Έχουμε φτάσει στο σημείο μηδέν. Μία ολιγαρχία που περιβάλλει το πολιτικό σύστημα φροντίζει να το συντηρεί για να απολαμβάνει τα προνόμιά της κρατώντας τον κόσμο σε άγνοια για να τον διαχειρίζεται. Και τα καταφέρνει. Καταφέρνει επίσης να συντηρεί μια ελάχιστου ενδιαφέροντος πολιτική νομενκλατούρα την οποία αναπαράγει. Δεν επιτρέπει να αναδειχθεί τίποτε καινούργιο και καινοτόμο.
Με τις φωτιές κάθε καλοκαίρι το ίδιο τροπάρι. Φταίει ο καιρός, αλλά φταίει και ο κακός μας ο καιρός.
Ο στρατηγός Ηλίας Λεοντάρης έγραψε τα αυτονόητα: «Ό,τι βλέπουμε σήμερα στην Αττική είναι το προϊόν της άμετρης, έως εγκληματικής, αστικοποίησης της χώρας. Όταν από το Σούνιο μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου… ονομάζεται “Αθήνα”. Όταν το 55% του πληθυσμού της χώρας ζει στο 3,5% της έκτασής της. Όταν το 80% της παραγωγής συγκεντρώνεται στο λεκανοπέδιο Αττικής. Όταν, όταν, όταν…
»Κι αυτά θα συμβαίνουν και η κατάσταση θα χειροτερεύει όσο δεν αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα. Για όσο το πολιτικό “σύστημα” αγνοεί ότι η Ελλάδα ορίζεται από τους Οθωνούς, τα Μαράσια, τη Στρογγύλη και τη Γαύδο».
Αυτή η αντίληψη δεν θα αλλάξει. Η ολιγαρχία που κυβερνά τον τόπο προτιμά αυτό που έχει διαμορφώσει ως συγκεντρωτικό κράτος από οποιαδήποτε αλλαγή. Και δεν υπάρχει κανείς και τίποτε που να μπορεί να την αμφισβητήσει.
Θεωρούν πως τα όρια της Ελλάδας εξαντλούνται στο λεκανοπέδιο. Και όταν τα γράφεις εξεγείρεται και ο λαϊκός πληθυσμός της Αττικής. Λες και αυτοί είναι η αθηναϊκή ολιγαρχία που κυβερνά. Λες και δεν έχει επιπτώσεις πάνω τους, στην ποιότητα της ζωής τους αυτός ο υπερσυγκεντρωτισμός. Θα έπρεπε να ήταν οι πρώτοι που θα φώναζαν «Φτάνει πια».
Από τους κόλπους αυτής της ολιγαρχίας προέρχονται οι αναλυτές και οι αναλύσεις που μας καλούν να παραδοθούμε διότι δήθεν η Τουρκία δημιούργησε τετελεσμένα, τα οποία πρέπει να αποδεχθούμε για να αποφύγουμε τον πόλεμο.
Τον πόλεμο δεν πρόκειται να τον αποφύγει αυτή η σχολή σκέψης μέχρι να παραδώσει την ψυχή της στην Τουρκία. Την ψυχή της θέλει η Τουρκία, όχι εδαφικές εκτάσεις. Εκτάσεις έχει αρκετές. Να τους δορυφοροποιήσει ενδιαφέρεται – και το έχει καταφέρει, αν κρίνουμε από τα κείμενά τους.
Ένας λαός του οποίου η ηγέτιδα τάξη εκπέμπει μηνύματα παράδοσης δεν έχει καμιά προοπτική. Οι λαοί που έχουν ρόλο στην Ιστορία διακρίνονται από δυναμισμό και αποφασιστικότητα.
Στην Ελλάδα, εκτός μερικών εξαιρέσεων, η πλειονότητα έχει αποδεχθεί το κυρίαρχο αφήγημα. Παράδοση διά της διολισθήσεως για να καθυστερήσουμε χρονικά και να αποφύγουμε τον πόλεμο. Ποιον πόλεμο; Τον πόλεμο θα τον αποφύγει η Ελλάδα και η νομενκλατούρα της αν δείξει αποφασιστικότητα ότι δεν τον φοβάται. Η ειρήνη διασφαλίζεται μόνο με την προετοιμασία για την αποτροπή του πολέμου.
