Λαξευμένοι βράχοι, εντυπωσιακοί γεωλογικοί σχηματισμοί, ολόκληρες υπόγειες πόλεις με εκκλησίες, οικίες, αποθήκες, και εκατοντάδες δαιδαλώδεις διάδρομοι και στοές που ξαφνικά βγάζουν σε ξέφωτο ή οδηγούν σε ακόμα πιο βαθιές και σκοτεινές κρύπτες.
Όχι, δεν είμαστε στην Καππαδοκία, δεν είναι το μαγευτικό τοπίο της κοιλάδας των Κοράμων (Γκιόρεμε) που περιγράφουμε.
Αν και το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) αναγνωρίζει πως η Βάρντζια της Γεωργίας είναι το πλησιέστερο συγκρίσιμο προς το Γκιόρεμε μνημείο μεταξύ των «μοναστηριακών συγκροτημάτων σε σπήλαια διεθνούς σημασίας»!
Είμαστε στον Καύκασο, λοιπόν. 300 χλμ από την πρωτεύουσα της Γεωργίας, Τιφλίδα, και μόλις 10 χλμ από τα σύνορα της χώρας με την Τουρκία. Αυτός ήταν εξάλλου και ο λόγος που υπαγόρευσε την κατασκευή μιας πόλης-φρουρίου στην καρδιά του βουνού Ερουσέτι, στην αριστερή όχθη του ποταμού Κύρος πριν από εννέα αιώνες.
Ήταν ο «χρυσούς αιών» της Γεωργίας. Ο βασιλιάς Γεώργιος Γ’ συνειδητοποιούσε πως έπρεπε να ενισχύσει τα σύνορα με τους Σελτζούκους Τούρκους και την Περσία με μια οχυρή κατασκευή. Έψαχνε για καιρό το κατάλληλο μέρος, μέχρι που κατέληξε σε έναν ηφαιστειογενή βράχο από τόφφο που έβλεπε στην πεδιάδα του ποταμού και ήταν ιδανικός για τη δημιουργία μιας υπόγειας πόλης.
Πάνω από 600 σπηλιές σκάφτηκαν στην πλαγιά με εντολή του βασιλιά! Διαβαθμισμένες σε 19 επίπεδα στο ύψος και για 50 μέτρα μέσα στο βουνό, ενώνονταν μεταξύ τους με δεκάδες διαδρόμους και περάσματα, από τα οποία μόνο τρία οδηγούσαν στην επιφάνεια. Οι μυστικές έξοδοι ήταν σε τέτοια σημεία που να μην προδίδουν την ύπαρξη ολόκληρης πολιτείας στην καρδιά του Ερουσέτι (Βουνό της Αρκούδας).
Μέχρι 20.000 άνθρωποι μπορούσαν να ζήσουν στην πόλη-φρούριο που δημιουργήθηκε, έτοιμοι να αντέξουν και να αποκρούσουν μια μακρά πολιορκία σε περίπτωση ανάγκης. Όλα εξασφάλιζαν μια φυσιολογική ζωή: χώροι ύπνου και ανάπαυσης, τραπεζαρίες, λουτρά, αποθήκες τροφίμων, κάβα κρασιού, δεξαμενές νερού, βιβλιοθήκες…
Όταν κοιτάζει κανείς το όρος Ερουσέτι από μακριά μια σκέψη περνάει από το μυαλό του, ότι εδώ εργάστηκαν κάτι γιγαντιαία μυρμήγκια που μετέτρεψαν την πλαγιά σε μια τεράστια μυρμηγκοφωλιά. Κι όμως, χέρια ανθρώπων δημιούργησαν το 12ο αι. αυτό το κατασκευαστικό θαύμα, που μέχρι σήμερα προκαλεί δέος στους επισκέπτες.
Βάρντζια: Ο μύθος πίσω από την ονομασία
Λέγεται ότι η ονομασία του συγκροτήματος, Βάρντζια, συνδέεται με την περίφημη βασίλισσα Ταμάρα, κόρη του Γεωργίου Γ’, η οποία συνέχισε το έργο του.
Σύμφωνα με το μύθο, κορίτσι ακόμα η πριγκίπισσα έπαιζε κρυφτό με τον θείο της στις σπηλιές της υπόγειας πόλης που χτιζόταν ακόμα.
