Τα ελληνικά χωριά του Βορείου Καυκάσου έχουν μακροχρόνια ιστορία. Τα περισσότερα από αυτά ιδρύθηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αμέσως μετά τη νίκη των Ρώσων έναντι των βουνίσιων φυλών στον πόλεμο του Καυκάσου.
Ο πόλεμος με τους εξισλαμισμένους από τους Οθωμανούς τον 17ο αιώνα Καυκάσιους διαρκούσε από το 1817 έως το 1864.
Η ήττα ανάγκασε τους Καυκάσιους να φύγουν μαζικά στην τουρκοκρατούμενη Μικρά Ασία· από τη Μικρά Ασία, και συγκεκριμένα από τον Πόντο, σύμφωνα με τη συνθήκη ανάμεσα στη Ρωσική και Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις περιοχές τους μεταφέρθηκαν οι χριστιανικοί πληθυσμοί (οι Έλληνες και οι Αρμένιοι). Η κίνηση αυτή ήταν γνώριμη για τις ρωσικές Αρχές.
Από το τέλος του 18ου αιώνα οι Έλληνες από τα νησιά του Αιγαίου και τη βαλκανική Ελλάδα κατέφευγαν στον ρωσικό Βορρά του Εύξεινου Πόντου για να συμβάλουν στις επόμενες νίκες των Ρώσων έναντι των Οθωμανών Τούρκων, αιώνιων κατακτητών του ελληνισμού.
Στις 9 Νοεμβρίου 1861 ο Ρώσος Αυτοκράτορας Αλεξάντρ Β’ εξέδωσε διάταγμα για τη σύσταση ειδικής επιτροπής επανεγκατάστασης των χριστιανών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η επιτροπή έπρεπε να ελέγξει τις οικονομικές δυνατότητες επανεγκατάστασης και να βγάλει συμπέρασμα κατά πόσο ήταν δυνατή μια παρόμοια πολιτική στο μέλλον.
Στην επιτροπή μπήκαν οι εκπρόσωποι από τα υπουργεία Εξωτερικών, Πολέμου, Οικονομικών και Κρατικής Περιουσίας. Η πρώτη συνεδρίαση έγινε στις 29 Νοεμβρίου 1861. Υπήρξε η επιλογή των εκτάσεων της ελεύθερης καλλιεργήσιμης γης στην περιοχή του Αικατερινοντάρ και της Σταυρούπολης.
Μετά από συνεννόηση με τον διοικητή του Καυκάσου, συνταγματάρχη Μπογκουσλάβσκι, στους μετοίκους δόθηκε η δυνατότητα να επιθεωρήσουν τον τόπο για την εγκατάστασή τους. Στις 27 Φεβρουαρίου 1862 η αποφάσεις εγκρίθηκαν από τον τσάρο.
Τον Μάρτιο 1862 η επιτροπή των Ελλήνων μετοίκων από τον Πόντο αποτελούμενη από 10 άτομα επιθεώρησε τη γη στην περιοχή του εγκαταλειμμένου από τους Καυκάσιους (φυλή των Αντίγκων) χωριού (αούλ) Μερτσάν.
Από τον Μάιο της ίδιας χρονιάς ξεκίνησε η εγκατάσταση των Ελλήνων στο χωριό, που ονομάστηκε Μερτσάνσκογιε και βρισκόταν στην περιοχή του Κριμσκ της περιφέρειας Αικατερινοντάρ (Δώρο της Αικατερίνης).
Μετά τη μπολσεβίκικη νίκη επί του Λευκού Στρατού το 1920 η πόλη μετονομάστηκε σε Κράσνονταρ (Δώρο των Κόκκινων). Το χωριό Μερτσάνσκογιε οριοθετήθηκε κοντά στις κοίτες των ποταμών Μερτσάν και Αμπίν, ανάμεσα στους οικισμούς των Κοζάκων (στανίτσες) Κρίμσκαγια και Αμπίνσκαγια, που με τα χρόνια εξελίχτηκαν σε πόλεις Κριμσκ και Αμπίνσκ.
