Σαν σήμερα, στις 15 Αυγούστου 1993 πραγματοποιήθηκε η «Επιχείρηση Χρυσόμαλλο Δέρας», που είχε στόχο να απεγκλωβιστούν από τον εμφύλιο πόλεμο και να μεταφερθούν στην Ελλάδα οι Έλληνες της Αμπχαζίας.
Τον Αύγουστο του 1993 η πολεμική σύρραξη στην Αμπχαζία εισήλθε στην πιο επικίνδυνη φάση της.
Οι Αμπχάζιοι επιδίωκαν την ανεξαρτησία της μέχρι τότε Αυτόνομης Δημοκρατίας της Αμπαχζίας και οι Γεωργιανοί προσπαθούσαν να κρατήσουν τα εδάφη της Γεωργίας στα σύνορα που είχαν κληρονομήσει από την ΕΣΣΔ.
Η πολεμική φάση της αντιπαράθεσης των Αμπχαζίων και των Γεωργιανών ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1992 και μαινόταν όλο το 1993. Χιλιάδες πρόσφυγες από τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές κατέφευγαν στις διπλανές περιοχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Γεωργίας αντίστοιχα. Ανάμεσά τους ήταν και οι Έλληνες της Αμπχαζίας, μιας ιστορικής για τον ελληνικό πολιτισμό περιοχής, που κατοικήθηκε για άλλη μια φορά από τους Έλληνες του Πόντου τον 19ο αιώνα και στην αρχή του 20ού αιώνα.
Στην πρωτεύουσα της Αμπχαζίας, την πόλη Σουχούμι, και στις δεκάδες χωριά της ευρύτερης περιοχής την περίοδο της κορύφωσης των πολεμικών συρράξεων είχε μείνει αρκετό μέρος του ελληνικού πληθυσμού.
Οι άνθρωποι δεν είχαν πόρους για να διαφύγουν τον κίνδυνο και ουσιαστικά ήταν όμηροι της γενικότερης κατάστασης στον Νότιο Καύκασο. Τους λήστευαν, τους σκότωναν.
Οι κραυγές για βοήθεια έφθαναν στους συγγενείς τους που ήδη βρίσκονταν στην Ελλάδα. Το ζήτημα έφθασε στο κυβερνητικό επίπεδο. Μετά από ένα χρόνο συγκρούσεων στην Αμπχαζία το υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας επιχείρησε μια τολμηρή προσπάθεια απεμπλοκής των Ελλήνων της Αμπχαζίας από τον εμφύλιο πόλεμο.
Από το Αιγαίο προς την πόλη Σουχούμι, η οποία βρίσκεται στη θέση της αρχαίας ελληνικής Διοσκουριάδας, κατευθύνθηκε το ελληνικό επιβατηγό πλοίο «Βισκάουντες Μ» με πλήρωμα αλεξιπτωτιστές ντυμένους ναύτες. Η επιχείρηση, που ονομάστηκε «Χρυσόμαλλο Δέρας» ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1993, υπό την πολιτική ευθύνη της τότε υφυπουργού Εξωτερικών Βιργινίας Τσουδερού στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Για την μετάβαση των προσφύγων από το λιμάνι του Σουχούμι στην Ελλάδα ήταν υπεύθυνος ο αντιπλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού Βασίλειος Ντερτιλής με μία μικρή ομάδα Ελλήνων βατραχανθρώπων.
Τις ίδιες ώρες στο Σουχούμι μια ομάδα πολιτικών υπαλλήλων από την Ελλάδα σε συνεργασία με τους ομογενείς συγκέντρωνε τα στοιχεία των Ελλήνων από τα χωριά της ορεινής Αμπχαζίας. Οργανώθηκε η εκκένωση των χωριών και στους εκτοπισθέντες Έλληνες με συνοπτικές διαδικασίες εκδόθηκαν και σφραγίσθηκαν διαβατήρια μιας χρήσης.
Στις 15 Αυγούστου το σωτήριο ελληνικό πλοίο μπήκε στο λιμάνι του Σουχούμι. Οι σύγχρονοι Έλληνες Αργοναύτες αντίκρισαν μια φρικτή θέα κατεβαίνοντας στην προβλήτα του λιμανιού.
Τα περισσότερα κτήρια της πόλης ήταν ισοπεδωμένα. Συνέχεια ακούγονταν οι πυροβολισμοί και οι εκρήξεις. Τα φορτηγά με τους πρόσφυγες και τα υπάρχοντά τους έφθαναν στο λιμάνι διατρέχοντας μεγάλους κινδύνους. Οι κάτοικοι των ελληνικών χωριών που αρνήθηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους και να άλλαζαν γνώμη, δεν θα προλάβαιναν να διασχίσουν την ορεινή και δασώδη περιφέρεια της πρωτεύουσας της Αμπχαζίας. Πολλοί από αυτούς αργότερα θα πέσουν θύματα των αντιμαχόμενων ομάδων και των συμμοριών, που δρούσαν στην περιοχή ανεξέλεγκτα.
Οι Έλληνες της Αμπχαζίας είχαν μακρόχρονη και πολλές φορές μακραίωνη ιστορία στην περιοχή. Ήταν δύσκολο να αφήσουν τους τάφους των προγόνων τους και το βίο τους. Μετά την Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα ξαναέκτιζαν τη ζωή τους στην περιοχή από τις αρχές του 19ου αιώνα. Το 1810 η Αμπχαζία αποσπάστηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και έγινε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Από τότε το Σουχούμι όπως και άλλες πόλεις της περιοχής άρχισαν να γεμίζουν με τα κλασικά κτήρια των Ελλήνων από διάφορες περιοχές του ελληνικού κόσμου.
