Όπως οι Ινδιάνοι δεν κατάφερναν να προκαλέσουν βροχόπτωση με τα τελετουργικά τους, έτσι και η Ελλάδα ουδέποτε θα μπορέσει να ξεπεράσει το πρόβλημα της τουρκικής επιθετικότητας σπρώχνοντας αυτό κάτω από το χαλί.
Αντιθέτως, η ανάδειξη και η υπογράμμιση της επικινδυνότητας της συμπεριφοράς της Άγκυρας για την περιφερειακή σταθερότητα και ασφάλεια συνιστά τη μοναδική διπλωματική επιλογή αντιμετώπισής της.
Διπλωματική τακτική που προφανώς οφείλει να συντονίζεται με την εξοπλιστική διπλωματία και το επιχειρησιακό σκέλος της ελληνικής στρατηγικής, αλλά και με το σύνολο των κρατικών πολιτικών.
Η ρητορική σύμφωνα με την οποία «οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν αντικείμενο υψηλής πολιτικής και δεν είναι ανάγκη να αγγίζουν κάθε πτυχή των επαφών μας με τους γείτονες» συνιστά μάλλον στρουθοκαμηλισμό.
Εκτός και αν θεωρούμε ότι η σιωπή μας ενώπιον της προκλητικής χρηματοδοτικής ενίσχυσης της Τουρκίας από την ΕΕ, του απαράδεκτου εξοπλισμού της από τη «φίλη μας» Γερμανία, ή η παθητικότητα της –κατά τα λοιπά «ευαίσθητης»– Ευρώπης ενώπιον της καταφανούς παραβίασης κάθε έννοιας δικαίου από την Τουρκία, συνιστούν ζητήματα χαμηλής πολιτικής.
Εκτός και αν πιστεύουμε ότι αρκεί η έκφραση δυσαρέσκειας, ή τα «παραπονάκια», και δεν χρειάζεται η πρόκληση στρατηγικού κόστους για κάθε ενέργεια στην οποία προχωρά.
Πώς είναι δυνατόν το τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό να διεξάγει στρατιωτικές ασκήσεις 6 ν.μ. από την Κάρυστο ή να πραγματοποιούνται καθημερινά προσπάθειες εμβολισμού σκαφών του Ελληνικού Λιμενικού και εμείς να συνεχίζουμε να διατηρούμε «ενεργό το δίαυλο των λεγόμενων διερευνητικών επαφών»;
Πώς μπορεί ο Ερντογάν να ετοιμάζει φιέστα στην Αμμόχωστο και να γιορτάζει τα αποτελέσματα της παράνομης εισβολής και κατοχής στην Κύπρο και εμείς να εξακολουθούμε να αναφερόμαστε σε «εξορθολογισμό της τουρκικής συμπεριφοράς, ο οποίος επετεύχθη κατόπιν των πρόσφατων επαφών στο επίπεδο του ΝΑΤΟ;»
Ξέχασα… Η Κύπρος είναι «άλλο κράτος» και ας διαχειριστεί μόνη της το πρόβλημα. Δεν είμαστε ιμπεριαλιστές για να επεμβαίνουμε στα εσωτερικά της Λευκωσίας.
Η στάση της χώρας θα έπρεπε να είναι το… αναποδογύρισμα του ΝΑΤΟ!
Έκτακτες συναντήσεις με ηγέτες κρατών από όλα τα αζιμούθια, δημόσιες τοποθετήσεις που να περιγράφουν τη συμπεριφορά της Τουρκίας συνολικά στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, διακοπή κάθε επαφής και επανέναρξη με όρους διεθνούς νομιμότητας και σεβασμού στο διεθνές δίκαιο.
Όταν δεν λειτουργείς έτσι, δεν μπορείς να πείσεις και κανέναν ότι έχεις πρόβλημα. Ειδικά όταν αυτός ο «κανένας» βολεύεται εξόχως από μια κατάσταση, ή εν πάση περιπτώσει δεν θέλει να έχει προβλήματα στο κεφάλι του. Αν όμως του αποσαφηνίσεις ότι θα έχει πολλά περισσότερα προβλήματα αν συνεχίσει να συντηρεί και να υποδαυλίζει αυτή την κατάσταση, τότε θα υπάρξουν εξελίξεις και έπειτα, θα είναι στο χέρι σου να τις διαχειριστείς.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις –ή η περίφημη «διεθνής κοινότητα»– αντιλαμβάνονται όσα τους αναγκάζεις να αντιληφθούν μέσω της αποσαφήνισης ότι μια αλλαγή συσχετισμών θα επηρεάσει τα συμφέροντά τους. Είναι αδιανόητο να θεωρούμε ακόμη εν έτει 2021, και μετά τις πρότερες εμπειρίες μας στο στίβο της διεθνούς πολιτικής, ότι θα συμπεριφερθούν διαφορετικά επειδή απλά… τους το λέμε!
Ας το αναγνώσουμε αντίστροφα: Θα αναμέναμε ποτέ από μια ελληνική κυβέρνηση να εκφράσει την ευαισθησία της έμπρακτα για ενδεχόμενες παράνομες ενέργειες της Κίνας στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ της ιδίας και της Ταϊβάν; Θα δικαιολογούσαμε την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στην Αφρική για την προστασία άμαχου πληθυσμού από επιθέσεις ισλαμιστικών οργανώσεων; Θα αποστέλλαμε –στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ– ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη να αναχαιτίζουν ρωσικά Sukhoi πάνω από τη Βαλτική;
Ενδεχομένως και να λειτουργούσαμε με έναν τέτοιο τρόπο, όπως το πράξαμε με την αναστολή εξαγωγών ροδάκινων και μελιτζανών προς τη Ρωσία επειδή διαφωνούμε με την πολιτική του Πούτιν στην Ουκρανία… Εκεί όμως τα κριτήρια είναι διαφορετικά.
Σε κάθε περίπτωση και υπό οιαδήποτε ιστορικοπολιτική συγκυρία, το κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι «η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει, έμπρακτα και όχι μόνο λεκτικά, ότι η αξία μιας συμμαχίας για ένα της μέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Οι σύμμαχοι αξίζουν για εσένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμία συμμαχία και καμία προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης» (Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία Πολέμου, σελ. 409).