Η Κερασούς (Giresun), ιδρύθηκε τον 7ο π. Χ., αιώνα από τους Σινωπείς, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ξενοφών στο έργο του Κύρου Ανάβασις. Το όνομα της προέρχεται από την κερασιά, ενώ σύμφωνα με άλλη περισσότερο μυθολογική εξήγηση, η λέξη προέρχεται από το κέρας + ους, γιατί η τοποθεσία όπου χτίστηκε η πόλη θυμίζει το σχήμα του αυτιού και οι βράχοι που την περιβάλλουν μοιάζουν με κέρατα. Λέγεται επίσης, ότι κατά τους χρόνους της ρωμαϊκής κατάκτησης, ο Λούκουλλος μετέφερε από την πόλη το δέντρο κερασιά στην Ιταλία, όπου δεν υπήρχε προηγουμένως.
Ιστορία
Κατά τον 2ο π. Χ αιώνα η πόλη ονομάστηκε Φαρνάκεια, προς τιμήν του βασιλιά του Πόντου Φαρνάκη Α΄, που την οχύρωσε με μεγάλα ισχυρά τείχη και φρόντισε να χτιστεί το φρούριο της. Όνομα που παρέμεινε μόνο για όσο διάρκεσε το βασίλειο του Πόντου ενώ στη ρωμαιοκρατία απέκτησε και πάλι το παλιό όνομα της και την αυτονομία της. Επίσης, στα νομίσματα της ίδιας περιόδου απεικονίζονταν από τη μια όψη προτομή Ρωμαίου αυτοκράτορα κι από την άλλη η επιγραφή Κερασουντίων. Στα βυζαντινά χρόνια η Κερασούντα υπαγόταν αρχικά στην επαρχία του Πολεμωνιακού Πόντου, ενώ αργότερα, μετά τη διαίρεση του βυζαντινού κράτους σε θέματα, αποτέλεσε μέρος του θέματος Χαλδίας, πρωτεύουσα του οποίου ήταν η Τραπεζούντα. Στα χρόνια των Μεγάλων Κομνηνών, η Κερασούντα είναι η δεύτερη σε σημασία πόλη της αυτοκρατορίας.
Το 1348, η Κερασούντα κυριεύτηκε από τους Γενουάτες, αφού προηγήθηκε μια μάχη κατά θάλασσα, ανάμεσα στους επιδρομείς και τους Έλληνες, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο ναύαρχος των Μεγάλων Κομνηνών, ο μέγας Δούκας Ιωάννης Καβασίτας. Ωστόσο ύστερα από διαπραγματεύσεις, οι Γενουάτες παρέδωσαν την Κερασούντα στους Κομνηνούς. Πιθανολογείται ότι η Κερασούντα κυριεύτηκε από τους Τούρκους εφτά χρόνια μετά την Τραπεζούντα, το 1468. Η παράδοσή της θα πρέπει να έγινε με μια ιδιαίτερη συνθήκη, πράγμα που φαίνεται από το δικαίωμα των Κερασουντίων να κατοικούν μέσα στα περιτειχισμένα όρια της πόλης τους. Ο πληθυσμός της ωστόσο ελαττώθηκε, γιατί εξαιτίας των καταπιέσεων των Τούρκων πολλοί κάτοικοί της μετανάστευσαν είτε στο εσωτερικό της Μ. Ασίας είτε στη Ρωσία.