Οι Έλληνες και οι Καυκάσιοι
Οι Καυκάσιοι που επέλεξαν να συνδέσουν τη μοίρα τους με τους Οθωμανούς στην πλειοψηφία τους κατοίκησαν στην περιοχή του Πόντου, όπου μένουν μέχρι τις μέρες μας. Οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τον Καύκασο (Τσερκέζοι, Βαϊνάχοι, φυλές του Νταγκεστάν) και την Κριμαία (Τάταροι) ονομάστηκαν «Μουχατζίρ».
Οι πρώτοι Μουχατζίρ ήταν οι μουσουλμάνοι που στα χρόνια του Προφήτη Μωάμεθ το 622 αναγκάστηκαν να φύγουν από τη Μέκκα στη Μεδίνα.
Οι απόγονοι των προσφύγων από τον Καύκασο –και νωρίτερα από την Κριμαία– θυμούνται την πατρίδα τους και εν μέρει επιστρέφουν στο χώρο όπου διαμένουν σήμερα οι συμπατριώτες τους. Όμως η διάσταση στη νοοτροπία τους σε σχέση με τους Καυκάσιους του Ρωσικού Καυκάσου είναι πλέον μεγάλη. Η τάση ένωσης των Καυκασίων του Καυκάσου και της Τουρκίας ενοχλεί τους Ρώσους, ενώ είναι ενεργοί πολίτες της Τουρκίας και στο μέτρο του δυνατού διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική της.
Με τη σειρά τους οι Έλληνες Πόντιοι του Βόρειου Καυκάσου, όπως και αυτοί του χωριού Μερτσάνσκογιε, ρίζωσαν στη νέα και ταυτόχρονα ιστορική γι’ αυτούς περιοχή. Οι πρόσφυγες από τον Πόντο του 19ου αιώνα σχεδόν δεν ακολούθησαν τους υπόλοιπους Έλληνες της ευρύτερης περιοχής στην παλιννόστησή τους στην Ελλάδα.
Τη μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα επιλέγουν οι απόγονοι αυτών που έζησαν τη Γενοκτονία στον Πόντο και ύστερα την εξορία στη Σιβηρία και την Κεντρική Ασία.
Οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού Μερτσάνσκογιε, οι οποίοι αποδέχτηκαν την υπηκοότητα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και ύστερα την άλλαξαν σε σοβιετική, δεν εξορίστηκαν την περίοδο των σταλινικών διώξεων, ενώ διώχθηκαν πολιτικά το 1937-38, χωρίς εξαίρεση. Η συγκεκριμένη κατηγορία των Ελλήνων με τη ρωσική υπηκοότητα αποκτούσε και ρωσική κατάληξη στο επώνυμο (π.χ. Παναγιώτοφ, Αμανάτοφ…).
Την εξορία από τον τόπο κατοικίας τους στην Ασία είχαν υποστεί οι Έλληνες με ελληνική υπηκοότητα ή τη σοβιετική, μετά την ελληνική.
Οι κάτοικοι του χωριού μελετούν την ιστορία του
Με την ιστορία του Μερτσάνσκογιε ασχολήθηκε ο ιστορικός και κάτοικος του χωριού Γιούρι Κοτσερίδης του Δημητρίου. Ένα από τα 19 βιβλία του στη ρωσική γλώσσα έχει τίτλο Η ιστορία του χωριού Μερτσάνσκογιε, και περιγράφει τις εξελίξεις από τις πρώτες μέρες μετά την ίδρυσή του μέχρι σήμερα.
Ο Γιούρι Κοτσερίδης γεννήθηκε στις 14 Μαΐου 1951, αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη της ιστορίας του χωριού του και των Ελλήνων της περιοχής Κουμπάν και έφυγε χτυπημένος από τον κορονοϊό στις 19 Ιανουαρίου 2021. Στο βιβλίο του περιλαμβάνονται αρχεία του 19ου αιώνα τα οποία αναδεικνύουν την ιστορία των συγχωριανών του.
