Όσο περνούν τα χρόνια και αποστασιοποιούμαστε από τα γεγονότα, ξεκαθαρίζει το τοπίο γύρω από τους λόγους που οδήγησαν στην επιβολή της χούντας στην Ελλάδα, τις 24 Απριλίου 1967 και της δεύτερης χούντας, του Ιωαννίδη, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τις 17 Νοεμβρίου 1973.
Όσο και αν με τις συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου επιχειρήθηκε η ακύρωση του επικού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, 1955-1959, ο δυναμισμός του ελληνικού στοιχείου μετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, οδήγησε τους επιτελείς κατ’ αρχάς του Λονδίνου και μετέπειτα της Ουάσιγκτον, να βάλουν στο τραπέζι το ζήτημα της διχοτόμησης της Κύπρου.
Η τουρκοανταρσία του 1963-64, που ξέσπασε μετά την πρόταση των δεκατριών σημείων για αλλαγή του Συντάγματος, του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ήταν το πρώτο βήμα, που οδήγησε στην δημιουργία των τουρκυπριακών θυλάκων, του προάγγελου της διχοτόμησης. Ήταν η περίοδος που η Τουρκία είχε οργανώσει και εξοπλίσει στρατιωτικά τους Τουρκοκύπριους, με στόχο την αποκοπή τους από το κυπριακό κράτος και την «αυτοδιοίκησή» τους, μέχρι να έλθει ο τουρκικός σρατός.
Τότε τα τουρκικά αεροπλάνα πετούσαν ανενόχλητα πάνω από την Κύπρο, ενώ και τα τουρκικά πολεμικά πλοία είχαν συχνή παρουσία στις θάλασσες της Μεγαλονήσου.
Μπροστά στην καλή στρατιωτική οργάνωση των Τουρκοκυπρίων, υπό την καθοδήγηση Τούρκων αξιωματικών, η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου, το Απρίλιο του 1964, αποφάσισε να στείλει στην Κύπρο μυστικά δύο χιλιάδες αξιωματικούς και στρατιώτες. Στις αρχές Ιουνίου του 1964 το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας αποφάσισε την διεξαγωγή στρατιωτικής επιχείρησης στην Κύπρο, για κατάληψη συγκεκριμένων περιοχών και πραγματοποίηση της διχοτόμησης.
Επειδή μια τέτοια επιχείρηση της Τουρκίας ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγούσε σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, με προφανείς τις συνέπειες αυτού του πολέμου στην ΝΑ Πτέρυγα του ΝΑΤΟ, η Ουάσιγκτον αντέδρασε άμεσα. Στις 5 Ιουνίου 1964 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον απέστειλε επιστολή στον Ινονού, στην οποία έθετε υπ’ όψιν του Τούρκου πρωθυπουργού τα προβλήματα που θα προέκυπταν από μια τέτοια επιχείρηση.
Σημειωτέον ότι ο Τζόνσον απέρριπτε τον τουρκικό ισχυρισμό ότι η επιχείρηση αυτή ήταν δικαίωμα της Αγκυρας που απέρρεε από τη Συνθήκη Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, με τεκμηριωμένες θέσεις, τις οποίες δεν θυμήθηκαν οι πρόεδροι των ΗΠΑ μετά το 1974.
Τότε αποφασίστηκε η ίδρυση της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου (Ιούνιος 1964), ενώ συνεχιζόταν όλο αυτό το διάστημα η μυστική αποστολή του προσωπικού της ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο, που αποτελούνταν από 8,500 χιλιάδες άνδρες με 3 συντάγματα πεζικού, 2 μοίρες καταδρομών και 2 ίλες αρμάτων. Η μετάβαση της μεραρχίας ολοκληρώθηκε ως τις 20 Οκτωβρίου 1964.
