Του Κρικόρ Τσακιτζιάν
Πιο επίκαιρος από ποτέ ο λόγος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Αναφερόμενος στη συμπεριφορά των φανατικών, σε ένα απόσπασμα του βιβλίου “Η αλήθεια ελευθερώσει υμάς” του Olivier Clement. Αναφέρει πως ο φανατισμός είναι βαριά ψυχική νόσος, η οποία μπορεί να προσβάλει κάθε άνθρωπο, όπου κι αν ανήκει ιδεολογικοπολιτικά.
Πόσους τέτοιους δεν συναντάμε καθημερινά, να μας κάνουν κήρυγμα ή να μας επιπλήττουν γιατί δεν συμμορφωνόμαστε με τις δικές τους απόψεις, όπως δημοσιογράφοι, πολιτικοί και καθηγητές. Ας ρίξουν μια ματιά στο λόγο του Οικουμενικού Πατριάρχη και είναι σίγουρο πως θα νιώσουν ότι φωτογραφίζει τον εαυτό τους. Ίσως καταλάβουν πόσο βαριά νοσούν και ότι πρέπει να κάνουν κάτι, πριν είναι πολύ αργά για εκείνους και για μας.
Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος Α΄
“Ο φανατισμός, ως διάστροφο ψυχικό φαινόμενο, απειλεί την ψυχή του καθενός, γιατί δεν περιορίζεται στον θρησκευτικό τομέα, ακόμα κι αν συνδυάζει πάντα βούληση ισχύος και ψυχολογικώς “θρησκευτική” απολυτοποίηση.
Μπορεί να εμφανισθεί στους αθέους όπως και στους πιστούς, στους προοδευτικούς όπως και στους συντηρητικούς. Ριζώνει στο άγχος και στην αλαζονεία. Το άγχος να αισθάνεται κανείς απειλούμενα τα ιστορικά σχήματα που είχε συνηθίσει, και χάρη στα οποία αυτοπροσδιοριζόταν. Και την αλαζονεία να ανήκει στον μικρό αριθμό των εκλεκτών, οι οποίοι έχουν επομένως το δικαίωμα να απορρίπτουν και να τιμωρούν εκείνους που θεωρούνται υπεύθυνοι γι’ αυτές τις αναστατώσεις.
Ο φανατικός έχει συχνά την ψύχωση της συνωμοσίας!
Μάλιστα, μια μορφή απελπισμένης αλαζονείας μπορεί να οδηγήσει τον καθένα να πεισθεί ότι είναι ο μόνος που μένει στην αλήθεια, μια αλήθεια την οποία απολυτοποιεί, και την οποίαν κατέχει. Οποιοσδήποτε δεν συμφωνεί μαζί του, είναι το όργανο δαιμονικών δυνάμεων. Αν είσαι διαφορετικός από εμένα, αυτό σημαίνει ότι θέλεις το θάνατό μου!
Ο φανατικός είναι συχνά ένα ον αβέβαιο, ανήσυχο, αποδιοργανωμένο, που ισορροπεί όπως όπως χάρη σε μια περίπου αιμομεικτική προσκόλληση στην αλήθεια του. Δεν θέλει να βλέπει παρά μόνο κακές διαφορές, νεύρωση των “μικρών διαφορών” έλεγε ο Φρόυντ, θεωρεί πως εκείνος που διαφωνεί μαζί του σε ένα σημείο, έστω και δευτερεύον, έχει άδικο σε όλα και για όλα. Είναι ανίκανος να περάσει μέσα στην ετερότητα του άλλου, να τον καταλάβει λίγο, να δεχτεί πως ίσως έχει δίκιο, έστω και εν μέρει. Ορισμένες λέξεις, που αγνοεί την πραγματική τους σημασία, τον κάνουν μανιακό. Αρκεί να τις προφέρετε για να σας αποκλείσει, να σας κολλήσει μια ετικέτα, να σας ρίξει σε ένα συρτάρι, -ο Τρότσκυ θα έλεγε: στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας-, ως αιρετικό, αποκλίνοντα, νεωτεριστή ή αντιδραστικό!
Ξέρουμε ότι το Πνεύμα εργάζεται παντού, ότι οι λέξεις δεν μπορούν να κατέχουν την αλήθεια, γιατί το μόνο που κατέχει κανείς είναι τα πράγματα, ενώ ο Θεός μας είναι πληρότητα της προσωπικής ύπαρξης. Αυτός ο πάντοτε επέκεινα Θεός, ο Απρόσιτος, και πάντα εδώ, ο Εσταυρωμένος, μας αποκαλύπτεται μέσα ακριβώς στην ελεύθερη συνάντηση της πίστεως. Αποκάλυψη προσωπική που μας κάνει ν’ ανακαλύπτουμε τον άλλον ως πρόσωπο, το οποίο οφείλω να σέβομαι, ίσως και ν’ αγαπώ, στην ετερότητά του. Και αν η διαφορά μοιάζει αμετάστρεπτη, ας γίνει αυτή ο τόπος της προσευχής, όχι του πολέμου! Ασφαλώς, θα πει κάποιος, αλλά η Εκκλησία, στη διάρκεια της ιστορίας της, δεν έπαψε να απορρίπτει, να αποκλείει, να αφορίζει εκείνους που θεωρούσε ως αποκλίνοντες. Στο σημείο αυτό, πρέπει να καταλάβουμε σωστά: χτίζουμε για ολόκληρη την ανθρωπότητα, ένα σπίτι με τις πόρτες ανοιχτές, τη νέα Ιερουσαλήμ, τη Βασιλεία. Αν ορισμένοι εργάτες αρνούνται ή θέτουν σε κίνδυνο το σχέδιο του σπιτιού, οφείλουμε να το διαπιστώσουμε και να τους ζητήσουμε να μην εργάζονται πια μαζί μας. Αλλά το σπίτι θα είναι και γι αυτούς, φυσικά! Στο μεταξύ, ο πραγματικός πιστός του Χριστού, που οφείλει να αγαπάει ακόμα και τους εχθρούς του, αναζητεί πρωτίστως το καλύτερο που έχει ο άλλος και τα σημεία που ενώνουν. Αυτό είναι το κλειδί του οικουμενικού όπως και του διαθρησκειακού διαλόγου”.