Οι παλαιότεροι κάτοικοι σε Νέα Ερυθραία, Νέα Κηφισιά ή Βαρυμπόμπη σίγουρα είχαν δει έναν πανύψηλο γεροδεμένο άντρα που χρησιμοποιούσε τα λεωφορεία της περιοχής ή πήγαινε στη λαϊκή της Νέας Ερυθραίας κάθε Δευτέρα.
Και τον ήξεραν και τον αγαπούσαν όλοι, γιατί ήταν ο δικός τους, ο Ζαννίνο.
Αλησμόνητες πατρίδες, απώλειες, νέα ζωή
Η ταυτότητά του έγραφε «Γιάννης Παπαδόπουλος», η επιτομή του… πρωτότυπου ονόματος.
Ο γιος του Θεόφιλου και της Σοφίας γεννήθηκε στις 21 Αυγούστου 1923 στον Γαλατά της Κωνσταντινούπολης. Με ποντιακές ρίζες όλη η οικογένεια, έμαθε από νωρίς να ζει στα δύσκολα.
Η οικογένεια Παπαδόπουλου με τη Συνθήκη της Λοζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών Ελλάδας-Τουρκίας πήρε το δρόμο της προσφυγιάς. Ήρθαν, λοιπόν, στη Δραπετσώνα.
Στην εφηβεία του ο μικρός Γιάννης έχασε τον πατέρα του. Έγινε προστάτης της μητέρας του και ξεκίνησε επισήμως ο αγώνας για τον βιοπορισμό. Υπάρχει, όμως, και η καλλιτεχνική φύση. Πώς συνδυάζονται αυτά τα δυο;
Ο μικρός –αλλά εύσωμος– Γιάννης προσλήφθηκε ως χορευτής στα μπαλέτα Ραμαζόφ που έδιναν παραστάσεις σε διάφορα καφέ-σαντάν της εποχής.
Σε μία από εκείνες τις παραστάσεις στη «Μάντρα του Αττίκ» στις αρχές της δεκαετίας του 1940, όταν ο ίδιος ο Αττίκ τον ρώτησε πώς τον λένε, εκείνος απάντησε «Γιάννης». Η διευθύντρια όμως του μπαλέτου, Σοφία Ραμαζόφ, τον αποκαλούσε Νίνο και τότε ο Αττίκ είπε: «Τι Γιάννης και αηδίες. Γιάννης, δηλαδή Ζαν, Ζαν και Νίνο, ίσον Ζαννίνο. Έτσι θα σε παρουσιάσω».
Από τότε έμεινε το καλλιτεχνικό αυτό ψευδώνυμο τόσο για τον ίδιο όσο και για γυναίκες της ζωής του.
Ένας κινηματογραφικός έρωτας
Δεύτερο μισό δεκαετίας του 1940. Εμφύλιος, φτώχεια και ο νεαρός Γιάννης να προσπαθεί να επιβιώσει, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες εκείνα τα χρόνια. Προέκυψε και η στρατιωτική του θητεία, αλλά και ο έρωτας.
Ο ηθοποιός γνώρισε την αγαπημένη του όταν ήταν φαντάρος κατά τη διάρκεια μιας άδειας. Συναντήθηκαν σε ένα υπόγειο στέκι καλλιτεχνών στην Ομόνοια και εκείνος γοητεύτηκε από την παρουσία της.
Κεραυνοβόλος έρωτας, αλλά με προβλήματα. Η νεαρή Τζένη ήταν δευτεροετής θεατρικής σχολής και έμενε σε φιλικό της σπίτι στο Φάληρο. Αυτό ήταν η βιτρίνα.
Δυστυχώς η νεαρή κοπέλα είχε εξαπατηθεί από επιχειρηματία και ενώ η ίδια νόμιζε ότι θα ξεκινούσε να εργάζεται σαν ηθοποιός, εκείνος την προόριζε για κονσομασιόν. Ο Ζαννίνο αποφάσισε να την πάρει υπό την προστασία του. Τη μετέφερε σε δικό του φιλικό σπίτι και την απομάκρυνε από τον απατεώνα.
Οι περιπέτειες τους όμως δεν τελείωσαν. Ένα πρωί, την ώρα που ο ηθοποιός καθόταν σε ένα καφενείο, τον πλησίασαν δύο αστυνομικοί με πολιτικά και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο τμήμα, καθώς μία κυρία τον κατηγορούσε ότι είχε κλέψει την κόρη της.
Ο Ζαννίνο αμέσως ειδοποίησε τον διοικητή του στο στρατό, ο οποίος όχι μόνο γνώριζε προσωπικά τη Τζένη, αλλά της είχε δώσει άδεια να κατασκηνώσει δίπλα στη δική του γυναίκα μέχρι να τελειώσει τη θητεία του ο αγαπημένος της.
Φτάνοντας στο αστυνομικό τμήμα ο ηθοποιός αντίκρισε τόσο μια έξαλλη ηλικιωμένη κυρία όσο και την ίδια τη Τζένη που έκλαιγε με λυγμούς. Όταν ο αστυνομικός ρώτησε την κοπέλα με ποιον ήθελε να πάει, εκείνη απάντησε: «Με τον άντρα μου».
Η κυρία, που αποδείχτηκε πως τελικά ήταν θεία της, επέμενε να πάρει μαζί της τη νεαρή. Όταν όμως αντίκρισε τις «ενισχύσεις» που είχαν σταλεί από το στρατό για την υποστήριξη του Ζαννίνο, άλλαξε γνώμη.
