–, με τους οποίους μιλούσε μόνο ποντιακά.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στο pontos-news.gr, νεοελληνικά έμαθε να μιλάει όταν πήγε στο σχολείο.
Μεγάλωσε ακούγοντας τους να του διηγούνται διάφορες ιστορίες από τον Πόντο τις οποίες «ρουφούσε» ως παιδί και αποτέλεσαν τεράστια παρακαταθήκη αλλά και κίνητρο προκειμένου να ασχοληθεί ενεργότατα με τα ποντιακά ζητήματα και τον ποντιακό ελληνισμό.
Ήταν τυχερός διότι και οι δύο παππούδες και οι γιαγιάδες του έζησαν περισσότερα από 100 χρόνια, γεγονός που ο Αχιλλέας Βασιλειάδης αποδίδει στο πολύ καλό και ξηρό κλίμα της Αργυρούπολης όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν.
«Η μία γιαγιά μου, η Αγάπη, ήξερε απ’ έξω την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στην ποντιακή διάλεκτο, αλλά και πάρα πολλά πράγματα για την ελληνική μυθολογία που μου διηγούταν με πάθος. Δυστυχώς, δεν σκέφτηκα να την ηχογραφήσω με ένα μαγνητοφωνάκι. Τη ρωτούσα από πού έμαθε τόσες ιστορίες. Μου απαντούσε ότι τις έμαθε από μεγαλύτερούς της στο σπίτι της, στον Πόντο, όταν τα χειμωνιάτικα βράδια μαζεύονταν όλοι γύρω από το τζάκι.
»Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μου προσπαθούσαν να αποφύγουν τη διήγηση τραγικών γεγονότων από τη Γενοκτονία. Δεν ήθελαν να τα θυμούνται αλλά και να τα διηγηθούν σε ένα παιδί. Εκείνο που θυμάμαι χαρακτηριστικά ήταν ότι για πολλά χρόνια είχαν το… ένα πόδι τους στην πατρίδα. Πίστευαν ότι θα γυρίσουν πίσω στον τόπο τους», εξηγεί.
Όπως λέει, στη γαλούχησή του με τα ποντιακά ζητήματα συνέβαλε και το γεγονός ότι η Αργυρούπολη της Δράμας ήταν ένα χωριό που κρατούσε ζωντανά τα έθιμα και τις παραδόσεις του Πόντου. «Απέκτησα βιώματα απ’ όλο το χωριό. Υπήρχαν λυράρηδες, χορευτές, ανέβαιναν ποντιακές θεατρικές παραστάσεις. Η Αργυρούπολη είναι ένα χωριό που έδωσε πολλά στον ποντιακό πολιτισμό και κυρίως στο τραγούδι, το χορό και το θέατρο», λέει.
Αν και ήταν καλός μαθητής, ο ζωηρός χαρακτήρας του είχε ως αποτέλεσμα να τελειώσει το γυμνάσιο με διαγωγή… χείριστη. Έτσι, αναγκάστηκε στα 16 του χρόνια να μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη. «Ουσιαστικά ήμουν διωγμένος από το Γυμνάσιο της Δράμας και δεν είχα σε ποιο σχολείο να πάω. Δεν ήμουν αλήτης, αλλά ένα πολύ ζωηρό και ατίθασο παιδί», αναφέρει με χαμόγελο.
Στη Θεσσαλονίκη έμεινε στο οικοτροφείο της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης. Θυμάται πάντοτε με ευγνωμοσύνη τη βοήθεια που του προσέφερε το σωματείο και δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να το ευχαριστεί. «Εκεί μεγάλωσα και θα λέω πάντοτε ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Εύξεινο Λέσχη Θεσσαλονίκης για το θαυμαστό έργο που επιτελεί. Μου προσέφερε στέγη, τροφή και αγάπη», τονίζει με συγκίνηση.
Το τραγούδι και το «παρακάθ’»
Ο λυράρης Γιώργος Στεφανίδης, ο οποίος ήταν πρόσφυγας πρώτης γενιάς και έμεινε απέναντι από το σπίτι του Αχιλλέα Βασιλειάδη στην Αργυρούπολη της Δράμας, αποτέλεσε πολύ μεγάλο ερέθισμα ώστε να ασχοληθεί με το τραγούδι.
«Από τριών ετών τραγουδούσα κι έφτασα να γνωρίζω όλα τα παραδοσιακά τραγούδια. Το τραγούδι το είχα μέσα μου. Ο Γιώργος Στεφανίδης ήταν πολύ καλός λυράρης και πολύ παραδοσιακός. Με επηρέασε ώστε να αρχίσω και εγώ να τραγουδάω, αλλά και να λατρέψω το παραδοσιακό ποντιακό τραγούδι. Τελικά κατάφερα να γίνω ένας τραγουδιστής της… σειράς. Πολλά παιδιά είναι πολύ καλύτεροι τραγουδιστές από εμένα», λέει.
