Η Οινόη (Ünye) είναι αρχαιότατη πόλη του Πόντου. Σύμφωνα με ορισμένους υπήρξε αποικία της Οινόης της εν Αττική, ενώ κατ’ άλλους ιδρύθηκε τους χρόνους μετά την κατάκτηση της Ασίας από τον Μεγαλέξανδρο. Βάσει μιας άλλης εκδοχής, οφείλει το όνομά της στην ομώνυμη νύμφη της Αρκαδίας που ανέθρεψε τον νεαρό Δία, ή στην ομώνυμή της την τροφό του Θεού Πάνα.
Η εξαιρετική γεωγραφική της θέση –μιας και βρίσκεται ανάμεσα στα Κοτύωρα και την Αμισό, σε έναν κόλπο σε μία από τις πιο επίπεδες περιοχές της ακτής του Εύξεινου Πόντου–, την έκανε φυσικό επίνειο της Νεοκαισάρειας.
Yπήρξε το κύριο λιμάνι για όλες τις πόλεις του Πόντου. Το κλίμα που επικρατεί είναι το χαρακτηριστικό της περιοχής του Εύξεινου Πόντου, ζεστό και υγρό.
Η γεωργία είναι η βάση της τοπικής οικονομίας, ιδίως η καλλιέργεια, η εμπορία και η επεξεργασία φουντουκιών. Το γεγονός αυτό γίνεται ορατό στην πόλη της Οινόης, που είναι ήσυχη κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, μιας και οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται στην ύπαιθρο για τη συγκομιδή φουντουκιών.
Η Οινόη απέκτησε ιδιαίτερα προνόμια κατά τα χρόνια των Μεγάλων Κομνηνών, όταν για ένα διάστημα αποτέλεσε μία σχεδόν ανεξάρτητη ηγεμονία, συνδεόμενη μόνο «ψιλώ ονόματι», δηλαδή φαινομενικά, με την αυτοκρατορία.
Ιστορική αναδρομή
Η Οινόη και τα περίχωρά της συγκαταλέγονται στους παλαιότερους οικισμούς της Ανατολίας, από την περίοδο των Χετταίων.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους –εξαιτίας του γεγονότος ότι αποτέλεσε ανεξάρτητη ηγεμονία στα χρόνια των Μεγάλων Κομνηνών– η πόλη βίωνε περίοδο ευμάρειας.
Οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας έμεναν κάθε χρόνο στα Λίμνια –έναν σπουδαιότατο στρατηγικό σταθμό–, σε ένα από τα 13 κάστρα που υπήρχαν εκεί.
Επίσης υπήρχε επισκοπή Λιμνίων στη δικαιοδοσία της οποίας συμπεριλαμβάνονταν 13 χωριά. Ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ χάρισε τα Λίμνια ως προίκα στον Τουρκομάνο εμίρη Τσατσεντίν Τσελεμπή, όταν αυτός παντρεύτηκε το 1379 την κόρη του Ευδοκία.
Την ευημερία της Οινόης κατά τους βυζαντινούς χρόνους μαρτυρεί και η σχετική παράδοση, σύμφωνα με τη οποία «γαλή πηδώσα από στέγην εις στέγην ηδύνατο να αφιχθή από Οινόης εις Λιμνία» – αυτός ήταν ένας τρόπος να τονιστεί το πλήθος των κτισμάτων που βρίσκονταν στην περιοχή.
Η Οινόη έπεσε στα χέρια των Οθωμανών στα μέσα του 16ου αιώνα. Οι κάτοικοί της υπέφεραν πολλά κατά την τουρκοκρατία παρά τ’ ότι λόγω της επίδοσής τους στη ναυτιλία η πόλη απολάμβανε μια σειρά από προνόμια.
Την παρακμή της επέφερε η τυραννική διοίκηση των ντερεμπέηδων και οι επιδρομές των Λαζών πειρατών, με γνωστότερη αυτή του 1806.