Σημειώνεται ότι Αγγλία και ΗΠΑ δεν αντέδρασαν στην αποστολή της Μεραρχίας στην Κύπρο, γιατί θεωρούσαν ότι η παρουσία της εκεί ήταν και μια ασφαλιστική δικλείδα για το ενδεχόμενο που ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αποφάσιζε να κάνει κάποια «επικίνδυνη στροφή» προς την τότε Σοβιετική Ένωση.
Η παρουσία της Μεραρχίας στην Κύπρο, όμως, ήταν και ένας παράγοντας που απέκλειε την επιχείρηση απόβασης της Τουρκίας στην Κύπρο.
Αν η ελληνική Μεραρχία ήταν στην Κύπρο, ο τουρκικός στρατός θα έπρεπε να κάνει απόβαση με πενταπλάσιο αριθμό αποβατικής δύναμης, κάτι που ήταν αδύνατον.
Άρα, η παρουσία της Μεραρχία στην Κύπρο εξασφάλιζε τα εξής:
- Πρώτον, απέκλειε την αποβατική επιχείρηση της Τουρκίας στην Κύπρο.
- Δεύτερον και παρεμπίπτον, απέκλειε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Αν όμως είχε αποφασιστεί από κάποια κέντρα η οριστική διχοτόμηση της Κύπρου, τότε θα έπρεπε η Μεραρχία να φύγει από την Κύπρο.
Όμως κάτι τέτοιο ήταν πλέον αδύνατον να το πράξουν πολιτικοί, αφού θα είχαν να αντιμετωπίσουν τις σφοδρές αντιδράσεις του κόσμου. Σημειώνεται ότι την περίοδο εκείνη το Κυπριακό ήταν το κύριο εθνικό θέμα που απασχολούσε την ελληνική κοινή γνώμη.
Χωρίς να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι ήταν αυτό που άλλαξε του σχεδιασμούς της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου στο Κυπριακό, η πεποίθησή μας είναι ότι η επιβολή της χούντας στην Ελλάδα έγινε για να οδηγηθούμε στην διχοτόμηση της Κύπρου.
Όμως για να γίνει η διχοτόμηση, έπρεπε να φύγει η Μεραρχία από το νησί. Και για να φύγει, έπρεπε να δημιουργηθεί η «αφορμή».
Η αφορμή ήταν η επίθεση στις 15/11/1967 τμημάτων της Εθνικής Φρουρά υπό τις διαταγές του στρατηγού Γρίβα εναντίον του τουρκοκυπριακού χωριού Κοφίνου, κατά την οποία σκοτώθηκαν 22 Τούρκοι. Αυτό προκάλεσε τη θυελλώδη αντίδραση της Τουρκίας, η οποία μεταξύ άλλων απαίτησε την αποχώρηση της Ελληνικής Μεραρχίας και του Γρίβα από την Κύπρο και τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Σε περίπτωση άρνησης της Ελλάδας να συμμορφωθεί, η Τουρκία απειλούσε με εισβολή στην Κύπρο και επίθεση στον Έβρο.
Η κυβέρνηση των συνταγματαρχών στην Αθήνα, μετά από διαπραγματεύσεις, αποφάσισε να αποσύρει τη Μεραρχία, που ήταν η ασφάλεια της Κύπρου έναντι της τουρκικής εισβολής. Μέχρι τις αρχές του 1968, είχαν αποχωρήσει και οι τελευταίοι στρατιώτες της ελληνικής μεραρχίας.
Στην κατάθεσή τους στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων για τον «Φάκελο της Κύπρου» ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλιας υποστήριξαν ότι η απόφαση για απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας λήφθηκε για να αποτραπεί ελληνοτουρκικός πόλεμος και υπό την πίεση των Αμερικανών. Ο Κόλιας μάλιστα έφθασε στο σημείο να πει ότι η παρουσία της Μεραρχίας στην Κύπρο ήταν παράνομη, αφού οι Συμφωνίες Ζυρίχης προνοούσαν την παρουσία μόνο 950 ανδρών της ΕΛΔΥΚ.