Κάποια στιγμή διέφυγε της προσοχής του θείου, ο οποίος πανικοβλήθηκε και άρχισε να τρέχει στους δαιδαλώδεις διαδρόμους ψάχνοντας και φωνάζοντας: «Χάθηκε η κόρη του βασιλιά!». Η Ταμάρα, όταν επιτέλους αποφάσισε να βγει και να καθησυχάσει τον θείο της, φέρεται να φώναξε: «Ακ βαρ, ντζια! (Είμαι εδώ, θείε!)».
Τα λόγια της αντήχησαν δυνατά μέσα στις υπόγειες σπηλιές και στοές και έφτασαν στα αυτιά του Γιώργου Γ’, ο οποίος το εξέλαβε ως καλό σημάδι και διέταξε ολόκληρη η πόλη να ονομαστεί Βάρντζια.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ενώ ο βασιλιάς επιδίωκε κυρίως να χτίσει μια ισχυρή πόλη-φρούριο όπου θα διαβιούσαν και θα ετοιμάζονταν οι στρατιώτες του για την υπεράσπιση των γεωργιανών συνόρων, η κόρη και συμβασίλισσά του Ταμάρα φρόντιζε και για τη διάδοση του χριστιανισμού, το χτίσιμο εκκλησιών, μοναστηριών και άλλων πνευματικών ιδρυμάτων.
Έτσι, επί των ημερών της η Βάρντζια απέκτησε περισσότερο το χαρακτήρα ενός υπόγειου μοναστηριού: 15 εκκλησίες, 120 κελιά μοναχών, 420 βοηθητικά δωμάτια, 25 κελάρια όπου φυλάσσονταν 185 κανάτες κρασιού, θησαυροφυλάκια, αρτοποιεία, πατητήρια σταφυλιού, εργαστήρια μεταλλουργίας, δεξαμενή αποθήκευσης νερού για 700 χιλιάδες λίτρα!
Και όλα αυτά δημιουργήθηκαν και λειτουργούσαν… ρολόι, εννέα αιώνες πριν, μακριά από τα βλέμματα του κόσμου, ειδικά του εχθρού.
Το πρώτο πλήγμα και η σταδιακή παρακμή
Ένας ισχυρότατος σεισμός, ωστόσο, παραμονές της Λαμπρής του 1283 είχε ως αποτέλεσμα να αποσπαστεί ένας τεράστιος βράχος πάχους 15 μέτρων και να πέσει στον ποταμό Κύρος, και μαζί του φυσικά όλο το μπροστινό τμήμα της υπόγειας πόλης, δεκάδες χώροι, διάδρομοι, στοές.
Και το βασικότερο: Το μοναστικό συγκρότημα αποκαλύφθηκε και ήταν πλέον εκτεθειμένο σε επιδρομές και λεηλασίες.
Παρ’ όλα αυτά, ο Πέρσης χρονικογράφος Χασάν μπεκ Ρουμλού που συμμετείχε στην εκστρατεία του Ταχμάσπ Α’ των Σαφαβιδών της Περσίας κατά της Γεωργίας μαρτυρεί πως το 1551 το μοναστήρι ακόμα φάνταζε «ένα πρωτοφανές θαύμα τόσο απρόσιτο όσο το τείχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου».
Ακολούθησε σειρά θλιβερών γεγονότων για το μοναστήρι, με τα περσικά στρατεύματα να εξαπολύουν τη μία επίθεση κατά της Γεωργίας μετά την άλλη, σαν τα κύματα της θάλασσας που χτυπούν τις βραχώδεις ακτές.
«Ο Σάχης μαζί με τους μεγάλους εμίρηδες μπήκε στην εκκλησία και σκότωσε είκοσι μοναχούς. Την καμπάνα που ζύγιζε 70 μαν (420 κιλά) την έσπασαν, όπως έκοψαν το νήμα της ζωής τους… Αφαίρεσαν τη σιδερένια και τη χρυσή πύλη και τις παρέδωσαν στους ευτυχισμένους θησαυροφύλακες. Το φρούριο ισοπεδώθηκε», έγραψε ο Χασάν μπεκ Ρουμλού.
Λίγα χρόνια αργότερα η Βάρντζια δοκίμασε και τη βαρβαρότητα των Οθωμανών Τούρκων, οι οποίοι συγκέντρωσαν όλους τους μοναχούς στο καθολικό του μοναστηριού και τους έκαψαν ζωντανούς. Στη συνέχεια κατέστρεψαν τα σπάνια βιβλία και φεύγοντας πήραν μαζί τους όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που βρήκαν.
