Ποίημα του Αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας. Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’.
Το που σε λέμε Ύψιστο δεν είν’ τρόπος του λέγειν, για να υπονοήσουμε πως τούτο Σου αξίζει.
Στα αλήθεια από τη φύση σου Υιός αγαπημένος υπάρχεις πάντα του Θεού, τουτέστιν προϋπάρχεις∙
και έτσι αμετάβλητος, ήρθες στη γη κοντά μας και μας συναναστράφηκες.
Γι’ αυτό όλοι φωνάζουμε: Ευλογητός Συ Κύριε ο Θεός μες στους αιώνες.
Κι όπως ακούν οι μαθητές, Δέσποτα τον Πατέρα Σου να Σ’ επιβεβαιώνει,
και βλέπουν και την όψη Σου
τόσο να αστραποβολά που δεν αντέχουν να θωρούν τα μάτια του ανθρώπου,
έπεσαν μπρούμυτα στη γη και έψελναν με δέος:
αιώνια να δοξάζετε όλοι εσείς οι Ιερείς κι εσείς λαοί εξυμνείτε τον Κύριο μας τον Χριστό.
Άλλος πιο ωραίος Βασιλιάς ‘πό Σένα δεν υπάρχει,
κι όσα κι αν κυριέψουνε οι δυνατοί πάνω στη γη κάτω ‘πο Σένα θα ‘ναι.
Είσ’ ο αξιαγάπητος των πάντων κυβερνήτης που κατοικείς μέσα στο φως,
π’ άλλος κανείς δεν δύναται ούτε να πλησιάσει.
Αυτό είδαν οι μαθητές και απόμειναν κατάπληκτοι ν’ αναφωνούν και λέγαν:
Δοξολογείτε σεις παιδιά, οι Ιερείς υμνείτε και σεις λαοί δοξάζετε αιώνια τον Χριστό μας.
Καθώς δεσπόζεις σ’ ουρανούς, στη γη αφού βασιλεύεις,
μα και τα καταχθόνια μιας και εξουσιάζεις,
έπρεπε να παραβρεθούν για να εκπροσωπήσουν τη γη μας οι Απόστολοι,
τον ουρανό ο Ηλίας –ο μέγας ο Προφήτης μας ο ονομαστός Θεσβίτης–
και τους νεκρούς –μα φυσικά, ποιος άλλος;– ο Μωυσέας.
Και όλοι αυτοί με μια φωνή μελωδικά υμνούσαν:
Λαέ ποτέ μη σταματάς, αιώνια να δοξάζεις τον Κύριό μας τον Χριστό.
Όλες εκειές τις μέριμνες που φέρνουν στα πνευματικά μεγάλη ραθυμία,
στη γη τις εγκατέλειψαν, κει τις απαρατήσαν, όταν Συ τους επέλεξες
κι ατοί τους το συμφώνησαν να Σε ακολουθήσουν.
Κι από τη γη σηκώθηκαν και πήγανε πιο πάνω, πολίτες πρώτοι να γενούν της θείας πολιτείας.
Γι’ αυτό, και όταν βλέπανε το θείο πρόσωπό Σου δικαίως έτσι ψάλλανε:
Λαέ ποτέ μη σταματάς, αιώνια να δοξάζεις τον Κύριό μας τον Χριστό.
Κάπως, λοιπόν, πιο καθαρά θέλησες να μας δείξεις, πως θα γενούν τα πράγματα
όταν για δεύτερη φορά θα ΄ρθεις πάλι στη γη – άγνωστο είν’ το πότε.
Έτσι θα λάμπεις φαίνεται, απερίγραπτα τελείως, όπως εφανερώθηκες επάνω στο Θαβώρ,
Σύ ο Θεός ο Ύψιστος ανάμεσα σ’ ανθρώπους που θεωμένοι στέκονταν κι εκείνοι κατά Χάριν,
τους Αποστόλους, τον Μωυσή, μαζί και τον Ηλία.
Γι’ αυτό, απ’ όλους μας Χριστέ δοξολογία Σου πρέπει.
Εμπρός λοιπόν πιστοί λαοί, ακούστε τι σας είπα και ελάτ’ ακολουθήστε με,
ελάτε ας ανέβουμε στο όρος τ’ Αγιασμένο, στο όρος το επουράνιο∙
και έτσ’ άυλοι, πνευματικά, πολίτες να βρεθούμε στην πόλη ετούτη του Θεού, του ζώντος και Σωτήρα.
Έτσ’ είναι που θα δούμε την άυλη Θεότητα: μόν’ με του νου τα μάτια.
Θα δούμε τον Πατέρα μας μαζί με τ΄ Άγιο Πνεύμα, στο πρόσωπο να λάμπουνε Υιού Μονογενή.
Το πάθος της αγάπης Σου Χριστέ μ’ έχει σκλαβώσει,
και με τον θείο Σου έρωτα με άλλαξες τελείως,
αλλά αν γίνεται Θεέ, με την φωτιά Σ’ την άυλη, όλες τις αμαρτίες μου κάψε τις, κάν’ τις στάχτη,
κι αξίωσέ με να γευτώ –τι λέω;– να χορτάσω μ’ όλη την αγαλλίαση που μόν’ Εσύ χαρίζεις,
ώστε με μια τρελή χαρά εγκώμια να ψέλνω όχι μόνο για την εμφάνιση στο όρος το Θαβώρ,
αλλά και για την επερχόμενη, τη δεύτερη που λένε.