Από το αρχαίο ουσιαστικό ύλη προέρχεται η λέξη υλέε (η) της ποντιακής διαλέκτου, που σημαίνει δάσος.
Απαντάται και ως ‘λέα στο γλωσσικό ιδίωμα της Χαλδίας, ως νυλή στο γλωσσικό ιδίωμα της Τραπεζούντας, ως υλέεν (το) στης Σάντας και της Χαλδίας, αλλά και ως υλέι (στον ενικό) και υλέητα (στον πληθυντικό) στης Σάντας.
Η Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού ελληνισμού έχει καταγράψει το εξής αίνιγμα, που σημαίνει το ξύλινο κόσκινο για αλεύρι ή σιτάρι: «Α ση ΄λέα εγεννέθα κι α ση ΄λέα επλάστα κι όντας εγεννέθα, εδώκαν εμέ έναν σιλέαν», δηλαδή «Από το δάσος γεννήθηκα και από το δάσος πλάστηκα. Μετά τη γέννησή μου μου έδωσαν ένα χαστούκι».
Επίσης, υπάρχει μια φράση δηλωτική της υπερβολικής αγάπης της μάνας προς όλα τα παιδιά της: «Υλέε εκάεν και τη φιδί΄ η μάνα είπεν: Nαϊλί εμέν, τ΄ εμόν το πουλίν, πα εκάεν», δηλαδή «Πήρε φωτιά το δάσος και η μητέρα του φιδιού είπε: Aλίμονό μου, κάηκε και το δικό μου παιδί».