Οι Έλληνες της ακριτικής Ταυρίδας κρατούσαν τις Θερμοπύλες του Ελληνισμού στο Βορρά του Εύξεινου Πόντου από την αρχαιότητα μέχρι το 1778, οπότε και μεταφέρθηκαν από την τσαρίνα Μεγάλη Αικατερίνη στην περιοχή της Αζοφικής θάλασσας. Στις 9 Μαρτίου της ίδιας χρονιάς υπεγράφη το διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο οι χριστιανοί της Ταυρικής (Κριμαϊκής) χερσονήσου έπρεπε να μεταφερθούν στο Κυβερνείο της Αζοφικής.
Στο όνομα και τιμής ένεκεν του πρίγκιπα Παύλου στην περιοχή βόρεια της Αζοφικής θάλασσας ιδρύθηκε η πόλη Παύλοβσκ, η οποία στις 29 Σεπτεμβρίου του 1779 με απόφαση του Γκριγκόρι Ποτέμκιν μετονομάστηκε σε Μαριούπολη. Κατά τη γνώμη πολλών ερευνητών η ονομασία, αφιερωμένη στην Παναγία, στην πόλη δόθηκε από τους Έλληνες.
Όμως από την εμφάνιση των Ελλήνων στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου μέχρι να γίνει η Μαριούπολη νέα πατρίδα των Ελλήνων της Κριμαίας είχαν περάσει πολλοί αιώνες.
Η αδιάκοπη ελληνική παρουσία στην Ταυρίδα
Ο Κιμμέριος Βόσπορος αποτελούσε τα φυσικά σύνορα ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Οι Έλληνες μελετούσαν τον κόσμο του Εύξεινου Πόντου, γνωρίζοντας πως κάποτε είχαν περάσει από αυτά τα μέρη οι πρόγονοί τους.
Η σχέση τους με την περιοχή βυθιζόταν στους μύθους της Μυκηναϊκής περιόδου και παρέμεινε αδιάκοπη για 2.500 χρόνια.
Τον 7ο αιώνα π.Χ. στην Ταυρική χερσόνησο έφθασαν οι Έλληνες της Μιλήτου. Η πρώτη πόλη, που δημιουργήθηκε από αυτούς, το Παντικάπαιον, ήταν μοιραίο να γίνει το 480 π.Χ. η πρωτεύουσα του Βασιλείου του Βοσπόρου. Στις μέρες μας το Παντικάπαιον με την ονομασία Κερτς θεωρείται η αρχαιότερη πόλη της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Τον 5ο αιώνα π.Χ. στην Ταυρίδα ιδρύθηκε η πόλη Χερσόνησος, που ξεχώριζε από τις άλλες, όμως στο διάβα των αιώνων συμπορεύτηκε με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο της περιοχής. Ήταν η αποικία της Ηράκλειας του Πόντου με μητρόπολη τη δωρική πόλη Μέγαρα.
Στο τέλος του 2ου αιώνα π. Χ. η Ταυρίδα και όλος ο Βορράς του Εύξεινου Πόντου προσαρτήθηκαν στο Βασίλειο του Πόντου. Στο Παντικάπαιον βρήκε το τραγικό του θάνατο στο τέλος της ένδοξης πολεμικής πορείας του ο βασιλιάς Μιθριδάτης ΣΤ’ Ευπάτωρ.
Από τον 1ο αιώνα π. Χ. ο Εύξεινος Πόντος έγινε μια από τις περιφέρειες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία μετά από μερικούς αιώνες μετέφερε την πρωτεύουσα της στη Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη και εξελληνίστηκε.
Οι Έλληνες του Βορρά του Εύξεινου Πόντου σε όλους αυτούς τους μακρινούς αιώνες ακολούθησαν τις τύχες του Ελληνισμού. Το Πριγκιπάτο Θεοδώρο στην Ταυρίδα με τους Παλαιολόγους στην εξουσία ήταν το τελευταίο ελληνικό κράτος του Μεσαίωνα και κατάφερε να κρατήσει την ανεξαρτησία του μέχρι το 1475.
Οι Έλληνες της Ταυρίδας παρέμειναν πιστοί στον αρχαίο τους πολιτισμό ακόμα και μετά από την κατάκτησή τους από Τατάρους και ύστερα από τους Οθωμανούς. Το 1475 εγκλωβισμένοι στον εσωτερικό κόσμο του Τατάρικου Χανάτου της Κριμαίας, συνέχισαν να ζουν όπως και όλες οι ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο φάρος τους στην περιοχή της Ταυρίδας ήταν η μητρόπολη της Γοτθίας και Καφά.
Το 1771 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως όρισε ως Μητροπολίτη στην Ταυρίδα (Κριμαία) τον Ιγνάτιο με καταγωγή από το νησί Κύθνος. Το 1778 ο μητροπολίτης Ιγνάτιος ανέλαβε τον δύσκολο ρόλο να πρωτοστατήσει στην έξοδο των Ελλήνων της Κριμαίας από την αιώνια πατρογονική τους εστία στην άγονη περιοχή της Αζοφικής.