Για περισσότερα από 200 χρόνια το «πρωτοφανές θαύμα» της Βάρντζια παραδόθηκε στην εγκατάλειψη – μόνο οι βοσκοί με τα κοπάδια τους ανέβαιναν στο Ερουσέτι και διανυκτέρευαν στις ερημωμένες σπηλιές της κάποτε μεγαλοπρεπούς υπόγειας πόλης.
Οι φωτιές που άναβαν για να ζεσταθούν κάλυψαν τις θαυμάσιες τοιχογραφίες με κάπνα, όμως αυτή ακριβώς ήταν που συνέβαλε στη διατήρηση του αγιογραφικού διακόσμου, έστω με κάποιες φθορές.
Ο ρόλος του Παπαδόπουλου από την Τραπεζούντα
Το 1798 ο Γεωργιανός βασιλιάς Γεώργιος ΙΒ’ φοβούμενος ότι λόγω της διαμάχης μεταξύ των πριγκίπων το κράτος σύντομα θα υποδουλωθεί από την Περσία ζήτησε από τον Ρώσο αυτοκράτορα Παύλο Α’ να δεχθεί τη Γεωργία στην επικράτεια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Τέλη του 1800 υπεγράφη το μανιφέστο για την προσάρτηση της Γεωργίας, ενώ το 1828 τα ρωσικά στρατεύματα απελευθέρωσαν από τους Τούρκους την περιφέρεια Σάμτσχε-Τζαβαχέτι όπου το υπόγειο μοναστήρι της Βάρντζια.
Η «ανάσταση» του μοναστηριού όμως άργησε άλλες δύο δεκαετίες. Ήταν περίπου το 1854 όταν ένας Έλληνας μετανάστης από την Τραπεζούντα ονόματι Χατζής Γεώργιος Παπαδόπουλος κατέφτασε σε αυτά τα μέρη, και συγκεκριμένα στο Αχαλτσίχε, όπου εργαζόταν ως λιθοξόος.
Κάποια στιγμή αρρώστησε βαριά και τότε έκανε τάμα στην Παναγία να τον γιατρέψει και αυτός θα αφιέρωνε τον εαυτό του στην υπηρεσία του βαρντζιανού μοναστηριού, το καθολικό του οποίο τιμούσε την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Το 1857 ο Χατζής Γεώργιος ανάρρωσε και ήρθε η ώρα να εκπληρώσει το τάμα του. Ζήτησε την άδεια του έξαρχου της Γεωργίας Ισίδωρου και εγκαταστάθηκε στο εγκαταλελειμμένο μοναστήρι. Επί 15 χρόνια δούλεψε για την αποκατάστασή του.
Καθάρισε τις σπηλιές και τους διαδρόμους από απορρίμματα, έκανε πολλές επεκτάσεις, εγκατέστησε νέο τέμπλο στο καθολικό και ξεκίνησε να χτίζει γέφυρα πάνω από τον ποταμό, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε. Ο έξαρχος εγκαινίασε το ανακαινισμένο μοναστήρι που έγινε και πάλι λειτουργικό.
Διατηρείται η μαρτυρία ότι ο «Έλληνας Παπαδόπουλος» –όπως αναφέρεται κατά την ακουστική ξενάγηση στο χώρο– ζούσε σε κελί στον 5ο όροφο από το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα πέρασμα που οδηγεί στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Αν και με την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας το μοναστήρι έμελλε να ζήσει νέες δοκιμασίες, όπως η απαγόρευση των Θείων Λειτουργιών και ο χαρακτηρισμός του το 1938 ως μουσείο, από το 1989 ακούγονται και πάλι οι ψαλμωδίες και οι προσευχές προς την Υπεραγία Θεοτόκο της Βάρντζιας.
Οι μοναχοί σήμερα είναι λίγοι, όμως υπάρχει ελπίδα να επανέλθει η υπόγεια μοναστική πολιτεία στις δόξες της.
Σε κάθε περίπτωση, η Βάρντζια είναι ένας πολύτιμος λίθος στο πλούσιο περιδέραιο των χριστιανικών μνημείων της Γεωργίας και δικαίως διεκδικεί τη θέση της στον επίσημο Κατάλογο με Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Χριστίνα Χαφουσίδου