Η «κοινοτυπία του κακού» είναι ένας όρος που καθιέρωσε η Γερμανοεβραία φιλόσοφος, μαθήτρια και ερωμένη του Μάρτιν Χάιντεγκερ, Χάνα Άρεντ, για να δικαιολογήσει με απαράδεκτο τρόπο το ναζιστικό έγκλημα της «Τελικής Λύσης».
Θεώρησε εγκληματίες –όπως ο Άιχμαν τον οποίο υπερασπίστηκε στο δικαστήριο– σαν κανονικούς ανθρώπους ενταγμένους σαν γρανάζια σε ένα γραφειοκρατικό σύστημα που διαμορφώθηκε από τη νεωτερική κοινωνία. Προσωπική ευθύνη δεν είχαν.
Η «κοινοτυπία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής» θεωρεί τους διαμορφωτές της γρανάζια ενός συστήματος που έχει ενταχθεί στη Δύση (συγκεκριμένα στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ) και έχει αφήσει την υπεράσπιση των εθνικών θεμάτων σε μια γραφειοκρατική ομάδα. Ποια είναι, τι γνωρίζει, τι οδηγίες έχει και άλλα πολλά, δεν έχουν σημασία.
Τα αντανακλαστικά αυτής της πολιτικής είναι βαριά, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ρευστότητα και η προσαρμογή στα νέα δεδομένα είναι αναγκαία.
Δεν είναι τυχαίο που στο υπουργείο Eξωτερικών ακόμη προβληματίζονται για το αν θα πρέπει να μετακινηθούν από την πολιτική του Ελσίνκι του 1999, όταν ο Σημίτης και η ομάδα που τον περιέβαλε είχαν την εντύπωση πως «έδεσαν» την Τουρκία στο ευρωπαϊκό άρμα, και ότι από τότε και στο εξής θα προηγούνταν η διπλωματία έναντι της αμυντικής ενίσχυσης της χώρας. Η εποχή αυτή πέρασε, η Τουρκία βάζει τους όρους των σχέσεων της με την Ευρώπη, και στην Αθήνα ακόμη προβληματίζονται αν…
Δικαίως, διότι και η πολιτική ηγεσία (οριζόντια στο πολιτικό φάσμα) και η κατεστημένη γραφειοκρατία δεν είναι σίγουρες τι θέλουν και πώς θα αντιμετωπίσουν τις τουρκικές προκλήσεις που απειλούν τα συμφέροντα και την ακεραιότητα της χώρας. Και δεν θα το μάθουν ποτέ. Γιατί η εξάρτηση είναι βαθιά χαραγμένη στη νοοτροπία τους.
Ας δούμε πού βρισκόμαστε:
Βαλκάνια
Την εβδομάδα που πέρασε η κυβέρνηση διέρρευσε στα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ την πρόθεσή της ακόμη και να αναγνωρίσει το Κοσσυφοπέδιο, διότι θέλει να επιστρέψει στα Βαλκάνια (κυρίως στα δυτικά) και η Σερβία διευκολύνει σε βαθμό ενοχλητικό την τουρκική διείσδυση. Και δυσκολεύει την ελληνική παρουσία.
Τα σχετικά δημοσιεύματα φέρουν το υπουργείο Εξωτερικών να έχει αναλύσει τη σχέση Κυπριακού και Κοσοβαρικού και να καταλήγει στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει αντιστοίχιση.
Το πόσο σοβαρά αναλύουν τέτοιες υποθέσεις στο υπουργείο Εξωτερικών φάνηκε από την πολύ κακή παρουσία του στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης όταν προσέφυγαν τα Σκόπια. Η Αθήνα είχε χρόνο να προετοιμαστεί. Πήγε στη Χάγη και έχασε από ένα κράτος που μόλις είχε συσταθεί.