Σε αντίθεση με το ελληνικό παρακμιακό κατεστημένο, στην Τουρκία υπάρχει μια ιθύνουσα τάξη (πνευματική, στρατιωτική, πολιτική, οικονομική) που επιδιώκει να μπει δυναμικά στο παγκόσμιο παιχνίδι. Δεν προσπαθεί να διαλάθει της προσοχής, όπως κάνει η Αθήνα μήπως και περισωθεί. Αναλύει τις εξελίξεις και αναζητά πολιτικές που θα ευνοήσουν τη χώρα.
Σε αντίθεση με αρκετούς Έλληνες αναλυτές, οι Τούρκοι επιστήμονες αναζητούν τρόπους να συμφιλιώσουν τη χώρα τους με τις ΗΠΑ, ζητώντας αμοιβαία κατανόηση και υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές! Βάζουν, δηλαδή, την Άγκυρα ως ίσο συνομιλητή της Ουάσινγκτον.
Θεωρούν πως η παλιά στρατηγική σχέση ΗΠΑ-Τουρκίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ έχει τελειώσει. Οι Αμερικανοί δεν μπορούν να εμφανίζονται ως πάροχοι ασφάλειας. Θα πάρουν αλλά και θα δώσουν σε μία συμφωνία με την Τουρκία. Και επισημαίνουν πως για τις ΗΠΑ, παρότι διαφωνούν σε αρκετά, είναι δύσκολο να τη δουν ως εχθρό, διότι συνεργάζονται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Ένας από αυτούς τους αναλυτές είναι ο Sinan Ülgen, επισκέπτης μελετητής στο Carnegie Europe στις Βρυξέλλες.
Σε μια ενδιαφέρουσα μελέτη του (την οποία μεταφρασμένη μπορείτε να δείτε ολόκληρη εδώ), προσεγγίζει αναλυτικά πέντε από τα θέματα στα οποία Τουρκία και ΗΠΑ διαφωνούν και προτείνει λύσεις με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Πρόκειται για τους S-400, τη Συρία, την υπόθεση της Halkbank, το έλλειμμα δημοκρατίας και τη μη λειτουργία του κράτους δικαίου στην Τουρκία και την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τις ΗΠΑ.
Είναι εντυπωσιακά τα επιχειρήματα υπέρ της Τουρκίας που αναζητά, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι θεωρεί πως υπάρχει διάσταση στην αντίληψη των δύο χωρών για τον σύγχρονο κόσμο, με τις ΗΠΑ να προβάλουν τη δημοκρατία ως καθοριστικό στοιχείο της διεθνούς πολιτικής τους για να αντιμετωπίσουν την ανερχόμενη Κίνα, και την Τουρκία να προκρίνει έναν πολυπολικό κόσμο που την κάνει να αναζητά στηρίγματα και στη Ρωσία και στην Κίνα.
Οι διαμορφωτές της τουρκικής πολιτικής πιστεύουν πως η χώρα τους θα ωφεληθεί από μια επανατοποθέτησή της στο νέο διεθνές περιβάλλον διατηρώντας σχέσεις με τις ΗΠΑ, αλλά όχι αποκλειστικά με αυτές. Αναζητούν ερείσματα και στη Ρωσία και στην Κίνα, τα οποία αν τα βρουν θα αποκτήσουν ένα άλλο στάτους.
Κατ’ αρχάς υπάρχει θεμελιακή απόκλιση μεταξύ Τουρκίας και ΗΠΑ στην αρχική σύλληψη πάνω στην οποία οικοδομείται η νέα πολιτική τους. Στην Ουάσινγκτον ο ανταγωνισμός μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων είναι πλέον το κυρίαρχο πλαίσιο ανάλυσης. Ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός στόχος της κυβέρνησης Μπάιντεν αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης διεθνούς ισχύος και επιρροής της Κίνας και της Ρωσίας.
Για να τις αντιμετωπίσει και να διαμορφώσει ένα συμμαχικό πλαίσιο, η Ουάσινγκτον δίνει έμφαση σε κάτι που θεωρεί ότι λείπει από τις δύο αυτές «αυταρχικές» δυνάμεις. Τη δημοκρατία.