Οι ίδιοι Έλληνες για πολλούς αιώνες δεν ήταν πια κυρίαρχοι του εαυτού τους. Ο κίνδυνος να σφαχθούν από τους Τατάρους σε αντίποινα για την ήττα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την οριστική συντριβή τους από τους Ρώσους ήταν μεγάλος. Η διαπραγμάτευση με τις ρωσικές Αρχές ήταν αδύνατη. Η απόφαση της απομάκρυνσης των Ελλήνων ως αυτοχθόνων κατοίκων της Κριμαίας από τον τόπο τους εξυπηρετούσε τα μεγάλα αυτοκρατορικά σχέδια της τσαρικής αυλής.
Ο μητροπολίτης Ιγνάτιος έμεινε δίπλα στο ποίμνιό του. Η μνήμη του τιμάται την ημέρα της κοιμήσεώς του, στις 3 Φεβρουαρίου. Στην πατρίδα του σε ελληνικό νησί του Αιγαίου πελάγους κάθε πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου τιμάται η ανάμνηση της προσκόμισης του τμήματος του ιερού του λειψάνου από την Μαριούπολη στην Κύθνο την 1η Οκτωβρίου 2016.
Οι αυτόχθονες Έλληνες της Κριμαίας αναγκαστικά εγκατέλειψαν την πατρίδα τους, όμως τη θέση τους πήραν άμεσα οι συμπατριώτες τους – πρόσφυγες από την Οθωμανική αυτοκρατορία. Στην Ταυρίδα δημιουργήθηκαν πολλοί ελληνικοί οικισμοί με το πιο γνωστό από αυτά την Μπαλακλάβα. Η παρουσία των Ελλήνων στην Ταυρίδα παρέμεινε αδιάκοπη.
Οι Έλληνες της Κριμαίας στη Μαριούπολη
Σύμφωνα με τη Συνθήκη ειρήνης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή που υπεγράφη το 1774 ανάμεσα σε Ρωσική και Οθωμανική αυτοκρατορία, η Ρωσία απέκτησε τις περιοχές πάνω από την Κριμαία και αναγνώρισε το ανεξάρτητο από τους Οθωμανούς Χανάτο της Κριμαίας. Στις 14 Φεβρουαρίου δημιουργήθηκε το Κυβερνείο της Αζοφικής.
Το 1778 ο διοικητής του Ρωσικού στρατού στο Νότο της Αυτοκρατορίας στρατηγός Πιότρ Ρουμιάντσεφ-Ζαντουνάισκι πρότεινε στην Μεγάλη Αικατερίνη να μεταφέρει τους Χριστιανούς της Κριμαίας στη Ρωσία. Μετά το σχετικό τσαρικό διάταγμα είχαν διεξαχθεί οι συνομιλίες ανάμεσα στους αντιπροσώπους της Ρωσίας και των μεταφερόμενων κοινοτήτων.
Από τη ρωσική πλευρά στις συνομιλίες συμμετείχαν –ο πρεσβευτής της Ρωσίας στο Χανάτο της Κριμαίας Αντρέι Κονσταντίνοφ, ο Διοικητής του ρωσικού σώματος στην Κριμαία αντιστράτηγος Aλεξάντρ Προζορόβσκι (αργότερα τον αντικατέστησε ο αντιστράτηγος Aλεξάντρ Σουβόροφ).
Τους επικεφαλής των χριστιανών αντιπροσώπευαν ο μητροπολίτης της Γοτθίας και Καφά του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης Ιγνάτιος, ο αρχιμανδρίτης της Γρηγοριανής Αρμενικής Εκκλισίας Πετρός Μαρκοσιάν, ιερέας των Αρμενίων-Καθολικών Ακόπ (Ιακώβ) Μαρντερόσοφ. Στις συνομιλίες πήραν μέρος και αντιπρόσωποι των χριστιανικών κοινοτήτων.
Μετά τις συνομιλίες στην Αγία Πετρούπολη στάλθηκε «Το Ψήφισμα των Χριστιανών της Κριμαίας», στο οποίο αναφερόταν πως οι Χριστιανοί της Κριμαίας συμφωνούν να προσχωρήσουν οικειοθελώς στη ρωσική υπηκοότητα και να ζητήσουν ορισμένα προνόμια για τον εαυτό τους και τους απογόνους τους. Ο μητροπολίτης Ιγνάτιος κράτησε το δικαίωμα να είναι ο ποιμενάρχης των Ελλήνων μετά την επανεγκατάσταση τους, όμως το ποίμνιό του και ο ίδιος αποκόπηκαν από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Ένα μέρος των Ελλήνων με διάφορους τρόπους προσπαθούσαν να αποφύγουν τη μεταφορά τους εκτός Κριμαίας. Είναι γνωστές και οι αναγκαστικές εξισλαμίσεις των Ελλήνων για να θεωρηθούν Τάταροι και να παραμείνουν στην Κριμαία.
