Στο άρθρο μας της Παρασκευής κάναμε την εξής πρόταση στον πρωθυπουργό της Ελλάδος κ. Κυριάκο Μητσοτάκη: «…υποδεχόμενος το πρώτο Rafale της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας όχι τις 21 αλλά στις 20 Ιουλίου, ημέρα εισβολής του Αττίλα, να δηλώσει ότι «αυτά τα φτερά θα απελευθερώσουν την Κύπρο», υπογραμμίζοντας ότι μετά από αυτήν τη δήλωση η Ελλάδα αλλά και ο Έλληνας πρωθυπουργός θα ανέβαινε δύο… κατηγορίες και θα αποκαθιστούσε το κύρος της χώρας διεθνώς. Τότε όχι μόνο οι Τούρκοι, αλλά όλοι, σύμμαχοι και λοιποί, θα μας υπολόγιζαν αλλιώς σε όλα τα επίπεδα.»
Γίναμε αποδέκτες ποικίλων σχολίων για την παραίνεσή μας αυτή, η οποία, να τονίσουμε, δεν είναι καθόλου συναισθηματική αλλά βαθιά πολιτική.
Γιατί είμαστε πεπεισμένοι ότι το Κυπριακό ακολουθεί πορεία ολοκληρωτικής καταστροφής, την οποία θα χρεωθούν οι κυβερνήσεις της Λευκωσίας και της Αθήνας.
Και όπως αποδείχτηκε από τις άθλιες μεθοδεύσεις του Βερολίνου (και του Λονδίνου), θα ήταν τραγικό λάθος να περιμένουμε από την ΕΕ να σώσει την Κύπρο.
Η Αθήνα θα πρέπει να αντιληφθεί ότι το πεδίο της πολιτικής είναι δυναμικό και ότι όλοι, εχθροί, σύμμαχοι και φίλοι, παίρνουν θέση αναλόγως με την κατάσταση που διαμορφώνεται κάθε φορά.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η στάση των συμμάχων μας στην Αντάντ, όταν ο Μουσταφά Κεμάλ σταθεροποιήθηκε στην Άγκυρα, το 1920, και απέδειξε ότι αυτός και το κίνημά του θα είναι ο παράγων εξελίξεων στην Ανατολία. Τότε οι σύμμαχοί μας στην Αντάντ, που μας ώθησαν να αποβιβαστούμε στην Μικρά Ασία, πήγαν με το μέρος του Κεμάλ και ακολούθησε η μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστη ο Ελληνισμός.
Πάντως, το συμπέρασμα, πέρα από το πικρό δίδαγμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, είναι ότι οι σύμμαχοι πήγαν με εκείνον που ήταν ισχυρός και «υποσχόταν» ότι θα εξυπηρετήσει τα στρατηγικά τους συμφέροντα.
Στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν στρατηγικά συμφέροντα το Βερολίνο, το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον, τα οποία έστω και αν είναι σε κάποιο βαθμό αποκλίνοντα, μπορούν να μπουν κάτω από την επικεφαλίδα «στρατηγικά συμφέροντα της Δύσης». Σ’ αυτήν την ανυπέρβλητης γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής αξίας και σημασίας περιοχή, διεκδικούν περιφερειακό ρόλο δύο δυνάμεις, η Αίγυπτος και η Τουρκία.
Το Ισραήλ, παρότι είναι ισχυρή στρατιωτικά και πολιτικά χώρα, δεν μπορεί να διεκδικήσει περιφερειακό ρόλο στην περιοχή, παρά μόνο μέσα από συμμαχίες.
Η Αίγυπτος, έχει εξασφαλισμένον αυτόν τον ρόλο κυρίως για τρεις λόγους:
- Ο πρώτος είναι ο ηγετικός της ρόλος στον Αραβικό κόσμο
- Ο δεύτερος είναι ο έλεγχος της Διώρυγας του Σουεζ
- Και ο τρίτος είναι το μέγεθός της από κάθε άποψη, εκτάσεως, πληθυσμού και ενόπλων δυνάμεων.
Η Τουρκία διεκδικεί κι αυτή ρόλο περιφερειακής δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο, στηριζόμενη κι αυτή στο μέγεθός της, στο μήκος των ακτών της, στον έλεγχο της Κύπρου και της Λιβύης και στην αεροναυτική της ισχύ, που αναμένεται να ενισχύθεί σοβαρά με την απόκτηση του ελικοφόρου-αεροπλανοφόρου, των έξι γερμανικών υποβρυχίων 214, του μεγάλου αριθμού φρεγατών που ναυπηγούνται και των κάθε τύπου μη επανδρωμένων αεροσκαφών που αναπτύσει η τουρκική βιομηχανία.
Οι τρεις πρωτεύουσες της Δύσης, Βερολίνο, Λονδίνο και Ουάσιγκτον, έχουν αναγνωρίσει το ρόλο της περιφερειακής δύναμης στην Αίγυπτο και είναι έτοιμες να αναγνωρίσουν τον ίδιο ρόλο και στην Τουρκία, παρά τις ενστάσεις που έχουν για τον Ερντογάν.
Τους ενδιαφέρει η Τουρκία και όχι ο Ερντογάν, ο οποίος κάποια στιγμή δεν θα υπάρχει στο πολιτικό σκηνικό της γείτονος. Σκέφτονται και σχεδιάζουν στρατηγικά και όχι συναισθηματικά και με όρους συμπάθειας σε κάποιο έθνος, για τη συμβολή του στον παγκόσμιο πολιτισμό.
Και λέμε ότι είναι έτοιμες να αναγνωρίσουν, όχι γιατί συμπαθούν την Τουρκία, αλλά γιατί η Τουρκία διεκδικεί αυτόν τον ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο και δείχνει με κάθε τρόπο ότι είναι αποφασισμένη να τον κερδίσει. Η παρουσία της στη Λιβύη και η μεθαυριανή πανηγυρική τελετή εγκαινίων της λεηλασίας των περιουσιών των Ελλήνων της Αμμοχώστου από τον ίδιον τον Ερντογάν, είναι μέρος αυτού του σχεδίου, να διεκδικήσει και να κερδίσει στα μάτια των τριών πρωτευουσών της Δύσης το ρόλο της περιφερειακής δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε όλο αυτό το σκηνικό όχι μόνο είναι απούσα η Ελλάδα, αλλά φαίνεται ότι είναι διατεθειμένη να θυσιάσει ολόκληρη την Κύπρο, χωρίς να αντισταθεί ουσιαστικά.
Αν αναρωτηθεί κανείς γιατί γίνονται όλα αυτά, η απάντηση είναι γιατί η Ελλάδα δεν θέλει να είναι παρούσα ως περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως δικαιούται, αφού η Κύπρος είναι ένα ελληνικό νησί.
Άρα, η πρότασή μας προς τον κ. Μητσοτάκη, έχει νόημα μόνο αν η Ελλάδα θελήσει να ανακτήσει τον ιστορικό της ρόλο στην περιοχή, αν θέλει να ανακτήσει το τρωθέν κύρος της από το 1974 και εντεύθεν, αν θέλει να υπεραπιστεί την Κύπρο.
Για παράδειγμα, αν ο κ. Αναστασιάδης και ο κ. Μητσοτάκης, την παραμονή της επέλασης του Ερντογάν στη Αμμόχωστο, για την έναρξη της λεηλασίας των περιουσιών των Ελλήνων κατοίκων της πόλης, δήλωναν ότι όποιος τολμήσει να πειράξει και να ιδιοποιηθεί περιουσία Έλληνα, θα κληθεί να πληρώσει βαρύ τίμημα, τότε η κίνηση του Ερντογάν θα είχε χάσει τον πανηγυρικό της χαρακτήρα.
Συμπερασματικά, αν ο Έλληνας πρωθυπουργός θέλει να σταματήσει την πορεία καταστροφής της Κύπρου, αν δεν θέλει να μείνει στην Ιστορία ως ο πρωθυπουργός στη θητεία του οποίου χάθηκε η Αμμόχωστος, πρέπει να κάνει κάτι.
Και μέχρι να αποφασίσει τι θα κάνει, πρέπει να έχει υπ’ όψιν του ότι όταν δεν διεκδικείς, θα έλθει η ώρα που θα κληθείς να χάσεις.
Γι’ αυτό, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει να υιοθετήσουμε το ταχύτερο δυνατόν το δόγμα της απελευθέρωσης της Κύπρου. Είναι η μόνη λύση.