Γερμανική κατοχή. Οι Γερμανοί έχουν επιτάξει το σπίτι ενός ζευγαριού ηθοποιών στο Καλαμάκι. Η ηθοποιός, που συνέχισε το θέατρο ακόμα και στην Κατοχή, απαιτούσε από τους Γερμανούς να βγάζουν τις μπότες τους κάθε φορά που έμπαιναν στο σπίτι, για να μην της χαλάσουν το παρκέ.
Το όνομα της, Μαρία Αρβανιτάκη. Όμως είχε υιοθετήσει το επίθετο του πρώτου της συζύγου και όλοι την ήξεραν ως Μαίρη Αρώνη. Και την λάτρευαν!
Δράμα και γέλιο μαζί
Ο πατέρας της, Λέανδρος, ήταν καθηγητής της Μεγάλης του Γένους Σχολής και χρηματιστής. Η μικρή Μαίρη μεγαλώνει με οικονομική άνεση και κολλητή παρέα με την ξαδέλφη της Βάσω Μανωλίδου – μια από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς που όμως δεν είχε κάνει κινηματογράφο και δεν έχει «περάσει» στο πλατύ κοινό.
Βρισκόμαστε στο 1929, και το Κραχ οπλίζει το χέρι του πατέρα της. Η αυτοκτονία του, βάζει το όνειρο της υποκριτικής στην άκρη. Η μητέρα της, προκειμένου να τα βγάλουν πέρα οικονομικά, σκόπευε να ανοίξει και πάλι τον οίκο ραπτικής τον οποίο διατηρούσε παλιά, έχοντας στο μυαλό της ότι η κόρη της θα εργαστεί εκεί.
Όταν όμως η ξαδέλφη της μπαίνει στη Δραματική Σχολή του νεοσύστατου τότε Εθνικού Θεάτρου, η Μαίρη Αρώνη ήθελε να την ακολουθήσει. Όταν η μητέρα της αρνήθηκε εκείνη έφτασε στο σημείο να κάνει ακόμα και απεργία πείνας για να την πείσει να την αφήσει να δώσει εξετάσεις.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών της γνώρισε τον σύζυγό της και ηθοποιό Θόδωρο Αρώνη, αρκετά χρόνια μεγαλύτερό της, του οποίου το επίθετο υιοθέτησε σε όλη την καριέρα της.
Η ηθοποιός έκανε το ντεμπούτο της το 1934 στο θεατρικό έργο Κοσμική κίνηση.
Η ερμηνεία της εντυπωσίασε τους κριτικούς, οι οποίοι την χαρακτήρισαν «γεννημένη πρωταγωνίστρια», αλλά και τη Μαρίκα Κοτοπούλη που την πήρε την επόμενη χρονιά στον θίασό της.
Το ταλέντο της φάνηκε από την πρώτη στιγμή, και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα το όνομά της φιγουράριζε ανάμεσα στα ονόματα των μεγάλων πρωταγωνιστών του θεάτρου. Συνεργάστηκε με μεγαθήρια όπως ο Δημήτρης Χορν, ο Κώστας Μουσούρης, ο Μάνος Κατράκης και πολλοί ακόμα.
Το 1941, σε ηλικία 25 χρονών, γίνεται από τις νεότερες πρωταγωνίστριες της εποχής στο θίασο του Κώστα Μουσούρη, και το 1944 γίνεται συνθιασάρχης, πρώτα με τον Δημήτρη Χορν και έπειτα και με την ξαδέρφη της Βάσω Μανωλίδου. Το 1946 εντάσσεται στο δυναμικό του Εθνικού Θεάτρου. Από το 1950 και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια συνέχισε την πορεία της στο ελεύθερο θέατρο, συνεργαζόμενη με τον Δημήτρη Ροντήρη στον θίασό του «Ελληνική σκηνή», αλλά και με τη Βάσω Μανωλίδου.
Εκείνη την περίοδο πεθαίνει και η μητέρα της και το μαθαίνει εκ των υστέρων, αφού έλειπε σε περιοδεία.
Η επιστροφή εκ νέου στο Εθνικό, έχει μια μεγάλη και καθοριστική στιγμή για την καριέρα της και μια τραγωδία. Η δεύτερη έχει να κάνει με τον σύζυγό της. Το 1955 ο Θοδωρής Αρώνης διαγνώστηκε με καρκίνο. Η ηθοποιός ταξιδεύει μαζί του στο εξωτερικό προκειμένου να εξαντλήσει όλα τα ιατρικά περιθώρια. Ο θάνατος του στις 13 Ιουλίου 1956 κλονίζει και τη δική της υγεία. Η αγάπη της για το θέατρο όμως ήταν τόσο μεγάλη που σύντομα «θάβει» τον πόνο της, πατάει στα πόδια και επιστρέφει στη σκηνή δίνοντας συγκλονιστικές ερμηνείες.
Το καλοκαίρι του 1957 η Μαίρη Αρώνη υποδύεται τη Λυσιστράτη σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού.