Τότε η Οινόη καταστράφηκε ολοσχερώς και οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη βρίσκοντας καταφύγιο στη Σινώπη και σε πόλεις της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου. Όσοι κατέφυγαν στη Σινώπη επέστρεψαν λίγα χρόνια αργότερα, για να ακμάσει και πάλι η πόλη, μέχρι το 1838 οπότε μια μεγάλη πυρκαγιά την κατέστρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά.
Η ναυτιλία στην Οινόη
Η Οινόη υπήρξε –και εξακολουθεί να είναι– ένα από τα σημαντικά λιμάνια στις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Από παλιά ήταν γνωστή για την κατασκευή ιστιοπλοϊκών – περίπου 25 πλοία κατασκευάζονταν κάθε χρόνο στα ναυπηγεία της.
Κατά την οθωμανική περίοδο η ναυπηγική βιομηχανία έφερε έναν σημαντικό πλούτο στην πόλη. Τον 17ο και 18ο αιώνα οι Νιώτες (έτσι ονομάζονταν οι κάτοικοι της Οινόης) κυριαρχούσαν στον Εύξεινο Πόντο και έτσι την ανέδειξαν σε μία από τις πλέον σημαντικές ακμάζουσες ελληνικές πόλεις των παραλίων.
Εκείνη την περίοδο στην Οινόη διατηρούσαν γραφεία πολλές ναυτιλιακές εταιρείες, όπως η οθωμανική, η γαλλική, η ιταλική, η ρωσική και η αυστριακή. Τότε χτίστηκαν και πολλά αρχοντικά, που ανήκαν σε Έλληνες.
Μετά την περίοδο παρακμής που βίωσε από τις επιδρομές των Λαζών, η Οινόη έζησε και πάλι μέρες ευημερίας στη ναυτιλία της κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Βέβαια, περί τα τέλη του οι περισσότεροι πλοιοκτήτες της περιοχής ήταν Τούρκοι και οι Έλληνες εργάζονταν απλώς ως ναυτικοί στα πλοία τους.
Η ελληνική κοινότητα της Οινόης
Κατά το 1914 η πόλη αριθμούσε περί τους 9.161 κατοίκους, από τους οποίους οι Έλληνες έφταναν τους 3.074 και οι Αρμένιοι τους 797. Οι υπόλοιποι 5.290 ήταν Τούρκοι. Περίπου το 43% του πληθυσμού ήταν χριστιανοί.
Το ελληνικό τμήμα της πόλης αποτελούσαν οι συνοικίες Περιγιάλι, Κάστρος, Κουρκουλέντζα, Μάλι, Πούντα κι Εγκρεμός.
Την ίδια εποχή η ελληνική κοινότητα συντηρούσε μια Αστική Σχολή κι ένα Παρθεναγωγείο. Επίσης υπήρχαν δυο ενοριακοί ναοί, μια διπλή εκκλησία, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Νικολάου, που οι Νιώτες την ονόμαζαν «τ’ απουκά η εγκλεσία», και ο ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου, «τ’ απάν η εγκλεσία».
Επίσης, έξω από την πόλη υπήρχε μικρή εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Στο κέντρο δε της κώμης βρίσκονταν τα ερείπια του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου, ενώ στην παραλία, πάνω σε νησάκι, ήταν τα ερείπια ενός βυζαντινού ναού, του Αγίου Ιωάννη, όπου υπήρχε κι αγίασμα.
Επίσης, το 1909 ιδρύθηκε ο σύλλογος «Αναγέννηση», με διάφορα τμήματα, όπως φιλολογικό, θεατρικό, γυμναστικό· λειτούργησε μέχρι το 1919.
Στην κώμη υπήρχε και λέσχη με αναγνωστήριο, που συμπεριλάμβανε και πλουσιότατη βιβλιοθήκη, δωρεά των αδελφών Κοντόπουλων που κατάγονταν από την Οινόη και ήταν καθηγητές στη Σμύρνη και την Αθήνα.