Μια οικογένεια στα μπουλούκια
Τα μπουλούκια ήταν πάντοτε περιφρονημένα. Λάθος. Μπορεί σαν παραγωγές να ήταν φτωχές –επιεικής ο χαρακτηρισμός–, αλλά σκεφτείτε πόσους σε απομακρυσμένα μέρη έφεραν σε επαφή με τον κόσμο του θεάτρου. Έστω και σε αυτή τη μορφή. Και βέβαια πόσοι σπουδαίοι ηθοποιοί βγήκαν από εκεί.
https://www.youtube.com/watch?v=lE0yV1sHR1Y
Η λέξη μπουλούκια προέρχεται από την τούρκικη λέξη bölük. Και σημαίνει ουσιαστικά ομάδα ανθρώπων.
Συγκεκριμένα για το θέατρο, η λέξη περιγράφει μία ομάδα ηθοποιών, έναν μικρό περιφερόμενο θίασο που ταξίδευε είτε με μέσα είτε με τα πόδια για να παρουσιάσει μια παράσταση από τη μία άκρη της χώρας σε μία άλλη.
Οι θεατρίνοι των μπουλουκιών έπαιζαν ακόμα και για να εξασφαλίσουν ένα πιάτο φαγητό. Υπήρχε εισιτήριο της τάξης των 2-5 δραχμών, αλλά στα πολύ μικρά χωριά δεν υπήρχε ούτε αυτό! Ο κόσμος πλήρωνε με τον… τρόπο του: ψωμί, κρέας, αυγά, κ.ά.
Τα έξοδα μετακίνησης καλύπτονταν με όποιον τρόπο μπορούσαν: οτοστόπ, τρένα και λεωφορεία με τις φθηνότερες θέσεις, γαϊδούρια, και πολλές φορές, με τα πόδια!
Με ελάχιστα μέσα, πρόχειρα σκηνικά, φτωχικά κοστούμια, αλλά με πολλή αγάπη και με στόχο να προσφέρουν θέαμα στον κόσμο, οι μπουλουξήδες περιφέρονταν σε κωμοπόλεις και χωριά της επαρχιακής Ελλάδας.
Έπαιζαν σε καφενεία, αποθήκες, πλατείες, σχολεία, ή και ακόμη και σε σκηνές/τσαντίρια που οι ίδιοι έστηναν.
Ο Ζαννίνο, η σύζυγος (Τζένη Ζαννίνου πλέον, από Ζαφειρία Σφουντούρη), και η νεογέννητη κόρη τους Σόφη ζούσαν και ανέπνεαν μέσα από τα μπουλούκια. Η Σόφη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή όταν ήταν 9 ημερών!
Η ζωή τους δύσκολη. Ξέχωρα από την καλλιτεχνική πλευρά, έπρεπε να βγαίνει και το μεροκάματο. Πολλά χρόνια αργότερα η Σόφη Ζαννίνου αποκάλυπτε σε συνέντευξή της: «Γύρναγα μαζί τους στην Ελλάδα με το θέατρο, πηγαίνοντας μία εβδομάδα σχολείο στη Λάρισα, 15 μέρες στον Βόλο, 10 μέρες από ‘δω και από ‘κει και στο τέλος κάθε χρονιάς με έβαζαν και έγραφα εξετάσεις μόνη μου σε μια τεράστια αίθουσα στο υπουργείο Παιδείας. Τώρα έγραφα, δεν έγραφα, με λυπόντουσαν που ήμουν το “παιδί του θεατρίνου”, πάντως με πέρναγαν στις τάξεις!».
https://www.youtube.com/watch?v=GIKSST9X2ok
Το εξπρές του τρόμου
Το 1956 ο Ζαννίνο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο σινεμά, στον Δράκο του Νίκου Κούνδουρου.
Ήταν η δεκαετία του 1960 όμως που τον καθιέρωσε σαν δευτεραγωνιστή.
Δευτεραγωνιστής που όμως ο κόσμος τον αγαπάει. Και όπως έλεγε και ο ίδιος: «Χρειάζονται οι δεύτεροι ρόλοι για να στηρίζουν τους πρώτους».
Μάλιστα, λόγω του ιδιαίτερου παρουσιαστικού του, δεν περνούσε απαρατήρητος και από ξένους παραγωγούς.
Το 1978 συμμετείχε στο μυθικό πλέον Εξπρές του μεσονυκτίου, όπου ποδύθηκε τον αστυνομικό διευθυντή. Δυστυχώς στα γυρίσματα ο Ζαννίνο έπαθε έμφραγμα. Σώθηκε. Και συνέχισε να δουλεύει.
Μπορεί η ζωή του μέχρις ενός σημείου να ήταν εκρηκτική και απρόβλεπτη, όμως ο ίδιος ως οικογενειάρχης ήταν σωστός και μετρημένος. «Κέρβερο» τον είχε χαρακτηρίσει η κόρη του σε συνέντευξή της.
Είχε την ψυχολογία του εργαζόμενου που πρωτίστως έπρεπε να επιβιώσει εκείνος και η οικογένειά του.
Ακομπλεξάριστος, είχε πολύ καλό όνομα και στο χώρο και μεταξύ των συναδέλφων του. Μάλιστα, με τον Θανάση Βέγγο ήταν σχεδόν σαν αδέλφια.
Και βέβαια μην ξεχνάμε πως, εκτός από την κόρη του, καμάρωσε και την εγγονή του Φιόνα Τζαβάρα στα πρώτα της βήματα στο τραγούδι.
Τον Μάιο του 1995, μετά από εγχείρηση καρδιάς που δεν την έλαβε πολύ στα σοβαρά, έχασε τη μάχη με τη ζωή.
Το 1997 προβλήθηκε στις αίθουσες ο Καβάφης, η τελευταία του ταινία. Αυτό θα πει ηθοποιός: Η τέχνη να ακολουθεί τη ζωή, κυριολεκτικά.
Σπύρος Δευτεραίος