Υπήρχε και ένας δεύτερος λόγος, πέραν του Κυπριακού, που καθιστούσε επιφυλακτική την Αθήνα στην αναγνώριση. Η περίφημη ελληνοσερβική φιλία την οποία η Ελλάδα σεβόταν, όχι όμως και η Σερβία.
Γνώρισα τη Σερβία και τον σερβικό λαό επί 20 χρόνια. Από το 1988 που άρχισαν οι αναταραχές στα Βαλκάνια, ως το 2008 που αναγνωρίστηκε το Κόσοβο. Κάλυψα όλους τους πολέμους στα Βαλκάνια και έζησα μοναδικές εμπειρίες. Η διαπίστωσή μου είναι πως σε λαϊκό επίπεδο (και ελληνικού και σερβικού λαού) υπήρξε πράγματι μια βαθιά φιλία που δοκιμάστηκε στα κρίσιμα χρόνια και εμβαθύνθηκε. Ακόμη πιο σημαντική υπήρξε η σύγκλιση σε εκκλησιαστικό επίπεδο.
Σε κρατικό επίπεδο, όμως, τα πράγματα ήταν πιο ψυχρά. Οι Σέρβοι ζητούσαν την εκδήλωση του κρατικού ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως αυτό εκφραζόταν σε επίπεδο κοινωνίας. Και οι ελληνικές κυβερνήσεις, έχουσες τη δική τους ανάλυση και τις δικές τους δεσμεύσεις, κρατούσαν κάποιες αποστάσεις. Όχι πως οι σχέσεις δεν ήταν καλές, αλλά δεν ανταποκρίνονταν στις λαϊκές ανάλογές τους.
Το σερβικό κράτος διακρίνεται από μια αλαζονεία στη συμπεριφορά του και από μια ιδιότυπη στάση απέναντι στην ελληνική κρατική αλλά και ιδιωτική υπόσταση. Η ελληνική παρουσία στη Σερβία μετά τη σταθεροποίηση της χώρας αντιμετωπίστηκε με καχυποψία, αλαζονεία και επιφυλακτικότητα.
Αντιθέτως, η Τουρκία, η οποία ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισε το Κόσοβο, αντιμετωπίζεται με σεβασμό και θετική ιδιαιτερότητα.
Η Τουρκία εμφανίζεται στα Βαλκάνια με μια δυναμική και με σχέδιο πολιτική, και η Ελλάδα μ’ έναν τρόπο μπλαζέ.
Μπροστά σ’ αυτή τη σερβική στάση η Αθήνα πρέπει να αναθεωρήσει την πολιτική της. Είναι θέμα της κυβέρνησης να αποφασίσει πώς θα την αναθεωρήσει. Αλλά τι σημαίνει επιστροφή στα Βαλκάνια;
Ενθαρρυμένη από τις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Ελλάδα κατάφερε να έχει μια παρουσία στις βαλκανικές χώρες, τότε που κανείς δεν τολμούσε να εμφανιστεί. Με μεγάλο ρίσκο, αλλά κατάφερε. Βοήθησε, μάλιστα, τα μέγιστα όλους τους λαούς που βγήκαν με τρομερές δυσκολίες από τα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα. Τίποτε δεν της αναγνωρίστηκε. Αντιθέτως, προκάλεσε φθόνο και εχθρότητα.
Η Αθήνα, που είχε αφήσει την εξωτερική της πολιτική στον αυτόματο πιλότο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί και αυτοσχεδίαζε. Η έκλειψή της από τα Βαλκάνια δεν οφείλεται στην οικονομική κρίση. Οφείλεται στην έλλειψη πολιτικής παιδείας της ηγεσίας της και πολιτικής κουλτούρας του λαού της. Πολιτική κουλτούρα δεν είναι μόνο η εκδήλωση του θυμικού ενός λαού, να βοηθήσει τον πάσχοντα γείτονα. Είναι κάτι ευρύτερο. Είναι αυτό που μας λείπει και μας οδηγεί σε συνεχείς ήττες.