Για δεκαετίες τραγουδούσε σε μουχαπέτια και σε παρακάθια, ενώ αγαπημένο του τραγούδι είναι το «Αητέντς επαραπέτανεν». Όπως λέει, αγαπάει όλα τα παραδοσιακά ποντιακά τραγούδια, αλλά στο συγκεκριμένο έχει μία ιδιαίτερη αδυναμία επειδή αναφέρεται στον Πόντιο ακρίτα, τον άγνωστο στρατιώτη.
Ο Αχιλλέας Βασιλειάδης διατηρούσε και ραδιοφωνική εκπομπή μέσα από τη συχνότητα της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης, μαζί με τον Πλούταρχο Κανετίδη. Ωστόσο, η Χούντα την έκοψε διότι θεωρήθηκε πολύ αριστερή.
Το 1993 μαζί με τον αδελφικό του φίλο επί 45 χρόνια και λυράρη Κώστα Σιαμίδη αλλά και με τον τραγουδιστή Γιάννη Κουρτίδη άνοιξαν το ποντιακό μαγαζί «Παρακάθ’» στη δυτική Θεσσαλονίκη, το οποίο επί 20 χρόνια αποτέλεσε ορόσημο για τους χώρους της ποντιακής μουσικής και της ποντιακής κουζίνας. Το όνομα στο μαγαζί το έδωσε ο φίλος τους και γιατρός Χρήστος Αντωνιάδης.
«Επρόκειτο για ένα καθαρά ποντιακό παραδοσιακό μαγαζί. Παίζαμε μόνο ποντιακή μουσική και σερβίραμε ποντιακά φαγητά. Επί 20 χρόνια έκανε έναν τεράστιο κύκλο. Δεν βγάλαμε λεφτά από αυτό. Απλώς βιοποριζόμασταν και καταθέταμε την αγάπη μας. Είχαμε χαμηλό ήχο και τραγουδούσαμε όλοι μαζί, όπως στα παρακάθια. Όσοι έρχονταν εκεί το απολάμβαναν. Κάθε βράδυ γινόταν ένα πολύ όμορφο γλέντι. Το μαγαζί άφησε τεράστια ιστορία πίσω του. Ένα τέτοιο μαγαζί δεν πρόκειται να ξαναγίνει. Είχαμε μόνο λύρα και τραγούδι», σημειώνει με εμφανές αίσθημα νοσταλγίας ο Αχιλλέας Βασιλειάδης.
Να σημειωθεί ακόμα ότι επί 27 χρόνια ήταν παρουσιαστής του Φεστιβάλ Ποντιακών Χορών της Γερμανίας. Μια εκδήλωση, από την οποία πέρασαν πολλοί πασίγνωστοι Έλληνες καλλιτέχνες, όπως οι: Γιώργος Νταλάρας, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης και η Δόμνα Σαμίου.
Από 10 ετών στο θέατρο
Στην ηλικία των μόλις 10 ετών ο Αχιλλέας Βασιλειάδης ανέβηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό σανίδι. Επειδή γνώριζε πολύ καλά την ποντιακή διάλεκτο επιλέχθηκε να παίξει σε ποντιακό έργο στο αρχαίο θέατρο των Φιλίππων.
«Μόλις τελείωσε η παράσταση ο κόσμος με σήκωσε ψηλά στα χέρια του. Ήταν λογικό μετά από αυτό να μην μπορώ να ξεφύγω στην πορεία μου από τον καλλιτεχνικό χώρο. Το θέατρο το αγάπησα πολύ. Έχω παίξει στη Θεσσαλονίκη όλα τα έργα του Κτενίδη, με μεγάλους ανθρώπους του θεάτρου που το αγαπούσαν και το γνώριζαν πολύ καλά. Είχα πολύ μεγάλους σκηνοθέτες, μεταξύ άλλων τον Χάιτα και τον Ερμή Μουρατίδη, ο οποίος μου έδωσε πάρα πολλά. Ήταν μεγάλος δάσκαλος για μένα», υπογραμμίζει.
Συγκινητικές ιστορίες από τον Πόντο
Σχεδόν σε ολόκληρο τον Πόντο έχει βρεθεί ο Αχιλλέας Βασιλειάδης, τον οποίο, όπως λέει ο ίδιος, έχει περπατήσει πάρα πολύ.
Οι ιστορίες που θυμάται από την παρουσία του στην ιστορική πατρίδα πολλές και συγκινητικές, κάποιες από τις οποίες μοιράζεται με το pontosnews.gr.