Ο ελληνισμός της Κερασούντας
Κατά την απογραφή του 1913, η Κερασούντα είχε 30.000 κατοίκους, από τους οποίους 17.000 ήταν οι Έλληνες, 3.000 οι Αρμένιοι, οι Τούρκοι 7.000 και 3.000 διαφόρων εθνικοτήτων. Η Κερασούντα ήταν η μοναδική πόλη του Πόντου που είχε συνεχώς επί αιώνες και μέχρι τον Ξεριζωμό ελληνικό αστικό πληθυσμό, ο οποίος πλειοψηφούσε έναντι του μουσουλμανικού. Η ελληνική κοινότητα συντηρούσε τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου, τους ναούς της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, στην αυλή του οποίου θάφτηκε ο ισόβιος δήμαρχος Κερασούντας ο καπετάν Γιώργης Κωνσταντινίδης, της Αγίας Τριάδος, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Δημητρίου, της Παναγίας κ.ά.
https://vimeo.com/582257814
Εκτός από τα δημοτικά σχολεία που λειτουργούσαν στις ενορίες, λειτουργούσε ένα ημιγυμνάσιο κι ένα παρθεναγωγείο. Λειτουργούσε επίσης το άσυλο ορφανών κοριτσιών «Η Πηνελόπη», που ιδρύθηκε το 1915 με πρωτοβουλία του Μητροπολίτη Χαλδίας, Κερασούντος κι Χερροιανών, με σκοπό την υποστήριξη και τη μόρφωση απόρων κοριτσιών της περιοχής. Επίσης, περίφημη ήταν η Φιλαρμονική Κερασούντος, από τις καλύτερες του Ευξείνου Πόντου, ενώ σημαντική ήταν η δράση του Συλλόγου «Αργοναύται». Στην Κερασούντα, από το 1910 μέχρι το 1915, κυκλοφορούσε η εβδομαδιαία εφημερίδα Αρητιάς, με εκδότη τον Γεώργιο Βαλαβάνη.
Τα δεινά των Κερασουντίων από τους Τσέτες
Τον Μάιο του 1915 οι Τούρκοι έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους για τον αποδεκατισμό των Αρμενίων. Αφού προχώρησαν σε ομαδικές δολοφονίες, σπέρνοντας, στο εσωτερικό της Μ. Ασίας, πτώματα των Αρμενίων, σειρά είχε το γένος των Ελλήνων. Τα δεινά των Ελλήνων άρχισαν το 1919, με τη σύλληψη 80 προκρίτων και εξεχόντων μελών της ελληνικής κοινωνίας της Κερασούντας. Την εντολή για τη σύλληψή τους έδωσε ο Τοπάλ Οσμάν Αγάς, ο αιμοσταγής σφαγέας των Κερασουντίων. Οι συλληφθέντες ωστόσο αφέθηκαν ελεύθεροι σε λίγες ημέρες. Συνεργάτες του κακούργου Τοπάλ Οσμάν, οι Τσέτες. Çete στα τουρκικά σημαίνει συμμορία. Επρόκειτο για άτακτους οπλισμένους μουσουλμάνους ληστές, πολλοί εξ αυτών κατάδικοι και ιδιαίτερα κακόφημοι άνθρωποι, που στρατολογήθηκαν από τους Νεότουρκους και ξεκίνησαν τη δράση τους στη Μ. Ασία από το 1910 μέχρι και την Ανταλλαγή.
Αργότερα οι Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν εξαπέλυσαν ένα κύμα δολοφονικών επιθέσεων στη γύρω περιοχή, ενώ με εντολή της τουρκικής κυβέρνησης, συνελήφθησαν και στάλθηκαν στην Αμάσεια, για να δικαστούν στα «δικαστήρια ανεξαρτησίας» πολλοί πρόκριτοι. Αμέσως μετά, το αιμοσταγές «στράτευμα» του Τοπάλ Οσμάν ξεκίνησε ένα πρωτοφανές όργιο σφαγών, προσπαθώντας εάν ήταν δυνατόν, να αφανίσει τους Έλληνες της Κερασούντας. Έτσι, εκατοντάδες Κερασούντιοι οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Τουρκίας με τα τάγματα εργασίας «αμελέ ταμπουρού», για να εξοντωθούν εκεί , αργά και μαρτυρικά.
