Γεννημένοι στα Κοτύωρα του Πόντου, σε μια ιδιαιτέρως ταραγμένη περίοδο, ο Βαχέ και ο Κεγάμ Αντρεσιάν γνώρισαν από πολύ μικροί την ορφάνια, το μίσος αλλά και την αγάπη, ενώ περιπλανήθηκαν αρκετά μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, μέχρι να επιστρέψουν και να ριζώσουν στην Κωνσταντινούπολη.
Τα δύο Αρμενόπουλα μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων βρήκαν καταφύγιο στο σπίτι μιας Τουρκάλας που επί τέσσερα χρόνια τα φρόντισε και τα κράτησε ασφαλή, μέχρι την επιστροφή της μητέρας τους που είχε εκτοπιστεί μαζί με τον πατέρα τους στο Ντέιρ Ελ Ζορ στη Συρία.
Ο Βαχέ και ο Κεγάμ δεν ξαναείδαν ποτέ τον πατέρα τους που δεν άντεξε στις κακουχίες κατά την επιστροφή στα Κοτύωρα. Τα παιδιά, με τη βοήθεια της Τουρκάλας, επανενώθηκαν με τη μητέρα τους, η οποία δυστυχώς δεν μπορούσε να τα αναθρέψει αφού όλα τους τα υπάρχοντα είχαν κατασχεθεί. Εργάστηκε όσο μπόρεσε αλλά η εύθραυστη υγεία της δεν επέτρεπε να κάνει και πολλά.
Ένας συγγενής της βλέποντας την κατάσταση, της πρότεινε να στείλει τα παιδιά στο Ορφανοτροφείο «Νear East Relief» της Σύρου, κάτι που όταν το έκανε της στοίχισε ψυχικά.
Η κα Σερπουχή, μητέρα του Βαχέ, με πόνο καρδιάς πήρε τα παιδιά της και πήγε να δηλώσει τα ονόματά τους στα μέλη των αποστολών που θα μετέφεραν όλα τα παιδιά αρμενικής και ελληνικής καταγωγής σε ορφανοτροφεία της Near East Relief.
Λίγες μέρες αργότερα, ο Βαχέ και ο Κεγάμ βρίσκοταν σε πλοίο με ακόμα 3.000 ορφανά αγόρια και 2.000 ορφανά κορίτσια. Ήταν πολύ λυπημένοι και θυμωμένοι. Δεν μπορούσαν να χωνέψουν πως ξαναβρήκαν τη μητέρα τους για πολύ λίγο και τώρα έπρεπε να είναι και πάλι μακριά τους.
Όταν μπήκαν στο πλοίο, συνειδητοποίησαν πως υπήρχαν πολλά ορφανά αγόρια και κορίτσια από τα Κοτύωρα. Τα δύο αγόρια, σύμφωνα με την Αρμέν Σιλελί Αντρεσιάν, κόρη του Βαχέ, έμειναν στο ορφανοτροφείο της Σύρου από το 1922 έως το 1928. Εκεί έλαβαν εξαιρετική εκπαίδευση αν και στη συνέχεια επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη όπου σπούδασαν στο Κολέγιο Robert.
- Με πληροφορίες από το www.facebook.com/thegreekgenocide.