Και για να συσπειρώσει τους συμμάχους της εστιάζει και στη δική τους δημοκρατία, στο εσωτερικό τους. Βασικός στόχος της στρατηγικής ασφάλειας του Μπάιντεν λοιπόν είναι η ενίσχυση της δημοκρατίας στο εξωτερικό μέσω μιας σειράς αποτελεσματικών εταιρικών σχέσεων, που αντικατοπτρίζουν το εγχώριο ενδιαφέρον της για την προστασία των δημοκρατικών πρακτικών. Το συμπέρασμα αυτής της στρατηγικής αλλαγής είναι ότι η Ουάσινγκτον έχει αρχίσει να βλέπει τις συμμαχίες της από την οπτική της πραγματικής και δυνητικής συμβολής τους στην επίτευξη των εξελισσόμενων μακροπρόθεσμων στρατηγικών της στόχων.
Αυτός ο αναπροσανατολισμός οδήγησε αναπόφευκτα σε υποβάθμιση της γεωστρατηγικής σημασίας των περιοχών και των χωρών που κυριαρχούσαν στο παρελθόν στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι η Τουρκία. Είναι προβληματική χώρα για τις ΗΠΑ και επειδή έχει προβλήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου στο εσωτερικό, αλλά και επειδή έχει μειωθεί η γεωπολιτική της σημασία επειδή το ενδιαφέρον τους, τώρα, εστιάζεται στην Ασία.
Οι ΗΠΑ δεν θέλουν να χάσουν την Τουρκία, όμως και να διολισθήσει αλλού δεν θα έρθει το τέλος του κόσμου.
Αν κρίνει μάλιστα κανείς από την ανακοίνωση που εξέδωσαν για τους πρόσφυγες από το Αφγανιστάν που κατέφυγαν στην Τουρκία και την αντίδραση της Άγκυρας ότι δεν μπορούν οι Αμερικανοί να αποφασίζουν για τη χώρα τους, η Ουάσινγκτον δείχνει μια αδιαφορία για τις τουρκικές αντιδράσεις και αντιλαμβάνεται τη χώρα ως δεδομένη. Θα φανεί πόσο έτσι έχουν τα πράγματα από τις μελλοντικές εξελίξεις.
Από την Άγκυρα, ωστόσο, ο κόσμος φαίνεται πολύ διαφορετικός. Η άνοδος της Ασίας και η υπεροχή της Κίνας θεωρούνται περισσότερο ως ευκαιρίες παρά ως απειλές. Η Άγκυρα ερμηνεύει αυτές τις τάσεις, καθώς και τον αυξανόμενο περιφερειακό ακτιβισμό της Ρωσίας, ως σημάδια της διαρκούς εμφάνισης μιας πολυπολικής παγκόσμιας τάξης. Αυτή η κατανόηση διαμορφώνει τώρα τον στρατηγικό λογισμό των Τούρκων πολιτικών.
Οι τουρκικές πολιτικές ελίτ πιστεύουν ακράδαντα ότι μια επιτυχής επανατοποθέτηση της χώρας τους σε αυτό το πολυπολικό περιβάλλον θα ωφελήσει το έθνος μακροπρόθεσμα.
Αυτή η αυξανόμενη απόκλιση ως προς το πώς βλέπουν τον κόσμο η Άγκυρα και η Ουάσινγκτον δημιουργεί ένα προκλητικό περιβάλλον για την εποικοδομητική αντιμετώπιση του φάσματος των επικρατούντων διμερών διαφορών.
Επιπλέον, τα παραδοσιακά θεσμικά όργανα και στις δύο χώρες που εργάστηκαν για να διατηρήσουν τη διμερή σχέση κατά τη διάρκεια προηγούμενων κρίσεων –συμπεριλαμβανομένου του αμυντικού κατεστημένου και της στρατηγικής κοινότητας– έχουν χάσει το ενδιαφέρον να προσπαθήσουν να μετριάσουν τις αυξανόμενες εντάσεις.
Η αύξηση του αντιαμερικανισμού στην Τουρκία έχει παραλληλιστεί με μια σοβαρή διάβρωση της υποστήριξης προς την Τουρκία στο πολιτικό κατεστημένο της Ουάσινγκτον, ιδίως στο αμερικανικό Κογκρέσο. Ως αποτέλεσμα, η σχέση Τουρκίας-ΗΠΑ σήμερα βρίσκεται σε μια κρίσιμη συγκυρία και μια ιστορικά μοναδική εύθραυστη θέση.
Ας τα μελετήσουν καλά αυτά στην Αθήνα και ας μην παραδίδονται εύκολα.