«Ευελπιστώ ότι θα έχουμε ένα σχετικά ήρεμο καλοκαίρι στο Αιγαίο, δίχως νέες προκλήσεις» αναφέρει σε συνέντευξή του στη Real News ο Νίκος Δένδιας, διαμηνύοντας παράλληλα πως η Ελλάδα δεν τρέφει αυταπάτες σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με την Τουρκία.
Επισημαίνει ότι τόσο η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, όσο και οι επαφές του ίδιου με τον Τούρκο ομόλογό του, επέτρεψαν «να σπάσει ο πάγος», αλλά δεν επήλθε καμία σημαντική πρόοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
«Οι θέσεις μας παραμένουν εκ διαμέτρου αντίθετες. Η διαφορά μας υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει: Η Τουρκία αρνείται να σεβαστεί τους βασικούς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, του Δικαίου της Θάλασσας, των σχέσεων καλής γειτονίας και να αποσύρει την απειλή πολέμου εναντίον της Ελλάδας» καθιστά σαφές.
Ερωτηθείς για την επιστολή της Τουρκίας στον ΟΗΕ λίγα 24ωρα μετά τη Σύνοδο Κορυφής, ο υπουργός Εξωτερικών απαντά: «Για μία ακόμα φορά η Άγκυρα επαναλαμβάνει τις πάγιες μονομερείς διεκδικήσεις της εναντίον της χώρας μας, τις οποίες απορρίπτουμε στο σύνολό τους». Επιπροσθέτως, τονίζει πως θα απαντηθεί καταλλήλως, ως είθισται.
Όσον αφορά το Κυπριακό, ενόψει και της επετείου της εισβολής στις 20 Ιουλίου, αναφέρει πως «πρέπει να βρισκόμαστε σε διαρκή επιφυλακή», και σημειώνει ότι ο πρωθυπουργός κατέστησε σαφές ότι η Ελλάδα απορρίπτει οποιαδήποτε πρόταση δεν αφορά δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία.
«Τη θέση αυτή συμμερίζονται όλα τα κράτη του ΟΗΕ, με εξαίρεση την Τουρκία», επισημαίνει και παρατηρεί πως δυστυχώς τόσο η τουρκική στάση όσο και η στάση της τουρκοκυπριακής κοινότητας δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας.
Έπρεπε να είχαμε προσκληθεί στη Διάσκεψη για τη Λιβύη
Απαντώντας σε ερώτηση για την πρόσφατη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη, ο Νίκος Δένδιας επαναλαμβάνει πως «τόσο λόγω γειτνίασης όσο και λόγω της παρουσίας μας στο έδαφος, μέσω της πρεσβείας και του προξενείου, καθώς και των συνεχών επαφών με τη λιβυκή πλευρά, κρίνουμε ότι έπρεπε να είχαμε προσκληθεί».
Δυστυχώς, τονίζει, «η γερμανική πλευρά είχε άλλη άποψη και για τον λόγο αυτό εκφράσαμε την έντονη δυσαρέσκειά μας προς το Βερολίνο».
Επίσης, γνωστοποιεί ότι ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για τη Λιβύη δεν συμμερίζεται απαραίτητα την προσέγγιση αυτή και ότι έχει ενημερώσει ατύπως ότι η Ελλάδα πρόκειται να συμπεριληφθεί σε ομάδα εργασίας για ζητήματα ανθρωπιστικής βοήθειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που αναμένεται να συνέλθει εντός των επομένων εβδομάδων.
«Αυτή η εξέλιξη δεν είναι τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα συνεχών επαφών, καθώς και της έμπρακτης συνεισφοράς της χώρας μας» σημειώνει.
Να τηρηθεί η Συμφωνία των Πρεσπών
Σε ό,τι αφορά τα Δυτικά Βαλκάνια, διαμηνύει εκ νέου πως η ένταξη τους στην ευρωπαϊκή οικογένεια αποτελεί βασική προτεραιότητα, καθώς η σταθερότητα της περιοχής έχει άμεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια μας.
Εκφράζει δε την υποστήριξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή προοπτική των Σκοπίων, με τη γνωστή αιρεσιμότητα, και σημείωσε: «Προσβλέπουμε στη σύγκληση της πρώτης διακυβερνητικής διάσκεψης με την ΕΕ».
Όμως, προσθέτει ότι θεμελιώδες κριτήριο για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι η τήρηση του γράμματος και του πνεύματος της Συμφωνίας των Πρεσπών και η προώθηση των σχέσεων καλής γειτονίας.
«Το ότι υπήρχαν προβληματικά σημεία στην ίδια τη Συμφωνία είναι γνωστό, και η Νέα Δημοκρατία, ως τότε αντιπολίτευση, είχε εκφράσει εγκαίρως την αντίθεσή της επί των συγκεκριμένων άρθρων. Αλλά η Συμφωνία των Πρεσπών έχει τεθεί σε ισχύ και πρέπει να εφαρμόζεται με ορθό τρόπο. Αν και έχουν γίνει αρκετά βήματα προς την κατεύθυνση αυτή, υπάρχουν ακόμα μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, τόσο από δημόσιους όσο και από ιδιωτικούς φορείς», καταλήγει.
Διαμηνύει εξάλλου πως «θα πρέπει να μην γίνονται άστοχες δηλώσεις που προκαλούν συναισθηματικές αντιδράσεις στον ελληνικό λαό» και ότι «δεν βοηθούν στη βελτίωση του κλίματος των διμερών σχέσεων και σίγουρα δεν ενισχύουν την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας».