Στο άναρχο –και ως εκ τούτου ανταγωνιστικό– διεθνές σύστημα η κατανομή της ισχύος διαμορφώνει τις προϋποθέσεις και τις προοπτικές επιβίωσης των κρατικών δρώντων. Η κατοχή της μέγιστης δυνατής ισχύος προσφέρει τις περισσότερες πιθανότητες εξασφάλισης επαρκούς αυτοβοήθειας, και άρα διασφάλισης των εθνικών συμφερόντων.
Συνεπώς, ένεκα της διεθνούς αναρχίας, κάθε μεταβολή στην κατανομή ισχύος συντείνει στην αλλαγή των στρατηγικών συμπεριφορών προς την κατεύθυνση είτε της προσπάθειας μεγιστοποίησης ισχύος είτε της υπεράσπισης του status quo διά της αποτροπής.
Τέτοιου είδους ανακατανομή ισχύος εκλαμβάνεται ως απειλή στο επίπεδο του διακρατικού περιβάλλοντος, καθότι αυτή γίνεται αντιληπτή επί του ελέγχου τεσσάρων υποθέσεων, ήτοι της γεωγραφικής εγγύτητας, της λανθάνουσας ισχύος, των επιθετικών δυνατοτήτων και των προθέσεων.
Οποιαδήποτε μεταβολή κυρίως επί των συγκεκριμένων τεσσάρων ευρέων πτυχών καθιστά ιδιαίτερα ευαίσθητο στο κόστος κάθε δρώντα, απειλούμενο και αμυνόμενο. Όμως, η εν λόγω απειλή αφορά το επίπεδο των διακρατικών σχέσεων και των στρατηγικών μεταξύ συντεταγμένων κρατικών συλλογικοτήτων.
Στον αντίποδα, σε μια εποχή ανόδου των διεθνικών φαινομένων, λαμβάνουν χώρα και ασύμμετρες απειλές, οι οποίες συνηθέστατα προέρχονται από κράτη, αλλά όχι κατά τρόπο διακηρυγμένο, σαφή και εμπεδωμένο. Ονομάζονται «ασύμμετρες», καθώς δε σταθμίζονται με βάση τη μέτρηση συντελεστών ισχύος ή τον προσδιορισμό των προθέσεων, αλλά είναι θολές εξαιτίας των χρησιμοποιούμενων μέσων και της φύσης των αποτελεσμάτων, τα οποία συνδέονται κυρίως με πλήγματα στο ηθικό του αντιπάλου ή έχουν χαρακτήρα προειδοποίησης, παρά τις επιμέρους κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις, μη τοποθετούμενες όμως στον πυρήνα ενός στρατηγικού πλήγματος.
Επί της συγκεκριμένης διάστασης μέσων και αποτελεσμάτων εν σχέσει με την απειλή εκ μέρους ενός κράτους έγκειται και η «ασυμμετρία». Η προτίμηση της συγκεκριμένης τακτικής συνδέεται αφενός με το ορθολογικό κριτήριο και την απόπειρα ελαχιστοποίησης του ειλημμένου στρατηγικού κόστους, και αφετέρου με τη διενέργεια πληγμάτων (αν και όχι στρατηγικών) στον αντίπαλο, χωρίς την απώλεια της διεθνούς νομιμοποίησης, εξέλιξη η οποία θα έπληττε το κύρος, την αξιοπιστία και τη διεθνή θέση της χώρας.
Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς Παναγιώτης Ήφαιστος με κείμενό του στις 29 Αυγούστου 2007, και με αφορμή τις τότε καταστροφικές πυρκαγιές στην Ηλεία και την πρώτη δημόσια και ευρέως γνωστή διατύπωση του όρου «ασύμμετρη απειλή», είχε προχωρήσει σε μια σημαντικότατη παρέμβαση όσον αφορά την οριοθέτηση των προκείμενων εννοιών.
Το 2011 ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ υπενθύμισε τον ανηλεή χαρακτήρα των διακρατικών σχέσεων όταν ανέφερε σε συνέντευξή του ότι «την περίοδο 1995-1997 Τούρκοι πράκτορες έκαιγαν τα ελληνικά δάση». Ο στόχος ήταν σαφής και πολυεπίπεδος: η οικονομία νησιών όπως η Ρόδος, η Σάμος ή η Χίος, το ηθικό των κατοίκων και η αποστολή απειλητικών μηνυμάτων προς την πολιτική ηγεσία ως πτυχή του συντελούμενου υβριδικού πολέμου.
Εν έτει 2021 η συζήτηση παραμένει επίκαιρη λόγω πλέον των αιτιάσεων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι για τις πυρκαγιές στην Τουρκία φταίνε… οι Κούρδοι και οι πρόσφυγες από τη Συρία! Προφανώς είναι ένα ζήτημα η απουσία ηθικής στις διεθνείς σχέσεις και είναι ένα άλλο ζήτημα η εκμετάλλευση της συγκυρίας από μια απολυταρχική κυβέρνηση, προκειμένου να αποκομίσει εκλογικά κέρδη και να πλήξει τους πολιτικούς αντιπάλους της.
Είναι ένα ζήτημα η ασύμμετρη απειλή, η οποία εκτιμάται, προσδιορίζεται και τεκμηριώνεται σε βάθος χρόνου και αντιμετωπίζεται κατ’ αναλογία, και είναι ένα άλλο ζήτημα η άρθρωση τέτοιων αιτιάσεων κατά τρόπο ευκαιριακό και με σχετική ελαφρότητα χάριν εντυπωσιασμού.
Η μετεξέλιξη του διεθνούς συστήματος και η δυναμική είσοδος διεθνικών ή φαινομενικά διεθνικών δρώντων στη διαμόρφωση των εξελίξεων (βλ. «Ισλαμικό Κράτος», τρομοκρατικές οργανώσεις, ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας, όπως η τουρκική SADAT) δημιουργεί νέες προκλήσεις και σκιαγραφεί ένα νέο περιβάλλον διεθνούς ανταγωνισμού.
Με αυτό το περιβάλλον η Ελλάδα οφείλει να εναρμονιστεί και να αντιμετωπίσει τη νέα πραγματικότητα με ένα συντεταγμένο επιχειρησιακό σχέδιο αναχαίτισης των ασύμμετρων απειλών, χωρίς φοβικά σύνδρομα και με στρατηγικό σχεδιασμό, ο οποίος θα διέπει ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό.