Οι κ.κ. Τσίπρας και Κοτζιάς αποφάσισαν να υπογράψουν τη Συμφωνία των Πρεσπών χωρίς να ενημερώσουν και χωρίς να ρωτήσουν κανέναν, κανένα κόμμα, καμία επιτροπή της Βουλής, κανένα θεσμικό όργανο του ελληνικού κράτους.
Ο κ. Ζάεφ για να υπογράψει τη συμφωνία αισθάνθηκε την ανάγκη να συγκαλέσει πέντε φορές, σύμφωνα με δημοσιεύματα, συμβούλιο αρχηγών.
Ο κ. Τσίπρας για να περάσει τη συμφωνία από τη Βουλή δωροδόκησε με θέσεις στο κόμμα, στη Βουλή και στην Ευρωβουλή βουλευτές που είχαν δηλώσει την αντίθεσή τους. Για την ιστορία, εκείνοι που ψήφισαν τη συμφωνία –πέραν των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ–, είναι οι: Κατερίνα Παπακώστα, Έλενα Κουντουρά, Θανάσης Παπαχριστόπουλος, Σπύρος Δανέλλης, Σταύρος Θεοδωράκης, Γιώργος Μαυρωτάς, Σπύρος Λυκούδης και Θανάσης Θεοχαρόπουλος.
Αυτοί, μαζί με τους 145 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, θα μείνουν εσαεί έκθετοι στην Ιστορία, γιατί έδωσαν την ψήφο τους στην παραχάραξή της και στη νομιμοποίηση από πλευράς της Ελλάδας ενός ανύπαρκτου και κατασκευασμένου έθνους και μίας γλώσσας.
Η συμφωνία που δεσμεύει την Ελλάδα για δεκαετίες, ίσως και αιώνες, πέρασε από τη Βουλή με 153 ψήφους, ενώ ο νόμος για την ψήφο των αποδήμων με 190 ψήφους δεν πέρασε, γιατί απαιτούνται τα 2/3 του συνόλου των βουλευτών.
Τα Σκόπια επείγονταν να μπουν στο ΝΑΤΟ, άρα ήταν η επισπεύδουσα πλευρά. Η Ελλάδα είχε τα «κλειδιά» της εισόδου. Ο Κώστας Καραμανλής στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008 δεν άνοιξε την πόρτα, επισύροντας τη μήνι όχι μόνο των ΗΠΑ, αλλά και της Τουρκίας!
Να ξεκαθαρίσουμε ότι το δικαίωμα της αρνησικυρίας, του βέτο δηλαδή, καθιερώθηκε στους διεθνείς οργανισμούς,= για να προστατεύονται τα συμφέροντα των σχετικά αδύναμων χωρών. Έτσι η Ελλάδα, έστω και αν ως έσχατη γραμμή υποχώρησης δεχόταν τον γεωγραφικό προσδιορισμό, είχε κάθε δικαίωμα και δυνατότητα να ασκήσει πίεση στα Σκόπια ώστε να υποχωρήσουν από δύο βασικά ζητήματα: της μακεδονικής εθνικής ταυτότητας και γλώσσας.
Και όταν λέμε «να υποχωρήσουν» δεν μιλάμε για παράλογες αξιώσεις της Ελλάδας, μιλάμε για παράλογους ισχυρισμούς των Σκοπίων. Όλοι γνωρίζουν –ακόμα και οι δύο πρωταγωνιστές αυτής της προδοτικής συμφωνίας, οι κ.κ. Τσίπρας και Κοτζιάς–, ότι μακεδονικό έθνος και γλώσσα δεν υπάρχουν· παρ’ όλα αυτά, τα αναγνώρισαν με την επαίσχυντη συμφωνία.
Και επειδή δεν έχουν το θάρρος να σηκώσουν το βάρος της πράξης τους, εξαπατούν τον κόσμο μέχρι σήμερα, ότι δεν αναγνώρισαν μακεδονική εθνική ταυτότητα, αλλά υπηκοότητα (nationality). Ούτε μακεδονική γλώσσα, αφού στη συμφωνία αναφέρεται ότι η «μακεδονική γλώσσα» που αναγνωρίζουμε ανήκει στην οικογένεια των νότιων σλαβικών γλωσσών.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Αφού ανήκει στην οικογένεια των νότιων σλαβικών γλωσσών, γιατί δεν αναφέρεται στη συμφωνία απ’ ευθείας ως νοτιοσλαβική και ονομάζεται «μακεδονική»;
Άρα, υπάρχει σκοπιμότητα, όπως σκοπιμότητα υπάρχει και με τη μακεδονική ταυτότητα· «ιθαγένεια», όπως διευκρινίζεται σε σχετική ανάρτηση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών.
