Ποίημα του Αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού. Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας.
Τους χρόνους κείνους τους παλιούς, είδ’ ο Μωυσής στη θάλασσα
μέσα μια νεφέλη και σε μια στήλη πύρινη προφητικό συμβολισμό,
και να προεικονίζεται η Δόξα του Χριστού μας∙ φώναξε τότε δυνατά:
στον Λυτρωτή μας και Θεό να ψάλουμ’ ύμνους πρέπει.
Το θεωμένο σώμα Του, σκέπασε τότε τον Μωυσή όπως παλιά η πέτρα∙
για να μπορέσει πάλι, απ’ Τον Αόρατο να δει όσο του τ’ επιτρέψει.
Καθώς, λοιπόν, ξαν’ έγινε Θεόπτης ο Μωϋσέας, φώναξε έτσι δυνατά:
στον Λυτρωτή μας και Θεό να ψάλουμ’ ύμνους πρέπει.
Όπως σε κείνο το βουνό που του ‘δωσες το νόμο,
έτσι και τώρα στο Θαβώρ πάλι του φανερώνεσαι.
Σε είδε τότε ο Μωυσής σαν μέσα στα σκοτάδια∙ μα τώρα δα μέσα στο φως
τ’ απρόσιτο σε βλέπει – μες στης Θεότητας το φως.
Η δόξα που ήταν φανερή παλιά μπρος στην σκηνή
και που μιλούσε στον Μωυσή τον αγαθό Σου δούλο,
συμβόλιζε τη δόξα Σου π’ ανείπωτα αστράφτει,
καθώς μεταμορφώθηκες ‘πά στο Θαβώρ Δεσπότη.
Ως του Θαβώρ την κορυφή ανέβηκε μαζί Σου, Λόγε, Υιέ μονογενή και Ύψιστε Θεέ,
των Αποστόλων ο αφρός.
Μα κι ο Ηλίας κι ο Μωυσής, ως γνήσιοι δούλοι του Θεού,
ήταν κι αυτοί κοντά σας, μόνε φιλάνθρωπε.
Όντας πραγματικός Θεός, έγινες και πραγματικός βροτός,
και στην υπόστασή Σου πια, Θεός μαζί είν’ κι άνθρωπος αμέριστα μιγμένοι.
Έτσι με τις δυο φύσεις Σου σε είδαν πάνω στο Θαβώρ
ο πατριάρχης Μωυσής και ο Προφήτ’ Ηλίας.
Απ’ το κορμί σου τότ’ εκεί, ολούθ’ εξακοντίζονταν Θεότητας ακτίνες,
κι οι πρόκριτοι των Προφητών μα και των Αποστόλων
καθώς τις βλέπαν έψελναν με μια φωνή μεγάλη:
Η δύναμή Σου Κύριε, χίλιες δόξες να έχει.
Συ που τη βάτο φύλαξες κι άκαυτη είχε μείνει μες στη φωτιά σαν βρέθηκε,
έδειξες τώρα στον Μωυσή το Θεανθρώπινο κορμί να εκπέμπει Θείες λάμψεις.
Κι αυτός καθώς το έβλεπε έτσι υμνολογούσε:
Στη δύναμή Σου Κύριε, πρέπουνε χίλιες δόξες.
Οι ακτίνες σου οι θεϊκές κρύψαν ως και τον ήλιο,
καθώς στο όρος το Θαβώρ, γλυκύτατε Ιησού μου,
μπρος τους μεταμορφώθηκες.
Στη δύναμή Σου Κύριε, πρέπουνε χίλιες δόξες.
Ωσάν μια άυλη φωτιά που το κορμί που άναψε ποσώς δεν κατακαίει,
φάνηκες τότε στον Μωυσή μα και στους Αποστόλους και στον Προφήτη τον Αϊ-Λιά.
Ο Ένας είσαι Δέσποτα που δυο φύσεις έχει,
και οι δυο τους είναι τέλειες κι ακέρια αρμοσμένες.