Η πολιτική κατοίκησης ελεύθερων εκτάσεων από αποίκους άλλων εθνικοτήτων στη Ρωσία χρησιμοποιήθηκε συχνά λόγω της ταχείας προσάρτησης εδαφών και της έλλειψης πληθυσμού. Η επανεγκατάσταση των χριστιανών συνεχίστηκε από τα μέσα Ιουλίου έως τα μέσα Σεπτεμβρίου 1778.
Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1778 ο Σουβόροφ έστειλε έκθεση στον διοικητή του Ρωσικού στρατού στο Νότο, σύμφωνα με την οποία οι Χριστιανοί είχαν εγκαταλείψει την Κριμαία. Στη Ρωσία μεταφέρθηκαν 31.386 Χριστιανοί. Από αυτούς 18.408 ήταν Έλληνες, 12.598 Αρμένιοι, 219 Γεωργιανοί, 161 Βαλάχοι (Μολδαβοί).
Η εγκατάσταση των Ελλήνων της Κριμαίας στην Αζοφική
Η καραντίνα πριν από την εγκατάσταση των Χριστιανών της Κριμαίας στο νέο τόπο προκάλεσε επιδημίες. Ο προσδιορισμός του μέρους της επανεγκατάστασής τους ξεκίνησε μετά την έξοδό τους από την Κριμαία. Πολλοί εκ των Χριστιανών της Κριμαίας έχασαν τη ζωή τους στη διάρκεια της μεταφοράς τους και της εγκατάστασης στο νέο μέρος.
Ο μητροπολίτης Ιγνάτιος με τους εκπροσώπους της ελληνικής κοινότητας πήγαν στην Αγία Πετρούπολη για πρόσθετες συνομιλίες. Ήθελαν να δημιουργήσουν καθαρά ελληνικούς οικισμούς. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 1779, ένα χρόνο μετά την έξοδο από την Κριμαία, στους Έλληνες δόθηκε η γη από την Αζοφική θάλασσα μέχρι τις εκβολές του ποταμού Μπέρντα, κατά μήκος των ποταμών Μπέρντα και Καρατίς, του κόλπου Κομπλόι, των ποταμών Μόκριγιε Γιαλοί, και Βόλτσια, των ρεματιών Οσικόβαγια και Μπρεζνεγκοβάταγια, του ποταμού Κάλμιους στην εκβολή του, της θαλάσσιας ακτής έως την εκβολή του Μπέρντα. Στη διάρκεια των 10 ετών στα εδάφη αυτά είχαν δικαίωμα να κατοικούν μόνο οι Έλληνες.
Στην Αγία Πετρούπολη, η Αικατερίνη Β΄ απένειμε στον μητροπολίτη Ιγνάτιο και σε εκπροσώπους των ελληνικών κοινοτήτων «Το Πιστοποιητικό εκτίμησης για τους Έλληνες Χριστιανούς». Ήταν πλούσια διακοσμημένο και περιείχε κείμενο στα ελληνικά και στα ρωσικά. Και σύντομα στην περιοχή της Μαριούπολης εμφανίστηκαν ελληνικά χωριά.
Οι Έλληνες της Κριμαίας ήταν δύο κατηγοριών. Ένα μέρος τους μιλούσε ελληνικά, και το άλλο τατάρικα (γλώσσα συγγενή με τα τουρκικά).
Οι ελληνόφωνοι ίδρυσαν τα χωριά: Γιάλτα, Ουρζούφ, Σαρτανά, Τσερμαλίκ, Μάλι (Μικρό) Γιανισόλ, Τσερντακλί, Στίλα και Κωνσταντινούπολη. Οι ταταρόφωνοι τα: Μανγκούς, Στάρι (Παλιά) Κριμ (Κριμαία), Καράν, Λάσπα, Καμάρ, Κερμεντσίκ, Μπογκατίρ, Ουλακλί και Μπέσεφ.
Στο χωριό Μπολσόι (Μεγάλο) Γιανισόλ κατοικούσαν και οι δυο κατηγορίες των Ελλήνων. Στην ίδια τη Μαριούπολη οι Έλληνες της Κριμαίας εμφανίστηκαν μαζί με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο στις 26 Ιουλίου του 1780.
Σήμερα οι απόγονοι των Ελλήνων της Κριμαίας που μεταφέρθηκαν στην περιοχή της Μαριούπολης, συνεχίζουν να ζουν στον τόπο τους παρόλο που στην περιοχή τους γίνεται πόλεμος ανάμεσα στον ουκρανικό στρατό και το στρατό των Ρώσων αυτονομιστών των περιφερειών Ντονέτσκ και Λουγκάνσκ. Η επανεγκατάσταση των Ελλήνων της Μαριούπολης μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ ήταν ελάχιστη.
Βασίλης Τσενκελίδης,
ιστορικός