Η πόλη σήμερα
Σήμερα, ο ναός του Αγίου Νικολάου σώζεται σε άριστη κατάσταση, μιας και στεγάζεται εκεί το Μουσείο Κερασούντος Giresun Muzesi. Στο μουσείο εκτίθενται αρχαιολογικά κι άλλα αντικείμενα, όπως καφτάνια, χαλιά, παλιά βιβλία, αξεσουάρ ένδυσης, καθώς και φωτογραφική συλλογή. Από τις αγιογραφίες του ναού, σώζεται ο παντοκράτορας Χριστός.
Πίσω από το ναό στην αυλή που υπάρχει, εκτίθενται διάφορες μαρμάρινες στήλες που προέρχονται από τάφους Ελλήνων της Κερασούντας. Επίσης υπάρχει στοά, όπου εκτίθενται αρχαιολογικά ευρήματα. Εντός της αυλής υπάρχει ανακαινισμένο το οίκημα που στέγαζε την οικογένεια του εκάστοτε ιερωμένου του ναού. Σήμερα στεγάζει τις υπηρεσίες του μουσείου. Δίπλα στην αυλή του ναού, είναι το παρθεναγωγείο που σήμερα λειτουργεί ως δημοτικό. Στην ίδια ευθεία παραπάνω, ανεβαίνοντας για το Κάστρο της Κερασούντας υπάρχει το περίφημο ημιγυμνάσιο, που σήμερα στεγάζει το εμπορικό λύκειο της πόλης, ενώ σχεδόν απέναντι είναι η Καθολική Εκκλησία, που σήμερα στεγάζει την παιδική βιβλιοθήκη της πόλης.
Στον ίδιο δρόμο υπάρχουν πολλά παλιά αρχοντικά, αλλά ανακαινισμένα κι άλλα κατεστραμμένα. Συνεχίζοντας τον ίδιο ανηφορικό δρόμο για το Κάστρο, βρίσκεται η αλλοτινή έπαυλη του ισόβιου δημάρχου της Κερασούντας καπετάν Γιώργη Κωνσταντινίδη. Σήμερα εκεί στεγάζεται το πανεπιστήμιο της πόλης. Περνώντας από την συνοικία Ζεϊτινλίκ (Zeytinlik) που ονομάστηκε έτσι από τα πολλά ελαιόδεντρα που υπήρχαν εκεί, αφού θαυμάσουμε τα πολλά και ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής παλιά ελληνικά σπίτια, μπορούμε να κατευθυνθούμε στο φρούριο ή κάστρο της πόλης.
Από εκεί, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει την ομορφιά της πόλης και να χαρεί τη φύση μέσα στο μεγάλο πάρκο. Εκεί, δυστυχώς, υπάρχει και το κενοτάφιο του Τοπάλ Οσμάν.
Από την Ακρόπολη της Κερασούντας, ο επισκέπτης μπορεί ν’ απολαύσει και την θέα του νησιού της Κερασούντας Giresun Adasi. Πρόκειται για την Αρητιάδα νήσο των αρχαίων Ελλήνων. Αυτό είναι το μοναδικό σταθερής έκτασης νησί της νότιας ακτής του Ευξείνου Πόντου και απέχει ένα ναυτικό μίλι, από την παραλία της Κερασούντας. Το νησί ταυτίζεται με την Αρητιάδα της μυθολογίας, όπου οι Στυμφαλίδες Όρνιθες, που είχαν καταφύγει εκεί μετά την εκδίωξή τους από τον Ηρακλή από τη Στυμφαλία Λίμνη, επιτέθηκαν στους Αργοναύτες χρησιμοποιώντας τα φτερά τους ως δολοφονικά βέλη. Επί του παραλιακού δρόμου, εντός του χώρου του στρατολογικού γραφείου, υπάρχει μέχρι σήμερα και μια μικρή εκκλησία αφιερωμένη στην παναγία, σώζεται η εκκλησία της Παναγίας, αλλά δεν επιτρέπεται η είσοδος , ούτε δυστυχώς και οι λήψεις, μιας κι ο χώρος ανήκει στο στρατό.
Θωμαΐς Κιζιρίδου