Την ιστορία του χωριού Μερτσάνσκογιε έχει καταγράψει και ο νέος μελετητής Βιτάλιος Καϊσίδης. Γεννήθηκε στο Μερτσάνσκογιε και μένει σήμερα στη Δράμα στη Βόρεια Ελλάδα. Το βιβλίο του έχει τίτλο Ποντοκαύκασος. Ιστορία της ελληνικής ορθόδοξης κοινότητας του χωριού Μερτσάν-Μερτσάνσκογιε της (διοικητικής) περιφέρειας Κουμπάν-Κράσνονταρ της νότιας Ρωσίας 1864-2014 (εκδ. Σταμούλη, 2015).
Το 1.436 σελίδων έργο του Βιτάλιου Καϊσίδη περιέχει το αρχειακό υλικό, τις αναμνήσεις των συγχωριανών και πλούσιο αρχείο φωτογραφιών. Είναι γραμμένο στις δύο γλώσσες, την ελληνική και τη ρωσική.
Η επανεγκατάσταση στο Μερτσάν
Στις 22 Ιουνίου 1872 ο ελληνικής καταγωγής διοικητής της Περιφέρειας Κουμπάν στρατηγός Τσακνί (Τσακνής) έγραφε στον διοικητή του Καυκάσου: «Οι Έλληνες έφθασαν στην υπό διοίκησή μου περιφέρεια το 1862 […], εγκαταστάθηκαν σε ξεχωριστό οικισμό 64 οικογένειες αποτελούμενες από 237 άτομα και 222 άτομα γυναικείου φύλλου στη θέση του εγκαταλειμμένου αούλ Μερτσάν».
Το μεγαλύτερο μέρος των νέων κατοίκων του χωριού Μερτσάνσκογιε έφθασε εκεί το β’ εξάμηνο του 1864. Ο στρατηγός Μιχαήλ Τσακνής του Αργυρίου ήταν διοικητής της Περιφέρειας Κουμπάν και Αταμάνος των Κοζάκων του Κουμπάν από το 1869 έως το 1873.
Με τη διαταγή του διοικητή Τσακνή, το 1865 –σύμφωνα με το Υπέρτατο Διάταγμα του Αυτοκράτορα Αλεξάντρ Β’ από τις 27 Απριλίου 1863– στον κάθε άρρενα δόθηκε γη των 7 και ύστερα των 15 ντεσιατίνων (1 ντεσιατίνα = περίπου 1 εκτάριο). Οι νέοι κάτοικοι ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια καπνού και την κτηνοτροφία.
Το κτίσιμο των σπιτιών στο Μερτσάνσκογιε αργούσε και εφαρμοζόταν βάσει των σχεδιαγραμμάτων των οικισμών των Κοζάκων. Στην αναφορά στον διοικητή της Περιφέρειας Κουμπάν με αριθμό 985 από τις 29 Ιουνίου 1868 αναφερόταν: «Το σχεδιάγραμμα των οδών και της πλατείας με την εκκλησία έγινε σύμφωνα με την τοποθεσία τους στις κοζακικές στανίτσες…».
Οι Μερτσανλήδες, όπως αποκαλούσαν οι Έλληνες κάτοικοι του Μερτσάνσκογιε τον εαυτό τους, έπρεπε να χτίζουν τα σπίτια τους αυστηρά όπως τα ρωσικά σπίτια (χάτα). Το χειμώνα της ίδιας χρονιάς ήταν έτοιμα τα πρώτα πανομοιότυπα σπίτια, που αποτελούνταν από την οικία, την καλοκαιρινή κουζίνα, την αποθήκη, το μαντρί και το κοτέτσι. Τα περισσότερα είχαν στην αυλή φούρνους ελληνικού (ποντιακού) τύπου, «το φουρνίν».
