Αν και ο πιο κοινός τύπος στην ποντιακή διάλεκτο είναι τουλ’γάδα (τα), η λέξη απαντάται και ως τυλιγάδιν στα γλωσσικά ιδιώματα της Κερασούντας και της Οινόης, ως τυλιγάδ’ στης Ινέπολης, ως τιλουγάδιν στης Κερασούντας και ως τουλ’γάδ’ στων Κοτυώρων και της Χαλδίας.
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού, έχει τέσσερις σημασίες.
Περιγράφει: α) το όργανο με το οποίο τυλίγεται κάτι, β) ένα είδος μπανιερού, γ) την αγκαλιά θερισμένου χόρτου ή σταχύων, και δ) το κουβάρι από αραΐσα, δηλαδή από λωρίδες κουρελιών, τις οποίες έβαφαν και στη συνέχεια τις χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή κιλιμιών.