Να εμφανίσει τον εαυτό του ως θύμα της προσβλητικής συμπεριφοράς της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου επιχείρησε ο 30χρονος κατά την απολογία του στον ανακριτή Νάξου, την ώρα που το ιατροδικαστικό πόρισμα δείχνει ότι η 26χρονη ξυλοκοπήθηκε βάναυσα προτού ο σύντροφός της την πετάξει αναίσθητη στα βράχια και από εκεί καταλήξει στη θάλασσα.
«Με ενέπαιζε» είπε στην απολογία του, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ. Κατά δήλωσή του είχαν «ελεύθερη σχέση» για έναν περίπου χρόνο.
Ο καθ’ ομολογία δολοφόνος, που είναι ήδη προφυλακισμένος, δήλωσε πως αιτία του καβγά τη μοιραία Παρασκευή ήταν επειδή η Γαρυφαλλιά δεν παρακολουθούσε το χάρτη ώστε να βρουν το μέρος όπου θα πήγαιναν για φαγητό μετά το μπάνιο που είχαν κάνει, με αποτέλεσμα να χαθούν.
Για το πώς το αυτοκίνητο βγήκε εκτός δρόμου είπε ότι έγινε κατά λάθος, ότι έπρεπε να κάνει στροφή και πάνω στον καβγά έχασε τον έλεγχο. Ισχυρίστηκε ότι ήταν μόνο μια έντονη λογομαχία και ότι στην παρατήρησή του ότι «αυτό με το χάρτη έχει γίνει πολλές φορές», η σύντροφός του απάντησε: «Δεν πειράζει πάμε από άλλο δρόμο, αν σε ενοχλεί τόσο πολύ αυτοκτόνα».
Αρνήθηκε ότι στον καβγά στο αυτοκίνητο υπήρξαν ύβρεις, προσβολές ή σωματική βία, μόνο ότι γενικά εκείνη την ημέρα δεν περνούσαν καλά, και υποστήριξε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των διακοπών υπήρχαν και άλλοι έντονοι διάλογοι. Όπως είπε, πρότεινε στη Γαρυφαλλιά να φύγουν από τη Φολέγανδρο εφόσον δεν περνούσε καλά, όμως εκείνη επέμενε να μείνουν. Είπε επίσης ότι εκείνη είχε προτείνει να πάνε διακοπές και ότι αποφάσισαν να κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ για οικονομικούς λόγους.
Στην αναφορά του κατηγορουμένου ότι το θύμα δεν τον σεβόταν, ο δικαστικός λειτουργός ζήτησε, σύμφωνα με πληροφορίες του ΑΠΕ-ΜΠΕ, να του εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί.
Σε αυτό το σημείο φέρεται να είπε: «Υπάρχουν κάποια γεγονότα, αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος να τα αναφέρω. Με ενέπαιζε παριστάνοντας πως πήγε να πάρει τσιγάρα και πήγαινε αλλού, και μετά γέλαγε. Το βασικό ήταν ότι υπήρχε αυτό, έντονα στο νησί. Με οδηγούσε κι εμένα σε λάθος κατευθύνσεις, καταλήγαμε σε χωματόδρομο και μετά με κορόιδευε. Ήταν μια επανειλημμένη συμπεριφορά και ήταν τόσο έντονο που μου χαλούσε την καλή διάθεση που είχα στην αρχή. Το έκανε εδώ και 5-6 μήνες. Παρόμοια συμπεριφορά, αλλά όχι συνεχόμενα, κάποιες φορές. Προσπαθούσε να με εκθέσει, είτε όταν ήμασταν μόνοι μας, είτε με παρέα. Εγώ είχα πει αρκετές φορές να σταματήσουμε να βρισκόμαστε γι’ αυτό το λόγο, αλλά εκείνη επέμενε να συνεχίσουμε. Για κάποια θέματα είχαμε βρει λύσεις, σε αλλά σημεία έκανε τα ίδια».
Αφότου το αυτοκίνητο σταμάτησε, με βάση την απολογία του 30χρονου, η Γαρυφαλλιά βγήκε επειδή φοβήθηκε. «Φώναξε γιατί βγήκαμε από το δρόμο και φοβήθηκε, ενώ δεν ήταν κάτι εσκεμμένο.
»Νομίζω μία φορά φώναξε βοήθεια. Εκείνη τη στιγμή θόλωσα, κλείδωσε το μυαλό μου. Εγώ κατάλαβα ότι φωνάζει για να δημιουργήσει την εντύπωση ότι εγώ φταίω σε κάτι και να με εκθέσει για άλλη μία φορά.