Η οργάνωση του χωριού
Στις 22 Ιουνίου 1872 το χωριό Μερτσάνσκογιε πέρασε από τη πολεμική διοίκηση της Στρατιάς του Κουμπάν στην κοινοτική. Την κοινότητα διοικούσαν οι τρεις τοπικοί σύμβουλοι με επικεφαλής τον κοινοτάρχη.
Σταδιακά οι Έλληνες έχασαν τα προνόμια των νέων κατοίκων και είχαν ίδιες υποχρεώσεις με τους Ρώσους κρατικούς αγρότες.
Από τον Ιανουάριο 1873 άρχισαν να αποδέχονται την υπηκοότητα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Την ίδια περίοδο στο χωριό με τα έξοδα των κατοίκων του άρχισε να λειτουργεί το πρώτο σχολείο όπου διδάσκονταν η ελληνική (καθαρεύουσα) και η ρωσική γλώσσα.
Το 1887 χτίστηκε ο ναός του Αγίου Γεωργίου που στο ύψος ξεπερνούσε τα 18 μέτρα. Μερικές πηγές αναφέρουν πως ο ναός χτίστηκε το 1893. Ίσως οι εργασίες για την αποπεράτωσή του συνεχίστηκαν και μετά το 1887.
Ο ναός γκρεμίστηκε την περίοδο σοβιετικής εξουσίας το 1953 και ξαναχτίστηκε τη δεκαετία του 1990.
Στο τέλος του 19ου αιώνα το χωριό Μερτσάνσκογιε αριθμούσε 140 αυλές, 997 κατοίκους (519 άνδρες και 468 γυναίκες). Αυτήν την περίοδο κατοίκησαν και μερικές ρωσικές οικογένειες.
Στην αρχή του 20ού αιώνα, με τη Γενοκτονία στον Πόντο, στην περιοχή Κουμπάν άρχισαν να φτάνουν Έλληνες πρόσφυγες. Αυτή οι κατηγορία των προσφύγων ενοικίαζε της καλλιεργήσιμες εκτάσεις γης από τους Κοζάκους.
Οι κάτοικοι του χωριού Μερτσάνσκογιε ως Ρώσοι πολίτες πήραν μέρος σε όλες τις ιστορικές εξελίξεις που ακολούθησαν στη διάρκεια του Α’ και του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Στα χρόνια του εμφυλίου (1918-1920) η τοπική κοινωνία, όπως όλης της χώρας, ήταν διχασμένη.
Την περίοδο των σταλινικών διώξεων εναντίον των Ελλήνων της ΕΣΣΔ πολλοί κάτοικοι του χωριού Μερτσάνσκογιε εκτελέστηκαν ή φυλακίστηκαν στο πλαίσιο της Ελληνικής Επιχείρησης της ΝΚΒΝΤ (1937-1938).
Τη δεκαετία του 1990 στο χωριό εγκαινιάστηκε το πρώτο μνημείο Ελλήνων θυμάτων των σταλινικών διώξεων στην περιοχή Κουμπάν.
Οι Μερτσανλήδες δεν άφησαν το χωριό τους στη δύσκολη οικονομικά δεκαετία του 1990, δεν το αφήνουν και στις μέρες μας. Ακόμα και οι νέοι κάτοικοι του διατηρούν ένα από τα καλύτερα επίπεδα γνώσης της ποντιακής διαλέκτου ανάμεσα στους Έλληνες της Ρωσίας. Ο δε τοπικός ελληνικός σύλλογος ασχολείται με τη διατήρηση του τοπικού ελληνικού πολιτισμού.
Στα σπίτια των κατοίκων του Μερτσάνσκογιε ακούγονται η ποντιακή λύρα και τα ποντιακά τραγούδια, όπως και το 1862. Οι απόγονοι των πρώτων κατοίκων από διάφορες περιοχές του Πόντου, με επίκεντρο την Τραπεζούντα, σέβονται το παρελθόν τους και χτίζουν το ελληνικό τους μέλλον διατηρώντας άσβεστη σχέση με την Ελλάδα.
Βασίλης Τσενκελίδης,
ιστορικός.