Ο συνδυασμός δε της μετριότητας της πολιτικής τάξης, και γενικότερα της ελίτ, και κατοχής υψηλής και αποφασιστικής θέσης εξουσίας, οδήγησε στη γνωστή συγκεντρωτική ομφαλοσκόπηση της Αθήνας. Αρνήθηκε να αναγνωρίσει ρόλο σε άλλες περιοχές της επικράτειας που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της εποχής επειδή γνώριζαν το «πνεύμα» της περιοχής τους. Η Αθήνα προτίμησε να παραχωρήσει χώρο στην Τουρκία παρά να αναγνωρίσει ρόλο στη Θεσσαλονίκη.
Αυτή η αντίληψη καθορίζει και σήμερα την πολιτική της. Γι’ αυτό οποιαδήποτε επιστροφή με déjà vu δεδομένα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Ποια επιστροφή, με ποια δεδομένα;
Υπάρχει και ένας άλλος λόγος που δυσκολεύει την επιστροφή. Το παιχνίδι έγινε πιο σύνθετο. Δεν είναι μόνο η παρουσία της Τουρκίας που ελέγχει σε μεγάλο βαθμό χώρες των Βαλκανίων (Αλβανία, Κόσοβο, Βοσνία) ή έχει δυναμική παρουσία (Σερβία, Σκόπια, κ.λπ.). Είναι και η Γερμανία που θέλει ρόλο και μπορεί να τον κατακτήσει σε βάρος, φυσικά, της Ελλάδας. Την Τουρκία δεν μπορεί να την αγγίξει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η «Διαδικασία της Θεσσαλονίκης», όπως είχε ονομαστεί η προσέγγιση των Δυτικών Βαλκανίων στην Ευρώπη αντικαταστάθηκε από τη «Διαδικασία του Βερολίνου», προς ικανοποίηση των αθηναϊκών πολιτικών μετριοτήτων. Τόσο κόβει ο πολιτικός νους τους, τέτοια πολιτική ακολουθούν. Προφανώς ικανοποιούνται από το ταξίδι στη γερμανική πρωτεύουσα για να πάρουν οδηγίες.
Τώρα τι σχέση έχει η Πρωσία με τα Βαλκάνια (θυμάστε τη ρήση του Μπίσμαρκ για τους βαλκάνιους στρατιώτες και τους Πρώσους γρεναδέρους) είναι μια ιστορία που μπορεί να συμπυκνωθεί στην εισαγωγή του Τόμας Μαν σε μια ομιλία του το 1945: «Δεν υπάρχουν δύο Γερμανίες. Η Γερμανία είναι μία και μεταμορφώνεται».
Και η πολιτική αυτής της Γερμανίας ήταν πάντοτε καταστροφική για την Ελλάδα.
Στην Ελλάδα το πνευματικό κατεστημένο της είναι επίσης τόσο ρηχό που θέλει να χρωστά ευγνωμοσύνη στη Γερμανία που την «έσωσε» από την οικονομική κρίση. Στην ουσία η γερμανική ελίτ είχε τη μοναδική ευκαιρία –και την αξιοποίησε– για να ελέγξει το ελληνικό χρέος με δυσβάσταχτους και αποικιακούς όρους. Και όποιος ελέγχει το χρέος μιας χώρας, ελέγχει την ίδια τη χώρα.
Κυρίες και κύριοι, Ελλάδα ως ανεξάρτητη υπόσταση δεν υφίσταται. Η χώρα είναι μιας μορφής προτεκτοράτο με επιλεγμένους κάθε φορά τοποτηρητές στην ηγεσία της. Και έναν λαό που δεν θέλει να αποδεχθεί την πραγματικότητα και δημιουργεί ψευδαισθήσεις με τη βοήθεια των προπαγανδιστικών μηχανισμών των «κυβερνήσεων του».