Η πρώτη Ελληνίδα πρωταγωνίστρια που έπαιξε Αριστοφάνη στην Επίδαυρο στη σύγχρονη εποχή. Σε έναν ρόλο που επανέλαβε επανειλημμένως και αδιαλείπτως τα επόμενα 25 χρόνια. Και ναι, ήταν η μυθική παράσταση όπου ακούστηκε και το χατζιδακικό «Έναν μύθο θα σας πω».
Το χαρτί και το πανί
Ο κινηματογράφος θα μπει στη ζωή της το 1953 με το Σταυροδρόμι του πεπρωμένου.
Η πρώτη της ταινία, γυρισμένη στην Αίγυπτο, και η μοναδική κινηματογραφική εμφάνιση της Βάσως Μανωλίδου. Δυστυχώς όμως, το φιλμ θεωρείται χαμένο.
Φανατική του θεάτρου, αισθανόταν αμήχανη μπροστά σε μια κάμερα. Ως ηθοποιός πρώτης γραμμής στο σανίδι, είχε πολλές προτάσεις για σινεμά αλλά τις απέρριπτε.
Υπεύθυνος για το κινηματογραφικό της «ναι» στάθηκε ο δεύτερος σύζυγος της, ο Κωστής Μιχαηλίδης. Ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες. που όμως είχε ένα μεγάλο ελάττωμα που έφερε και τον χωρισμό τους: τον τζόγο. Εξαιτίας του κινδύνευε η ηθοποιός να χάσει το σπίτι της. Και έτσι είπε το «ναι».
Αρχικά πρωταγωνίστησε στο Μικροί και μεγάλοι εν δράσει του Ορέστη Λάσκου, σε σενάριο και παραγωγή Γιώργου Λαζαρίδη.
https://www.youtube.com/watch?v=8ZKWN08Y2Jo
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, η ώρα άφιξης των ηθοποιών είχε οριστεί για τις 9:00 το πρωί. Κωνσταντάρας και Αυλωνίτης κατέφθασαν στο στούντιο από τις 8:30. Η κυρία της παρέας, Μαίρη Αρώνη δεν είχε φανεί ως τις 11:00.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, βλέποντας την ανυπομονησία αλλά κυρίως τον εκνευρισμό του Αυλωνίτη, αποφάσισε να διακωμωδήσει την αργοπορία της ηθοποιού.
«Εμ, έτσι είναι Βασίλη μου. Κατάλαβες; Από τη μια αργεί και από την άλλη μόλις έρθει θα πρέπει να της κάνουμε και χειροφίλημα», του λέει.
«Τι χειροφίλημα;», ρωτάει απορημένος ο Αυλωνίτης.
«Έτσι είναι Βασίλη μου, η κυρία Αρώνη είναι του Εθνικού, παίζει στην Επίδαυρο, άρα θέλει χειροφίλημα».
«Δεν είσαι καλά που θα την χειροφιλήσω κιόλας. Δεν φτάνει που με έχει στημένο τόση ώρα. Δεσπότης είναι ή μητροπολίτης;»
Εν τω μεταξύ όλο το συνεργείο είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε και άφηνε τον Κωνσταντάρα να συνεχίσει. «Δεν γίνεται να μην της κάνεις χειροφίλημα Βασίλη. Είναι ικανή να θυμώσει και να φύγει. Έτσι το έχουνε στο Εθνικό. Καλημέρα και χειροφίλημα». Ο Αυλωνίτης είχε γίνει έξαλλος. «Εγώ χειροφίλημα, κομμένη. Αν δεν σας αρέσω να βρείτε άλλον. Άσε που θα τα ακούσει χύμα μόλις έρθει. Ποια νομίζει ότι είναι η μαντάμ;».
Λίγα λεπτά αργότερα, μπαίνει μέσα στο στούντιο χαμογελαστή και αεράτη η Μαίρη Αρώνη. «Βασίλη Αυλωνίτη», του λέει γεμάτη θαυμασμό. «Πόσο χαίρομαι που θα συνεργαστούμε. Είσαι ο αγαπημένος μου, σπουδαίος κωμικός. Ήταν το όνειρό μου να παίξω μαζί σου. Είσαι μεγάλος ηθοποιός», προσθέτει, και τον αγκαλιάζει σφιχτά. Ήταν αληθινές οι σκέψεις της ηθοποιού. Όντως αισθανόταν μεγάλη χαρά και τιμή που θα συνεργαζόταν με τον Αυλωνίτη. Εκείνος, σαστισμένος αλλά κυρίως κολακευμένος από την «επίθεση αγάπης και κολακείας», ξέχασε τα νεύρα του, της άρπαξε το χέρι και της είπε: «Κυρία Μαιρούλα μου, το χεράκι σου να σου το φιλήσω. Δώσ’ μου το χεράκι σου, γιατί κι εγώ αυτό έλεγα τόση ώρα. Πότε θα έρθεις να σε γνωρίσω από κοντά»…
Λίγο αργότερα, έρχεται το Μια τρελή, τρελή, οικογένεια (1965). Ο ρόλος της Πάστα Φλώρας δεν προοριζόταν αρχικά για την Μαίρη Αρώνη αλλά για τη Ρένα Βλαχοπούλου.