Από την περίοδο του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856) στην Αμπχαζία άρχισαν να καταφθάνουν πρώτες μεγάλες ομάδες των Ελλήνων προσφύγων. Το 1874 οι Έλληνες αποτελούσαν το 40% του πληθυσμού του Σουχούμι.
Το 1918-1921 στο Σουχούμι εκδίδονταν δυο ελληνικές εφημερίδες: η Μόρφωσις του Κοσμά Σπυράντη και η Νέα Ζωή του Ιωάννη Πασαλίδη.
Το 1925 ο ελληνικός πληθυσμός στην Αμπχαζία αποτελούσε 25.000 άτομα, εκ των οποίων οι περισσότεροι κατοικούσαν στην πρωτεύουσά της. Σύμφωνα με την απογραφή του 1924, από τα 5.000 σπίτια του Σουχούμι, το 80% ανήκαν σε Έλληνες.
Οι Έλληνες της Αμπχαζίας έζησαν τις πιο τραγικές μέρες στην ιστορία τους το καλοκαίρι του 1949. Η πλειοψηφία τους εξορίστηκε στο Νότιο Καζακστάν. Μετά το θάνατο του Στάλιν και την καταδίκη της πολιτικής του, πολλοί από τους Έλληνες της Αμπχαζίας γύρισαν πίσω από τα μέρη της εξορίας.
Ξαναέκτισαν τη ζωή τους από την αρχή και το 1992 έγιναν θύματα της πολεμικής σύρραξης. Και οι Αμπχάζιοι, και οι Γεωργιανοί τους καλούσαν να πολεμήσουν για τα ιδανικά μιας από τις αντιμαχόμενες πλευρές. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να φανταστούν τον εαυτό τους σε εχθρική θέση απέναντι σε φίλους και γείτονές τους οποιασδήποτε εθνικότητας. Αυτό δεν τους συγχωρούσαν αγριεμένοι πολεμιστές του Καυκάσου, συνηθισμένοι αιώνες πια να βρίσκουν το δίκαιό τους με τη χρήση των όπλων. Σε αυτές τις συνθήκες οι Έλληνες είχαν μόνο μια επιλογή, να φύγουν.
Η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας» ήταν άκρως απόρρητη και απαραίτητη. Στο πλοίο μαζί με την ομάδα του πλοιάρχου ήταν και ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης, που με τη δική του ερασιτεχνική βιντεοκάμερα αποθανάτισε τις στιγμές οδύνης και της σωτηρίας για τους Έλληνες της Αμπχαζίας. Ο Βλάσης Αγτζίδης, που είχε δουλέψει με τα αρχεία του Σουχούμι, έκπληκτος αντίκρισε κατεστραμμένο κτήριο, το οποίο κάποτε φιλοξενούσε μέσα του αμέτρητα ντοκουμέντα. Πολλά στοιχεία για τη ζωή των Ελλήνων στην Αμπχαζία χάθηκαν για πάντα.
Πάνω από 1.000 Έλληνες ομογενείς σώθηκαν και μετά από τρεις μέρες έφθασαν στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Ήταν λίγοι από τους τελευταίους που θεωρούσαν τον Καύκασο πατρίδα τους.
Μετά το 1993 η Αμπχαζία ουσιαστικά έμεινε χωρίς τον ελληνικό πληθυσμό. Από τους 14.664 (1989) ο αριθμός των Ελλήνων έπεσε στους 1.486 (2003). Πολλοί από τους Έλληνες της Αμπχαζίας δεν γύρισαν ποτέ από την εξορία στην πολυαγαπημένη περιοχή τους και με τον καημό να μη δουν ποτέ τους τάφους των γονιών και των παππούδων τους έφυγαν στην Ελλάδα απευθείας από το Καζακστάν. Ο ελληνικός πληθυσμός της Αμπχαζίας ήταν μειωμένος σε σχέση με την περίοδο του Μεσοπολέμου και όμως έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο ανάμεσα σε Αμπχάζιους, Γεωργιανούς, Αρμένιους, Ρώσους, Εβραίους και άλλες εθνικότητες. Η απουσία του είναι αισθητή. Και σήμερα στο Σουχούμι οι άνθρωποι με άλλη εθνική καταγωγή καταφέρνουν να μιλάνε την ποντιακή διάλεκτο, που έμαθαν από τους γείτονές τους. Σε πολλές περιοχές της Αμπχαζίας τα ποντιακά ήταν η γλώσσα της συνεννόησης ολόκληρων των γειτονιών.
Στο πλοίο οι πρόσφυγες από το Σουχούμι, που άφηναν τις εστίες τους, χόρευαν τους αρχαίους ελληνικούς χορούς του Πόντου συνοδευόμενοι από το παίξιμο του γέρου λυράρη. Χόρευαν και τότε που τους εξόριζαν στο Καζακστάν. Χόρευαν, γιατί μόνο έτσι ξεχνιούνται, εμψυχώνονται και καταφέρνουν να επιβιώνουν στο διάβα των αιώνων παρά τους κατακλυσμούς στη μακραίωνη ιστορία τους.
Βασίλης Τσενκελίδης, ιστορικός