Τα επόμενα χρόνια η Κύπρος μένει χωρίς την υποστήριξη της Μεραρχίας, μέχρι να φθάσουμε στο 1973.
Είναι η χρονιά που ο Παπαδόπουλος αυτοαναγορεύεται σε Πρόεδρο της Δημοκρατίας και επιχειρεί το άνοιγμα προς τους πολιτικούς. Το γεγονός αυτό δημιουγεί ρήγμα στους αξιωματικούς που ήταν πιστοί στην «επανάσταση», οι οποίοι στρέφονται προς τον ισχυρό άνδρα του παρασκηνίου, τον ταξίαρχο Δημήτριο Ιωαννίδη, ο οποίος περιμένει την ευκαιρία.
Το Κίνημα του Ναυτικού, την άνοιξη του 1973 ήταν ο προάγγελος και η εξέγερση του Πολυτεχνείου η χρυσή ευκαιρία που εκμεταλλεύθηκε ο Ιωαννίδης, για να πάρει την εξουσία, τις 25 Νοεμβρίου 1973.
Αυτό ήταν. Η ανάληψη της εξουσίας από τον Ιωαννίδη, σήμανε και την αντίστροφη μέτρηση για την Κύπρο.
Το σχέδιο της Αθήνας ήταν το εξής: Να ανατραπεί ο Μακάριος με πραξικόπημα σχεδιασμένο από την Αθήνα που θα υλοποιούσαν Έλληνες αξιωματικοί και μονάδες του στρατού και της εθνικής φρουράς.
Όμως το σχέδιο του Κίσινγκερ πήγαινε παραπέρα. Με αφορμή το πραξικόπημα, να δοθεί το άλλοθι στην Τουρκία να κάνει την απόβαση στην Κύπρο.
Το πραξικόπημα έγινε τις 15 Ιουλίου 1974. Το σχεδίασε και το διέταξε η στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδος και το υλοποίησαν ο ταξίαρχος Γεωργίτσης και ο διοικητής Καταδρομών Κύπρου συνταγματάρχης Κομπόκης, οι οποίοι συμμετείχαν σε σύσκεψη για το θέμα που έγινε στο γραφείο του τότε αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων Γρ. Μπονάνου τις 2 Ιουλίου 1974, τότε που αποφασίστηκε το πραξικόπημα.
Για να μην έχουμε αμφβολίες, σε καταγεγραμμένη συνομιλία του Αρχηγείου Στρατού με το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, την ημέρα του πραξικοπήματος, το Αρχηγείο Στρατού λέει στον συνομιλιτή του στο ΓΕΕΦ:
ΓΕΕΦ: Η Πάφος είναι όλη δική του (εννοείται: του Μακαρίου) και πρέπει να προετοιμασθούμε, να στείλουμε τανκς. Είναι πολύ δύσκολο και θέλουμε χρόνο.
Α.Σ. Αποκλείεται, πρέπει να τελειώνετε. Μας πιέζουν απ’ έξω, ξέρεις ποιοι».
Για όσους δεν έχουν αντιληφθεί, οι «απ’ έξω» ήταν οι ΗΠΑ. Μετά από πέντε ημέρες ακολούθησε η εισβολή, η κατοχή από τον Αττίλα Ι το 8% του νησιού και από τον Αττίλα ΙΙ του υπόλοιπου 30%.
Ποιο είναι το περίεργο.
Ότι οι πρωταγωνιστές του πραξικοπήματος, σε Αθήνα και Λευκωσία, δεν υποβιβάστηκαν όλοι τους στο βαθμό του στρατιώτη και δεν δικάστηκαν «για να μην διαταραχθούν οι σχέσεις της Ελλάδας με ξένη χώρα».
Και δεν δικάστηκαν, για να νοιώθουν μια κάποια ασφάλεια οι επόμενοι που θα κληθούν προδώσουν ό,τι έχει απομείνει από την Κύπρο.