Δηλαδή, θα πηγαίνουν τα εκατομμύρια των κατοίκων της FYROM στο εξωτερικό, θα λένε ότι είναι Μακεδόνες με την υπογραφή της Ελλάδας, και ο κόσμος, η διεθνής κοινότητα, θα ανατρέχει στη συμφωνία και θα βλέπει ότι η Ελλάδα δεν αναγνώρισε «μακεδονική εθνική ταυτότητα».
Δεν μιλάμε για τα προϊόντα. Ο ορισμός του αλαλούμ, με το κράτος που λέγεται «Βόρεια Μακεδονία» να χρησιμοποιεί παντού το «μακεδονικός», κάτι που θα επικρατήσει με τα χρόνια στην πράξη και στο θέμα της εθνικής ταυτότητας, και της γλώσσας, και των προϊόντων.
Όσο για τις δικαιολογίες ότι τη γλώσσα την αναγνώρισε η Ελλάδα από το 1977, τίθεται το εξής ερώτημα: Αφού την αναγνώρισε, γιατί τη βάλαμε στη συμφωνία κατόπιν απαίτησης της άλλης πλευράς, όπως αναφέρει η πρέσβειρα των ΗΠΑ στα Σκόπια Τζίλιαν Μιλοβάνοβιτς σε απόρρητο τηλεγράφημα προς την Ουάσινγκτον με ημερομηνία 29 Ιουλίου 2008 κσι τίτλο «Μακεδονία/Ελλάδα: Τι χρειάζονται οι Μακεδόνες για την επίλυση του προβλήματος της ονομασίας».
Η κ. Μιλοβάνοβιτς στην εισαγωγή του τηλεγραφήματός της αναφέρει τα στοιχεία της συμφωνίας:
«Η πρεσβεία στα Σκόπια εκτιμά ότι στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που ανοίγει το δρόμο για συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων στην ΕΕ η “μακεδονική” κυβέρνηση θα αποδεχόταν τελικά τους ακόλουθους όρους:
»Όνομα: Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας.
»Εύρος εφαρμογής: Σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς και διμερώς με κάθε χώρα που δεν θέλει να κάνει χρήση του συνταγματικού ονόματος. (Αν και δεν το έχουμε συζητήσει ρητώς, πιθανώς οι διεθνείς συμφωνίες να ακολουθούσαν το ίδιο μοτίβο, με τις πολυμερείς να χρησιμοποιούν το νέο όνομα και στις διμερείς να αφήνεται η επιλογή).
»Η Μακεδονία θα χρησιμοποιούσε το συνταγματικό της όνομα αναφερόμενη στον εαυτό της, σε διαβατήρια, ετικέτες προϊόντων, στα ΜΜΕ, κτλ.
»Ταυτότητα: Η γλώσσα και η εθνικότητα θα αποκαλούνταν μακεδονική, αλλά αυτό θα μπορούσε να γίνει με σιωπηρούς χειρισμούς, ίσως ως ένα συμπληρωματικό παράρτημα σε ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ή σε κάποιο εσωτερικό έγγραφο των Ηνωμένων Εθνών που δεν θα χρειάζεται ελληνική έγκριση.
»Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι η Μακεδονία χρειάζεται διαβεβαίωση ότι η γλώσσα και η εθνικότητά τους θα εξακολουθούσαν να ονομάζονται μακεδονική και όχι βορειομακεδονική».
Άρα, το συμπέρασμα που εξάγεται από το τηλεγράφημα είναι ότι η Συμφωνία των Πρεσπών ικανοποιεί επακριβώς τους όρους που έθεσαν τα Σκόπια και ότι οι δικαιολογίες που με απίστευτο θράσος ανήρτησαν και παραμένουν αναρτημένες στην επίσημη ιστοσελίδα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών είναι δικαιολογίες δειλών ανθρώπων, που δεν έχουν το θάρρος να ομολογήσουν ότι υπέγραψαν και ενέκριναν μια συμφωνία που τους επιβλήθηκε.