Πληροφορίες για τη λαογραφία, αλλά και για την ιδιαίτερη διάλεκτο που μιλούσαν οι Οινοείς έχουμε λάβει από τον αείμνηστο Ιορδάνη Βαμβακίδη-Παμπούκη που γεννήθηκε το 1915. Η οικογένεια του μετά την Ανταλλαγή κατοίκησε αρχικά στη Ζάκυνθο και μετέπειτα στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Αθηνών και οι λαογραφικές μελέτες που έχει επιμεληθεί για την Οινόη και τα Κοτύωρα είναι πολύτιμες.
Η Γενοκτονία των Αρμενίων και το αντάρτικο της Οινόης
Το 1915 οι Τούρκοι εξόντωσαν του Αρμενίους της πόλης και τον Οκτώβριο του 1916 ήρθε και η σειρά των Ελλήνων. Έτσι οργανώθηκε αντάρτικο από τους άντρες της Οινόης, για να προστατέψουν τα ελληνικά χωριά της περιοχής, στα οποία ήδη ομάδες ατάκτων επιτίθονταν συστηματικά.
Επικεφαλής του αντάρτικου της Οινόης ήταν ο περιβόητος Σαρίγιαννες, από το 1916 έως και την Ανταλλαγή.
Ο Σαρίγιαννες και οι οπλαρχηγοί του προσπάθησαν να σώσουν 520 αιχμάλωτα από τους Τούρκους γυναικόπαιδα στο χωριό Κερίς. Οι αντάρτες είχαν οχυρωθεί στο χωριό και οι Τούρκοι κατάφεραν να τους κυκλώσουν. Παρόλο που τους είχαν τελειώσει τα εφόδια, κατάφεραν να σπάσουν τον κλοιό της μεραρχίας και να διαφύγουν· δυστυχώς οι Τούρκοι σκότωσαν τα γυναικόπαιδα και έκαψαν όλα τα χωριά των ανταρτών.
Τον Ιανουάριο του 1917 διέταξαν οι τουρκικές Αρχές την εκκένωση της Οινόης και των γύρω χωριών. Οι Νιώτες πήραν τη στράτα που θα τους οδηγούσε στο εσωτερικό της χώρας, προς Τοκάτη, Αμάσεια και Σεβάστεια. Οι περισσότεροι εξ αυτών άφησαν την τελευταία τους πνοή σ’ αυτήν τη στράτα, από την πείνα και το κρύο.
Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν μετά το 1922 εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, στην Οινόη Καστοριάς, στη Δράμα, στην Κατερίνη, στην Αθήνα και σε χωριά της Πέλλας.
Η Οινόη σήμερα
Σήμερα στην Οινόη ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να θαυμάσει αρκετά παλιά ελληνικά σπίτια. Στην πλατεία ορθώνεται ο υπεραιωνόβιος πλάτανος, 300 χρόνων, βουβός μάρτυρας των γεγονότων που έζησε η πόλη στο διάβα των χρόνων.
Σε κοντινή απόσταση από την πλατεία βρίσκεται το παλιό χαμάμ (Eski Hamam) της πόλης, που –όπως αναφέρεται από τους σημερινούς– κατοίκους ήταν κάποτε εκκλησία.
Στην συνοικία Κουρκουλέντζα υπάρχει ο ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου που πλέον χρησιμοποιείται ως αίθουσα πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Παρακείμενα βρίσκεται το ελληνικό νεκροταφείο και κερκίδες 2.000 θέσεων για τους θεατές των πανηγύρεων, ενώ σε κοντινή απόσταση είναι το κτήριο της Αστικής Σχολής.
Επίσης το κάστρο της πόλης, τμήματα του οποίου σώζονται μέχρι και σήμερα και γύρω από το οποίο εκτείνονταν η ελληνική συνοικία Κάστρος, είναι κύριο αξιοθέατο της σημερινής Οινόης.
Θωμαΐς Κιζιρίδου