Μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά των πάντα επίκαιρων στίχων του τραγουδιού «Dogs» των Pink Floyd. Το τραγούδι περιέχεται στο άλμπουμ Animals που κυκλοφόρησε το 1977. Οι στίχοι είναι γραμμένοι από τον Roger Waters.
Πρέπει να ’σαι παλαβός, πρέπει μια βαριά ανάγκη να σου κάθεται στους ώμους.
Πρέπει ν’ αλαφροκοιμάσαι, έτοιμος να πεταχτείς∙ κι όταν τριγυρνάς στους δρόμους,
πρέπει τότε να μπορείς –κατά τους σκυλίσιους νόμους– το κορόιδο να εντοπίζεις ως
[και με κλειστά τα μάτια.
Τότ’ αμέσως αρχινάς ήσυχα να πλησιάζεις και αθώρητος ζυγώνεις πρύμα πάνω του
[γραμμή∙
πρέπει πάντα να χτυπάς την κατάλληλη στιγμή και χωρίς δεύτερη σκέψη.
Λες και τίποτα δεν τρέχει, ασχολήσου στο καπάκι με το πώς θα βελτιώσεις το
[προσωπικό στιλάκι.
Τι πουκάμισο θα βάζεις με της λέσχης τη γραβάτα, πώς θα κάνεις χειραψία σταθερή,
[γεμάτη κύρος,
‘κείνο το συγκεκριμένο βλέμμα και το άνετο, το δήθεν φυσικό χαμογελάκι.
Να έχεις την εμπιστοσύνη όλων όσοι τους φλομώνεις μ’ ένα ψέμα πάνω στ’ άλλο,
ώστε όταν χαιρετήσουν και γυρίσουν για να φύγουν έτσι αμέριμνοι την πλάτη,
θα’ χεις τότε τη χρυσή σου, την πιο τέλεια ευκαιρία το μαχαίρι να τους μπήξεις.
Πρέπει βέβαια να έχεις δεκατέσσερα τα μάτια, όταν έξω περπατάς.
Κι από μόνος σου το ξέρεις, δυσκολότερο θα γίνει όπως θα περνάν τα χρόνια κι όσο
θα γερνάς.
Μα στο τέλος και εσύ, ότι έχεις θ’ αμπαλάρεις και για νότο θα πετάξεις,
το κεφάλι σου στην άμμο κει θα πας πια να το κρύψεις, ένας θα ‘σαι της σειράς αξιοθρήνητος γεράκος,
π’ ολομόναχος πεθαίνει λίγο-λίγο απ’ τον καρκίνο.
Και όταν πια δεν θα ελέγχεις τίποτα μα και κανέναν, όλα όσα έχεις σπείρει τότε θε να
[τα θερίσεις.
Κι όπως θα θεριεύει ο φόβος, όλο το κακό σου το αίμα που θ’ αργοκυλάει στις
[φλέβες, να πετρώνει θα το νιώσεις.
Και θα ‘ναι πια πολύ αργά τα έρμα να πετάξεις∙ τα έρμα που κουβάλαγες, το «ειδικό
[σου βάρος» που το ‘ριχνες και έλιωνες μ’ αυταρχισμό τους γύρω.
Άιντε λοιπόν καλό πνιγμό, καθώς πηγαίνεις στο βυθό, βυθίσου εκεί μονάχος,
καθώς σε σέρνει αλύπητα –δεμένος γύρω απ’ τον λαιμό– ένας μεγάλος βράχος.
Πρέπει να το παραδεχτώ: λίγο είμαι σαστισμένος κι οι σκέψεις μου μπερδεύονται.
Νομίζω μερικές φορές πως –να… πώς να το πω;– απλώς μ’ εκμεταλλεύονται.
Πρέπει να μείνω άγρυπνος, πρέπει να προσπαθήσω ν’ αποτινάξω αν μπορώ το
[ερπετό που σούρνεται απάνω στο κορμί μου: μια ύπουλη, υφέρπουσα βιώνω
[δυσφορία.
Το κάστρο μ’ θα υπερασπιστώ, ότι αν υποχωρήσω δεν βλέπω απ’ τον λαβύρινθο που έχω μπει να βγαίνω∙ δεν
θα ‘χει ωραίο τελειωμό αυτή η ιστορία.
Κουφός, μουγγός μα και τυφλός, και όμως συνεχίζεις απλώς να υποκρίνεσαι
ότι όλοι είν’ αναλώσιμοι∙ δεν είν’ κανείς στον κόσμο που φίλο βρήκ’ αληθινό.
Και έχεις την ιδέα ότι αυτό πρέπει να γίνεται: να ξεχωρίζει ο νικητής
και δεν βαριέσαι… όλα γίνονται κάτω απ’ τον ίδιο ήλιο∙
και το πιστεύεις, πράγματι, βαθιά μες στην καρδιά σου πως πάσα ένας άνθρωπος
[φονιάς μπορεί να γίνει.
Ποιος είναι που γεννήθηκε σε σπίτι που το πλάκωνε, το γιόμωνε ο πόνος.
Ποιος είναι που εκπαιδεύτηκε, σ’ ανεμιστήρα που γυρνά ποτέ του να μην φτύνει.
Ποιος είναι που ακολούθησε παράγγελμα ανθρώπου.
Ποιος είναι που του έσπασαν τελείως το ηθικό σπεσιαλίστες ειδικοί.
Ποιος είναι που του φόρεσαν κολάρο κι αλυσίδες.
Ποιος είναι που επιβράβευσαν με χτύπημα στην πλάτη.
Ποιος είναι που ξεχώριζε δήθεν απ’ την αγέλη, που ξέφευγε από τ’ άλλα ζα που ζουν
[πίσω απ’ το φράχτη.
Ποιος είναι αυτός που γίνηκε στο σπίτι του ένας ξένος.
Ποιος είν’ που ξεζουμίστηκε και βρέθηκε στο τέλος φαρδύς-πλατύς να κείτεται χαμαί
[εξαντλημένος.
Ποιος είν’ που βρέθηκε νεκρός με ένα τηλέφωνο κοντά στο κρύο του το χέρι.
Ποιος είναι που τον έσυρε ως το βυθό η πέτρα.