»Είχαμε τσακωμό μπροστά στο αμάξι. Το αμάξι δεν το έβαλα σε λειτουργία. Δεν θυμάμαι πόσα μέτρα απέχει το αμάξι από το χείλος του γκρεμού. Μόνο μία ένταση θυμάμαι», κατέθεσε.
Στον ανακριτή είπε ότι δεν τη χτύπησε, ότι ούτε εκείνη τον χτύπησε και ότι μόνο την έσπρωξε, αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί πόσες φορές.
«Την έσπρωξα και έπεσε κι αυτό που θυμάμαι εγώ ήταν ότι ήταν στο νερό. Δεν την είδα να χτυπάει στα βράχια. Δεν είδα πώς κατέληξε μέσα στο νερό. Εγώ κατέβηκα κάτω και ήταν μέσα στο νερό. Δεν θυμάμαι αν είχε αίματα. Ίσως είχε στο πρόσωπο αίμα. Δεν θυμάμαι σε ποιο σημείο του προσώπου. Δεν θυμάμαι τι φορούσε. Όταν την είδα ήταν σαν να συντονίστηκα. Μπήκα στο νερό, την έβγαλα έξω και προσπάθησα να της κάνω τεχνητές αναπνοές. Δεν γνωρίζω την τεχνική. Την τράβηξα με τα χέρια. Ήταν βαθιά εκεί.
»Δεν γνωρίζω πώς βρέθηκε το φόρεμα και τα σανδάλια δίπλα στο σημείο που ανασύρθηκε η Γαρυφαλλιά. Ούτε τα σκουλαρίκια και το κολιέ. Δεν υπήρχε κάποια πάλη. Όταν έκανα τεχνητές αναπνοές δεν αντιδρούσε, στην αρχή έβγαλε κάτι απ’ το στόμα της σαν αφρό και μετά δεν έκανε κίνηση. Δεν ανέπνεε. Πήρα σφυγμό αλλά δεν αντιλήφθηκα σφυγμό. Δεν άκουσα τη φωνή της και δεν θυμάμαι αν είχε ανοιχτά τα μάτια. Θυμάμαι μόνο ότι τα χείλη της ήταν μελανιασμένα», περιέγραψε.
Ο κατηγορούμενος είπε στον ανακριτή πως μετά αισθανόταν χαμένος και ότι έφυγε κολυμπώντας. «Δεν θυμάμαι πόση ώρα κολυμπούσα. Κολύμπησα αρκετή ώρα και βγήκα σε βράχια. Απ’ ό,τι θυμάμαι την τσάντα μου την έριξα στην θάλασσα. Το βράδυ εκείνο κοιμήθηκα στο λόφο. Δεν ξέρω γιατί γύρισα πίσω στο αμάξι και δεν θυμάμαι αν και γιατί άφησα τα αλάρμ ανοιχτά», είπε.
Όπως ανέφερε, από το 2014-2015 αντιμετωπίζει ψυχιατρικό πρόβλημα με έντονες εξάρσεις και έπαιρνε φαρμακευτική αγωγή κάνοντας παράλληλα συνεδρίες με ειδικούς. Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, είχε διακόψει αυθαίρετα την αγωγή του.
Στις αρχές Ιουλίου, όπως κατέθεσε, πήγε σε ψυχίατρο, ο οποίος δεν του έδωσε αγωγή. «Τον τελευταίο ψυχίατρο τον επισκέφτηκα γιατί νόμιζα πάλι ότι με παρακολουθούν, ότι δεν μπορούσα να επικοινωνήσω, είχα ασυνεννοησία και προβλήματα με την Γαρυφαλλιά. Είχα προσπαθήσει πολλές φορές να διακόψω τη σχέση μαζί της, αλλά μετά με καλούσε να ξαναβρεθούμε συνέχεια. Εγώ το συνέχιζα και προσπαθούσα να κατανοήσω τους λόγους που γινόταν αυτό στα ανθρώπινα πλαίσια και στα πλαίσια του αλληλοσεβασμού», δήλωσε.
Για τα όσα συνέβησαν στη Φολέγανδρο είπε ότι «σίγουρα δεν ήταν ο εαυτός του» και δήλωσε τη λύπη του, ευχόμενος «να είχαν έρθει τα πράγματα αλλιώς».