Πολύ μεγάλη και καταλυτική εμπειρία για τον ίδιο ήταν το ταξίδι του το 1989. Βρέθηκε στην ιστορική πατρίδα με μία παρέα συνολικά οκτώ ατόμων: «Μέσα σε αυτήν την παρέα ήταν, μεταξύ άλλων, ο Κώστας Σιαμίδης, ο Χρήστος Αντωνιάδης, ο οδοντίατρος και μυθιστοριογράφος Κώστας Διαμαντίδης, κατά τη γνώμη μου η καλύτερη πένα που έχουμε στην Ελλάδα και ο πατριάρχης του ποντιακού τραγουδιού Χρύσανθος. Κάθε μέρα, από το πρωί, ο Χρύσανθος άρχισε να τραγουδάει. Κάναμε δώδεκα μέρες ταξίδι, μέσα από πολύ δύσκολους δρόμους μέχρι να καταλήξουμε στην Τραπεζούντα. Ήταν αυτό το ταξίδι καταλυτικό για μέναδιότι γνωρίσαμε πολύ κόσμο, πολλούς ποντιόφωνους. Μάς δέχθηκαν με πάρα πολλή αγάπη».
Μεταξύ άλλων σε εκείνο το ταξίδι ο Αχιλλέας Βασιλειάδης γνώρισε τον παππού Σαλίχ, ο οποίος πέθανε 113 ετών και τότε ήταν 93 χρόνων: «Ήταν πολύ ανοιχτός απέναντί μας. Μας έλεγε πολύ συχνά ο Θεός και η Παναγία να είναι μαζί σας και από την άλλη έβγαζε το χαλάκι του και προσευχόταν πέντε φορές την ημέρα. Πιστεύω ότι ήταν χριστιανός και το χαλάκι του το έβγαζε μόνο για να δείξει ότι ήταν μουσουλμάνος. Ήταν περίπου 40 ετών όταν έφυγαν από τον Πόντο οι δικοί μας. Μια άλλη φορά μας πήγε στον Άγιο Γεώργιο Περιστερεώτα. Κάποιοι δικοί μας φοβήθηκαν να ανέβουν στο βουνό. Τους είπε: “Ήρθατε μέχρι εδώ και δεν θα ανεβείτε να ανάψετε ένα κεράκι;”».
Ο Αχιλλέας Βασιλειάδης θυμάται πολλές φορές το βράδυ του Δεκαπενταύγουστου να μαζεύονται στα Σούρμενα Έλληνες και ποντιόφωνοι Τούρκοι καλλιτέχνες και να τραγουδάνε: «Το 2009 τραγουδούσα εκεί με τον Αντέμ [σ.σ. Εκίζ]. Στο χώρο υπήρχαν και πολλοί Έλληνες ταξιδιώτες, οι οποίοι είχαν φτάσει με λεωφορεία από την Τραπεζούντα. Έγινε χαμός, αφού βρίσκονταν πάνω από 1.500 άτομα, Έλληνες και Τούρκοι και χόρευαν μαζί ποντιακά. Σε κάποια στιγμή πρόσεξα κοντά μου έναν Τούρκο παππού ο οποίος άρχισε να κλαίει. Τον πλησίασα, τον αγκάλιασα και των ρώτησα γιατί έκλαιγε. Μου έδειξε αυτούς που χόρευαν και μου είπε στα ποντιακά: “Ξέρεις πόσα χρόνια έχω να δω να χορεύουν μαζί Τούρκοι και Έλληνες;”. Τότε με έπιασαν και μένα τα κλάματα».
Ένας άλλος παππούς του διηγούνταν στα Σούρμενα για τις αδικίες που υπέστη ο χριστιανός πατέρας του από τους μουσουλμάνους πριν από την ανταλλαγή των πληθυσμών. «Μου έλεγε ότι πήγαινε ο Τούρκος έφορος και από τους μουσουλμάνους έπαιρνε μισό τενεκέ στάρι, ενώ από τον πατέρα του που ήταν χριστιανός, σχεδόν όλο το… μαντρί. Αναγκάστηκαν πολλοί να γίνουν μουσουλμάνοι, για να μπορέσουν να θρέψουν τα παιδιά τους», τονίζει με συγκίνηση ο Αχιλλέας Βασιλειάδης.
Σήμερα, ως συνταξιούχος, αγαπημένη του απασχόληση είναι ο 3,5 ετών συνονόματος εγγονός του. Συνηθίζει να του μιλάει στα ποντιακά και ο μικρός δείχνει ότι αρχίζει να τα καταλαβαίνει. Το σεβασμό και την αγάπη για τον ποντιακό ελληνισμό, που ο Αχιλλέας Βασιλειάδης έχει βαθιά μέσα στην ψυχή του, έχει ως στόχο να τη μεταλαμπαδεύσει στη νεότερη γενιά.
Ρωμανός Κοντογιαννίδης