https://www.youtube.com/watch?v=1qnuqUu3kjo
Η πρωταγωνίστρια ήταν τότε 42 ετών και απέρριψε την πρόταση, καθώς δεν ήθελε να υποδυθεί τη μητέρα της Καρέζη και της Γώγου. Έτσι τη θέση της πήρε η Μαίρη Αρώνη, που και λίγο μεγαλύτερη ήταν και δεν είχε τέτοια θέματα. Η ταινία έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία αλλά και περιπέτεια, καθώς το περιβόητο χαστούκι που έδωσε ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος στην Αρώνη ήταν δυνατό και επώδυνο. Λέγεται ότι η ηθοποιός αποχώρησε από τα γυρίσματα και χρειάστηκε η επέμβαση του Φίνου για να την φέρει πίσω.
Η κυρία του Εθνικού
Αν και είχε γράψει ιστορία στο ελεύθερο θέατρο και ως θιασάρχης, η Μαίρη Αρώνη είναι απόλυτα συνυφασμένη με το Εθνικό Θέατρο.
Και όχι μόνο ως –κορυφαία– πρωταγωνίστρια,, αλλά και ως δασκάλα της Σχολής του. Ναι, αυτή η μεγάλη θεατρίνα δίδασκε σε νεαρούς μαθητές τη θεατρική αλφάβητο και έπαιρνε ζωή. Αυτό κράτησε για μια δεκαετία, και συγκεκριμένα από το 1982 που με τη Χαρτοπαίκτρα αποχαιρέτησε το θέατρο, μέχρι το 1991.
Σταμάτησε να έχει όρεξη και πάθος για τη ζωή όταν, το 1991, ο αγαπημένος της ανιψιός Λέανδρος έπεσε θύμα ενός ασυνείδητου οδηγού κι έμεινε κατάκοιτος, τετραπληγικός. Η Αρώνη τότε κατέρρευσε.
Στις 16 Ιουλίου 1992, φιλοξενούμενη στο σπίτι της εξαδέλφης της Βασούλας Μανωλίδου, δεν ξύπνησε.
Πέθανε όπως ήθελε. Από ανακοπή στον ύπνο της, παίρνοντας μαζί της τον καημό του ανιψιού της που δεν άντεχε, λένε όσοι την ήξεραν καλά.
Αντί επιλόγου
«Εθνικό 1977, στην πρεμιέρα της Εύθραυστης Ισορροπίας του Άλμπι. Στη σκηνή ήταν ο Νίκος Τζόγιας, η Ελένη Χατζηαργύρη και η Αρώνη στο ρόλο της εκκεντρικής θείας Κλαίρης, ξαπλωμένη στο πάτωμα, με κολονάτο ποτήρι στο μέτωπο. Κάτι ρώτησε η Χατζηαργύρη τον Τζόγια κι εκείνος της απάντησε κάποιες σελίδες μετά. Έγινε παύση θανατερή!
»Η Αρώνη, πάντα ξαπλωμένη, λέει τότε στη Χατζηαργύρη το εξής αμίμητο: “Χρυσό μου, δεν σε άκουσε. Ρώτησέ τον πάλι!”.
»Η ερώτηση έγινε ξανά, ο Τζόγιας απάντησε κανονικά και η παράσταση συνεχίστηκε ομαλά».
Η παραπάνω αφήγηση ανήκει στον σκηνοθέτη Βασίλη Νικολαΐδη, όπως και το παρακάτω κλασικό σκηνικό.
Λυσιστράτη, 1971. Ενώ η παράσταση προχωρούσε, οι θεατές συνέχιζαν να μπαίνουν στο πάνω διάζωμα, κάνοντας φοβερό θόρυβο. Φτάνει η στιγμή του όρκου και η Αρώνη, κρατώντας μια μεγάλη μεταλλική ασπίδα, καλούσε τις γυναίκες για τον όρκο της ερωτικής αποχής. Η φασαρία όμως από ψηλά συνεχιζόταν. Προφανώς είχαν πουληθεί περισσότερα εισιτήρια από τις θέσεις του θεάτρου. Η Αρώνη ξαφνικά σταμάτησε να μιλάει, πολύ ενοχλημένη. Τους κοίταξε και άφησε απότομα την ασπίδα να πέσει κάτω, από το ύψος του στήθους της. Το Ηρώδειο τραντάχτηκε ολόκληρο και η φασαρία ως διά μαγείας σταμάτησε. «Ε, τώρα ας ορκιστούμε!», είπε εκείνη με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Το κοινό την αποθέωσε.
Σπύρος Δευτεραίος