Όσο δε για την άλλη δικαιολογία ότι «έτσι τους έλεγαν τα περισσότερα κράτη στον κόσμο», είναι και αυτό αποπροσανατολιστικό. Όλοι γνωρίζουν ότι η υπογραφή της Ελλάδας είναι που δίνει υπόσταση σε όλο αυτό, δηλαδή στην κατασκευή ενός τεχνητού έθνους και γλώσσας.
Όσο για το τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά, ας διαβάσουμε τι έγραψε ο Ριζοσπάστης, που κανείς δεν μπορεί αν πει ότι διαδίδει εθνικιστικές απόψεις:
«Μακεδονικό έθνος δεν υπήρξε ποτέ στη Βαλκανική, ούτε βέβαια μακεδονική γλώσσα. Και μόνο το γεγονός ότι ο όρος “Μακεδόνας” συνεχίζει να υπάρχει για τον προσδιορισμό των κατοίκων της συγκεκριμένης χώρας, έστω και με το “μανδύα” της ιθαγένειας, γεννάει πολλά ερωτήματα και ανησυχίες για το πώς μπορεί να αξιοποιηθεί στο μέλλον. Το ίδιο και οι αναφορές σε “μακεδονική” γλώσσα.
»Το βέβαιο είναι ότι η χρήση αυτών των όρων κρατάει ζωντανή τη συζήτηση περί “μακεδονικού” έθνους και επομένως μπορεί μελλοντικά να αξιοποιηθεί για διεκδικήσεις και αμφισβητήσεις σε βάρος γειτονικών κρατών. Έτσι, από τη μία μπορούν να σηκωθούν ζητήματα αναζήτησης “ομογενών Μακεδόνων” σε γειτονικά κράτη, ενώ από την άλλη, π.χ. στην Ελλάδα, να σηκωθούν εθνικιστικές κορόνες με το εξίσου ανιστόρητο “η Μακεδονία είναι μία και ελληνική”».
Γιατί επιλέξαμε να αναφερθούμε στο συγκεκριμένο θέμα; Για δύο λόγους.
Ο ένας είναι γιατί επικαλούνται πολλοί στρατευμένοι κονδυλοφόροι τη σταθερότητα στα Δυτικά Βαλκάνια, η οποία περνά μέσα από την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Δηλαδή δεν φτάνει που πλήρωσε και συνεχίζει να πληρώνει η Ελλάδα ακριβό τίμημα για τη σταθερότητα στην ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ με την Κύπρο να είναι ακόμα σκλαβωμένη κατά 40% από τη… σύμμαχο Τουρκία, τώρα καλείται να πληρώσει και πάλι τίμημα εθνικού ακρωτηριασμού με μία συμφωνία που έχει μέσα της, εκτός από μια τεράστια ιστορική απάτη, και το σπέρμα της αστάθειας.
Ο άλλος είναι γιατί ο ελληνικός λαός μετά την κύρωση της συμφωνίας έχει καταληφθεί από το αίσθημα της ήττας, και αυτό είναι χειρότερο από την ίδια τη συμφωνία.
Οι Έλληνες που πονάμε και νοιαζόμαστε αυτόν τον τόπο πρέπει να βρούμε τρόπο να βάλουμε τη Συμφωνία των Πρεσπών εκεί που ανήκει και να αναζητήσουμε τρόπους να συνεννοηθούμε με τους Σλάβους, τους Αλβανούς και τους άλλους λαούς της γειτονικής χώρας, αν θέλουμε όντως να υπάρχει σταθερότητα στην περιοχή μας.
Τα άλλα που λένε για σταθερότητα στα Δυτικά Βαλκάνια να τα πούνε και σε κείνους που μετά το «μακεδονικό» έθνος ξοδεύουν ασύστολα εκατομμύρια για να δημιουργήσουν και «βλάχικο» έθνος, σε εκείνους που περιμένουν έναν άλλον Τσίπρα και Κοτζιά να το αναγνωρίσουν με κάποια άλλη συμφωνία της ντροπής.