Ο Παναγιώτης Κονδύλης επεσήμανε σε ένα από τα έργα του ότι «το αίσθημα της αδυναμίας υπερτερεί τελικά απέναντι στην εκάστοτε πραγματικότητά της και η μελαγχολία σκεπάζει με το μελανό πέπλο της εξίσου ισχυρούς και ανίσχυρους – τους μεν επειδή δεν έχουν ισχύ, τους δε επειδή δεν είναι πανίσχυροι».
Ο διαρκής αγώνας των κρατών για την απόκτηση ισχύος είναι εκείνος, που δίνει τον τόνο στη διεθνή πολιτική, ως το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους να διαχειριστούν την αβεβαιότητα για τις προοπτικές επιβίωσής τους.
Με άλλα λόγια, τα κράτη αποζητούν διαρκώς να βελτιώσουν τη θέση τους στην κλίμακα ισχύος, καθότι αυτό είναι το μοναδικό εχέγγυο ασφαλείας εντός του άναρχου διεθνούς συστήματος, δηλαδή εντός ενός πλαισίου εκτύλιξης διακρατικών σχέσεων υπό την απουσία ρυθμιστικής αρχής.
Έτσι, η ανάλυση επί των πτυχών (ανα)κατανομής ισχύος προκύπτει ως μονόδρομος, μιας και η συντεταγμένη απόπειρα πραγμάτωσης μιας συνολικής αλλαγής στο διεθνές σύστημα συνιστά τη γενεσιουργό αιτία νέων διλημμάτων ασφαλείας, ευκαιριών, διακυβευμάτων και κινδύνων. Είναι αυτή η προσήλωση στην ανάλυση της ισορροπίας ισχύος που επαληθεύει την εμβρίθεια του μελετητή και αναδεικνύει την εγγύτητά του με το «είναι» αντί του «πρέπει», ήτοι με την οντολογία αντί μιας δεοντολογικού επιπέδου διαλεκτικής.
Η σύγχρονη συστημική γεωπολιτική ανάλυση, εν προκειμένω και όπως έχει ορισθεί από τον θεμελιωτή της, καθηγητή Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας του ΕΚΠΑ Γιάννη Μάζη, «ασχολείται με τη μελέτη, καταγραφή και πρόβλεψη των ανακατανομών ισχύος και καταλήγει πάντοτε στη δημιουργία αντιστοίχου υποδείγματος τάσεων. Διαγιγνώσκει, λοιπόν, τις αναπτυσσόμενες τάσεις και προβλέπει τη δυναμική τους στο χώρο και στον –ιστορικώς– ομοιογενή χρόνο. Δηλαδή, το χρόνο τον εγγραφόμενο στο πλαίσιο μίας και μόνης, ομοιογενούς ποιοτικώς, ιστορικής περιόδου».
Παράλληλα, παραμένει στα αμιγώς περιγραφικά στοιχεία, μη στοχεύοντας σε «ελέγχους εδαφών» και άρα προσφέροντας τη βάση για τη γεωστρατηγική σύνθεση αλλά μη αποτελούσα η ίδια καταρχήν μια γεωστρατηγική πρόταση.
Ωστόσο, το βασικό στοιχείο είναι η προσήλωση στα ζητήματα ανακατανομών ισχύος, όπως αυτά έχουν ήδη σταχυολογηθεί ως τα πλέον κρίσιμα από τη νεορεαλιστική προσέγγιση της θεωρίας διεθνών σχέσεων και πριν από αυτή έχουν αποτυπωθεί φυσικά από τους μεγάλους κλασικούς προπάτορες του επιστημονικού πεδίου.
Μέσω της συστημικής γεωπολιτικής ανάλυσης σημειώνεται και η πολυπαραγοντική ιδιοσυστασία της έννοιας της ισχύος, καθώς η μεθοδολογική προσέγγιση αφορά τέσσερις αντίστοιχους πυλώνες – τον αμυντικό, τον οικονομικό, τον πολιτικό και εκείνον του πολιτισμού και της πληροφορίας. Αντί, δηλαδή, της μονοδιάστατης προσέγγισης (π.χ. αποκλειστικά επί ζητημάτων άμυνας), η συστημική γεωπολιτική εναρμονίζεται με την πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής και προχωρά έχοντας οντολογική αναφορά.
Άλλωστε, ποιος θα δύνατο να υποστηρίξει ότι τα προβλήματα, οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες στο διεθνές γίγνεσθαι έχουν αποκλειστικά ένα προσωπείο;
Οι τέσσερις πυλώνες συναπαρτίζονται αναλόγως με την υπό εξέταση περιπτωσιολογική μελέτη, από γεωπολιτικούς δείκτες είτε απλούς (π.χ. αριθμός φρεγατών ή αριθμός τουρκικής χρηματοδότησης ιεροδιδασκαλείων), είτε σύνθετους, καθώς η εξαγωγή τους απαιτεί τη συντονισμένη επίκληση διαφορετικών ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων (π.χ. βαθμός ετοιμότητας-επάρκειας των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων).
Κατά συνέπεια μέσω της συστημικής γεωπολιτικής ανάλυσης η ισχύς «μετατρέπεται» από έννοια με χαρακτηριστικά πολιτικής φιλοσοφίας στο αποτύπωμα των εμπράγματων συνιστωσών οι οποίες διαμορφώνουν τις βουλήσεις των άλλων και άρα συνεισφέρουν στην εκτύλιξη της ατζέντας των εθνοκρατικών στρατηγικών.
Η εν λόγω επιστημονική συνεισφορά του Γιάννη Μάζη στο επίπεδο της μεθοδολογίας δίδει απαντήσεις στα διαχρονικά ερωτήματα περί της δυνατότητας σκιαγράφησης της κατανομής ισχύος και εξαγωγής ανάλογων συμπερασμάτων.