Κι η γλώσσα η πιο ρητορική, δεν γίνεται να εκφράσει Χριστέ τα μεγαλεία Σου.
Τη ζωή Εσύ την κυβερνάς, στον θάνατο δεσπόζεις.
Έφερες πάνω στο Θαβώρ Μωυσή μαζί κι Ηλία,
να δούνε την Θεότητα κι αυτόπτες να γενούνε.
Τ’ αόρατα τα χέρια Σου τον άνθρωπο τον έπλασαν Χριστέ μου «κατ’ εικόνα».
Το πρότυπο του κάλλους Σου φαίνεται ‘πά στο πλάσμα Σου,
όχι σαν σε μία κόπια, άλλ’ όπως είσ’ αληθινά, ότ’ είσαι στην ουσία.
Γιατί δεν είσαι μόν’ Θεός∙ και άνθρωπος υπήρξες.
Τις δύο φύσεις ένωσες τέλεια σ’ ένα κράμα, και μοιάζει η Θεότητα σαν κάρβουν’
[αναμμένο,
π’ από τη μια ολοσχερώς καίει την αμαρτία, κι από την άλλη τις ψυχές φωτίζει και
[διαυγάζει.
Αυτό είδαν πάνω στο Θαβώρ, ο Μωυσής κι ο Ηλίας
κι οι κορυφαίοι μαθητές και μείναν σαστισμένοι.
Τι θέαμα ασύλληπτο και φοβερό συνάμα, εμπρός μας ‘φάνει σήμερα!
Στους ουρανούς φτάνει παντού, στη γη δεν έχει ταίρι,
ο ήλιος μας ο νοητός, της δικαιοσύνης ήλιος
π’ ανέτειλε απαστράπτοντας ‘πά στο Θαβώρ το όρος.
Πάει πέρασε σαν τη σκιά που τώρ’ αδυνατίζει ο νόμος ο Μωσαϊκός,
κι ανέτειλε ξεκάθαρα ο Χριστός που είν’ η Αλήθεια.
Αυτά τα βροντοφώναζε πάν’ στο Θαβώρ το όρος κι ο ίδιος του ο Μωυσής,
βλέποντας μπρος στα μάτια του Χριστέ την Θεότητα Σου.
Ο στύλος που ‘χε δει ο Μωυσής, Χριστό μεταμορφούμενο αυτό είναι που σημαίνει.
Κι εκείν’ η νεφελοσκεπή ξεκάθαρα εικονίζει του Αγίου μας του Πνεύματος τη Χάρη
που σκεπάζει τ’ όρους Θαβώρ την κορυφή.
Ξεκάθαρα εφάνηκαν τώρα οι προεικονίσεις.
Καθώς τους γίναν ορατά αυτά που είν’ αθέατα,
και είδαν πάνω στο Θαβώρ να υπάρχει η Θεότητα στ’ ανθρώπινο το σώμα
και τούτο ν’ αστραποβολά, αρχίσαν οι Απόστολοι που τα ‘δαν να φωνάζουν:
Ευλογητός Συ Κύριε ο Θεός μες στους αιώνες.
Έφριξαν από τρόμο και έκπληκτ’ απομείνανε με
τη μεγαλοπρέπεια της Θείας βασιλείας όπως αποκαλύφτηκε στο όρος το Θαβώρ∙
και μ’ όλη τους τη δύναμη οι Απόστολοι φωνάζαν:
Ευλογητός Συ Κύριε ο Θεός μες στους αιώνες.
Κι αυτά που είν’ ανήκουστα, τώρα ‘κεί πάνω ακούγονται∙
γιατί ο χωρίς πατέρα, εκείνος που γεννήθηκε από άσπιλη Παρθένο,
τώρα απ’ τον Πατέρα Του εκφώνως διακηρύσσεται με όλη Του τη δόξα,
τέλειος Θεός και άνθρωπος που υπάρχει απαράλλαχτος πάντα μες στους αιώνες.